Πώς πορεύεσαι στη ζωή όταν έχεις στην οικογένειά σου ή στο στενό σου περιβάλλον έναν άνθρωπο παγιδευμένο στις ουσίες; Επτά διαφορετικές φωνές αφηγούνται τα συναισθήματα που τους προκαλεί ο γιος, ο αδερφός, ο φίλος, ο σύντροφος, ο εραστής, που εξαρτάται, καθώς και τη ζωή μαζί του. Ηχεί όμως και η δική του φωνή, κοφτερή, χωρίς φτιασίδια και υπεκφυγές.
Σαράντα σύντομα κεφάλαια· ο συνεχής αγώνας για την επούλωση τραυμάτων, κωμικοτραγικά συμβάντα με ροκ μουσική και πικρό χιούμορ, θεραπευτικά προγράμματα και υποτροπές, μελαγχολία και ενοχές, η αναγκαία συγχώρεση και η τελική κάθαρση.
Η γυμνή αλήθεια της κάθε πλευράς, ενός «παλαίμαχου χρήστη», των συγγενών και των φίλων του, σε ένα πλαίσιο συνεξάρτησης, όπου αναδύεται το ανικανοποίητο, το ακόρεστο της ψυχικής έλλειψης.
Ο Γιώργος Αρβανιτίδης διάβασε το βιβλίο και μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του.
«Η αποδοχή της αδυναμίας μας»
Όταν το 1976 η 13χρονη Christiane Felscherinow επισκέπτεται τη συναυλία του David Bowie στο Βερολίνο, η ζωή της μοιάζει να έχει πάρει ήδη την κάτω βόλτα. Μετά από τη χρήση αλκοόλ και μαριχουάνας, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την ηρωίνη. Η εξάρτηση δεν αργεί να έρθει. Λίγα χρόνια αργότερα -το 1981- η μουσική του Bowie γίνεται το soundtrack της ταινίας του Ulrich Edel με τίτλο «Christiane F.». Θα φέρει στην επιφάνεια το δράμα που ζουν οι νέοι τοξικομανείς στις μεγαλουπόλεις της Δύσης. Το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία («Wir Kinder vom Bahnhof Zoo», Kai Hermann, Horst Rieck, Christiane F., Hamburg, 1978), περιγράφει τη ζωή της εγκαταλειμμένης έφηβης που μεγαλώνει στο Βερολίνο των 70s μέσα στην απόγνωση και το ανελέητο κυνήγι της επόμενