Skip to main content

Συναρπαστικό γλίστρημα προς την κόλαση

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Το μυθιστόρημα «Γέλιο στο σκοτάδι» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ (1899-1977) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα· το έργο εκδίδεται σε μετάφραση του Ανδρέα Αποστολίδη και συνοδεύεται από ένα επίμετρο του μεταφραστή και εργοβιογραφία του συγγραφέα.

Ο Ναμπόκοφ έγραψε μια πρώτη εκδοχή του στα ρωσικά με τον τίτλο «Camera Obscura», που δημοσίευσε το 1933· το διασκεύασε ο ίδιος στα αγγλικά και το εξέδωσε το 1938,  με τον τίτλο «Γέλιο στο σκοτάδι».

«Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο Βερολίνο της Γερμανίας κάποιος ονόματι Αλμπίνους. Επρόκειτο για πλούσιο, αξιοσέβαστο, ευτυχισμένο άνθρωπο. Μια ωραία μέρα εγκατέλειψε τη σύζυγό του για χάρη μιας νεαρής ερωμένης. Ήταν ερωτευμένος· όχι όμως κι εκείνη. Η ζωή του τέλειωσε σε πλήρη καταστροφή. Αυτή είναι όλη η ιστορία διατυπωμένη σε λίγες γραμμές, που θα μας αρκούσαν αν δεν υπήρχε το όφελος και η απόλαυση της διήγησης. Και παρότι μια ταφόπετρα, τυλιγμένη στα βρύα, έχει άφθονο χώρο για να περιλάβει τη συντμημένη εκδοχή μιας ανθρώπινης ζωής, η έκθεση της λεπτομέρειας είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη».

Έτσι  ξεκινά «αυτό το μικρό κομψοτέχνημα μυθιστορηματικής αφήγησης» -ο συγγραφέας  εκσφενδονίζει τον αναγνώστη σε έναν  ωμό απολογισμό  ερωτικού εξευτελισμού και  ταπείνωσης· και  με  μια σειρά από ζωντανές, συχνά σύντομες σκηνές, οδηγεί την υπόθεση στην αναπόφευκτη τραγική ολοκλήρωση.

«Ο αφρός της θάλασσας δίπλωνε, κυλούσε, άπλωνε και αποτραβιόταν, αφήνοντας έναν λείο καθρέφτη στην υγρή άμμο, που κάλυπτε το επόμενο κύμα. Ένας μαλλιαρός άντρας με πορτοκαλοκόκκινο παντελονάκι στεκόταν στην άκρη της παραλίας και σκούπιζε τα γυαλιά του. Ένα μικρό αγοράκι τσίριζε από χαρά καθώς η θάλασσα ορμούσε στα τείχη της πόλης που είχε χτίσει. Φανταχτερές ομπρέλες και ριγωτές τέντες αναπαρήγαγαν χρωματικά το ηχητικό αποτέλεσμα που είχαν οι φωνές των λουόμενων. Μια τεράστια φωτεινή μπάλα έπεσε από κάπου στην άμμο μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο που προκάλεσε αντήχηση. Η Μάργκοτ την άρπαξε, τινάχτηκε πάνω και την πέταξε πίσω. […]

“Το νερό είναι μούσκεμα!” φώναξε κι έτρεξε στη θάλασσα. Προχωρούσε κουνώντας τους γοφούς και τα τεντωμένα χέρια της, μέχρι να φτάσει το νερό στα γόνατά της κι ύστερα έπεσε στα τέσσερα, προσπάθησε να κολυμπήσει, πλατσούρισε, σηκώθηκε και συνέχισε μέχρι τη μέση. Ο Αλμπίνους τσαλαβούτησε πίσω της. Γύρισε προς τη μεριά του, γελώντας, φτύνοντας, βγάζοντας τα βρεγμένα μαλλιά από τα μάτια της. Επιχείρησε να τη βουτήξει και την άρπαξε από τον αστράγαλο· αυτή κλωτσούσε και τσίριζε.

Μια Αγγλίδα, που καθόταν σαν παράλυτη σε ξαπλωτή πολυθρόνα κάτω από μια μωβ τέντα διαβάζοντας το “Punch”, στράφηκε στον σύζυγό της, έναν κοκκινομούρη ασπρομάλλη που βρισκόταν δίπλα της οκλαδόν στην άμμο, και είπε: “Κοίτα αυτόν τον Γερμανό, τι τρέλες κάνει με την κόρη του. Ουίλλιαμ, μην είσαι πια τόσο τεμπέλης. Πάρε τα παιδιά και πηγαίνετε για ένα γερό κολύμπι”».  

Στη  θλιβερή, σαδιστική ιστορία,  το συγκινητικό και ανικανοποίητο πρόσωπο του Αλμπίνους, αδύναμο να θέσει τέρμα στη σταδιακή αυτοκαταστροφή, γίνεται έρμαιο της μικρής ερωμένης του. Η νεαρή Μάργκοτ της ιστορίας,  προεικονίζει τη διάσημη «Λολίτα» του Ρωσο-Αμερικανού  Ναμπόκοφ, που εκδόθηκε το 1955. Γυναίκα-παιδί, καταστροφική και συνάμα ασήμαντη, η Μάργκοτ εισέρχεται στη ζωή του αξιοπρεπούς αστού εραστή της, για τη χαρά του και για τη δυστυχία του. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό γλίστρημα προς την κόλαση, ενός άντρα που κυριαρχείται απ’ τον αδύνατο έρωτα· μια «λεπτομερειακά επεξεργασμένη παρωδία».