Η Ζακλίν Λέντζου, με την βραβευμένη «Σελήνη» της, κάνει τη διαφορά.
Σελήνη, 66 ερωτήσεις
Ανακαλύπτω από την αρχή τη ζωή, άρα και το Σινεμά.
Ο Γκοντάρ παρατήρησε κάποτε πως ένιωθε σταθερά νεότερος από τους Αμερικάνους σκηνοθέτες γιατί η σχέση του με το αμερικανικό σινεμά ήταν σαν σχέση πατέρα και γιου. Χρησιμοποιώντας αυτήν την μεταφορά είχε βέβαια στο μυαλό του την φροϋδική «κοψιά» της: Αυτή την βαθιά ριζωμένη αντιθετική ορμή, απ’ τη μια να ακολουθήσεις τα βήματα του πατέρα κι απ’ την άλλη να απελευθερωθείς απ’ αυτόν, να τον «σκοτώσεις».
Ο μεγάλος είχε σίγουρα δίκιο με το να υπονοεί πως κάθε σκηνοθέτης που θα βρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση, θα παγιδευτεί ανάμεσα στην επιθυμία να μιμηθεί το Hollywood και την ανάγκη να αποκοπεί από αυτήν την επιβολή της «συμμόρφωσης» σε ένα μοντέλο. Τέτοια ήταν η επιβολή του Hollywood στο παγκόσμιο σινεμά που μερικές φορές το Hollywood καταλήγει στο να μην φαίνεται σαν ένα εθνικό σινεμά, αλλά σαν το Σινεμά, όπως για το παιδί που στον πατέρα του δεν αναγνωρίζει έναν άνθρωπο σαν όλους τους άλλους, αλλά την ίδια την ανθρωπότητα.
Και μετά από μια μακρά σειρά ταινιών μικρού μήκους (όλες τους – δικαίως – διακεκριμένες σε Ελλάδα και εξωτερικό), ο Ζακλίν Λέντζου στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, δεν επιλέγει ούτε την «συμμόρφωση», ούτε την ανυπακοή, καθώς η ηρωίδα του «Σελήνη, 66 ερωτήσεις» απελευθερώνεται, όχι από τον «πατέρα», αλλά μέσα απ’ αυτόν, ρίχνοντας τον εαυτό της σε μια σχεδόν ομηρική διαδικασία ενηλικίωσης. Πατέρας και κόρη εδώ, μοιάζουν με δυο μηχανές του χρόνου που τρέχουν αντίστροφα.
Η ταινία ξεκινά: Η Άρτεμις κοιτάζει από το παράθυρο ενός αεροπλάνου. Επιστρέφει αναγκαστικά στην Αθήνα. Έχει προηγηθεί ένας μικρός διάλογος στο soundtrack της ταινίας (με την ίδια τη σκηνοθέτιδα;) όπου μας εξηγεί την κατάσταση της: Ο πατέρας της, με τον οποίο ποτέ δεν είχε την καλύτερη σχέση, είναι βαριά άρρωστος – και εκείνη πρέπει να τον φροντίσει. Να πω την αλήθεια μου, δεν ξέρω αν χρειαζόμουν αυτό το μικρό exposition στην αρχή του φιλμ: Το πρόσωπο της Σοφίας Κόκκαλη μου δίνει όλες τις πληροφορίες που χρειάζομαι. Αλλά είναι μονάχα ένα μικρό παράπονο: Η Λέντζου παραθέτει το δικό της κινηματογραφικό συντακτικό με αξιοθαύμαστη άνεση.
Και καθώς η ηρωίδα της βουτά στο παρελθόν για να αντιμετωπίσει έναν πατέρα με τον οποίο πρέπει να συστηθεί εκ νέου, με συστολή μικρού παιδιού, η Λέντζου κάνει την πρέπουσα επαγωγή: Πάμε πίσω στο παρελθόν, σημαίνει πάμε πίσω στον Κινηματογράφο. Έτσι, τα θραύσματα των αναμνήσεων (κινηματογραφημένα «ερασιτεχνικά» σε αναλογικό βίντεο) στέκονται ως ψηφίδες ενός πολύμορφου συνόλου όπου όμως δε λείπει ούτε η σκηνοθετική επιδεξιότητα, ούτε η γνήσια συγκίνηση: Η στιγμή που η Κόκκαλη και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος (σπουδαίος και αυτός στο ρόλο του Πάρη) συναντιόνται στο σημείο της αποδοχής, λίγο πριν το τέλος του φιλμ, κουβαλά μια τρυφερότητα αλλά και μια αλήθεια που σπάνια συναντάς στο νέο ελληνικό σινεμά.
Όλα αυτά, αφήνουν αποτύπωμα σε ένα σινεμά που δείχνει αυστηρά προσωπικό αλλά ταυτόχρονα και «ανοιχτό» στο κοινό που, ακόμη κι αν δεν αντιλαμβάνεται όλα τα παιχνιδίσματα της γραφής του (οι γνώστες των καρτών ταρό ενδεχομένως και να ενθουσιαστούν με την κρυπτική, αλλά εξόχως ουσιαστική χρήση τους), μπορεί να συναισθανθεί μέχρι τέλους την πηγαία ειλικρίνεια του. Κι εμείς, καθώς φτάνουμε στους τίτλους τέλους, νιώθουμε πως παρακολουθούμε ταυτόχρονα και την ωρίμανση ενός φιλμικού – και, αν με ρωτάτε, καθαρά ελληνικού – ρεύματος που ξεκίνησε κάποια χρόνια πριν (ίσως με το «Ροζ» του Αλέξανδρου Βούλγαρη😉 και τώρα μπορεί να καυχιέται για την ενηλικίωση του.
Στα υπόλοιπα:
Στο «Πάθος» της Ντανιέλ Αρμπίντ μια χωρισμένη μητέρα βρίσκει τον εαυτό της σε μια εθιστική ερωτική σχέση με έναν Ρώσο διπλωμάτη, με τον οποίο δεν έχει κανένα κοινό: Εκείνη είναι καθηγήτρια λογοτεχνίας, διαρκώς χαμένη μέσα σε μια ποιητική αντίληψη της πραγματικότητα. Εκείνος, άκαμπτος, σκληρός, Ρώσος μέχρι το κόκκαλο: «Όλοι φοβούνται τη Ρωσία» ακούγεται να λέει, και η φράση του, τραγικά επίκαιρη σήμερα, «αντηχεί» μέσα στο σώμα μιας, κατά βάθος, κούφιας ταινίας που πνίγεται στη φλυαρία. Με τρεις λέξεις: First World Problems. Όσο για τις ερωτικές σκηνές, σιγά τη χημεία ρε παιδιά. Τι να πει και η Κατρίν Μπρεγιά!
Από δράση, αυτή την εβδομάδα, θα σας τα χαλάσω: «Ο μεσάζοντας» με τον Λίαμ Νίσον είναι μια από τις πιο κακογραμμένες ταινίες που έχω δει ποτέ. Δηλαδή, συμβαίνουν πράγματα που δεν στέκουν, δεν έχουν καμία λογική – απλά οι παραγωγοί ελπίζουν πως οι ανεβασμένοι ρυθμοί (και μια κάποια στιλιστική φροντίδα) θα μπορέσουν να μας αποσπάσουν την προσοχή. Όπου ένας πράκτορας του FBI ανακαλύπτει πως αποτελεί ουσιαστικά πιόνι ενός άρρωστου, δεσποτικού εντολοδόχου – αλλά μην ανησυχείτε! Αρκεί ένας τίμιος πράκτορας για να κάνει τη διαφορά!
Δίπλα τους, το ελληνο-κινέζικο ρομάντζο «Μια νύχτα στη Σαγκάη», μια ταινία προβλέψιμη και παράξενη μαζί. Όλα τα συστατικά που περιμένεις από μια ταινία του είδους είναι εκεί, αλλά τα στοιχεία δεν «δένουν». Δεν υπάρχει καμιά κινηματογραφική ματιά ούτε στο πιο γενικό πλάνο, και η αδυσώπητα γλυκερή μουσική εξαφανίζει ακαριαία τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών. Σεναριακά θυμίζει χίλια δυο φιλμ, αλλά οι επιρροές αυτές είναι τόσο «χτυπητά» ραμμένες πάνω στο σώμα της πλοκής που ειλικρινά, το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με προσχέδιο ταινίας (ή με μια ακριβή «πτυχιακή») παρά με καλοζυγισμένο προϊόν. Χρειάζονται και ψυχούλα αυτά.
Βγαίνει επίσης και το παιδικό «Μπάντι, ο ροκ σταρ 2» (δεν έχω δει ούτε το πρώτο, συμπαθάτε με).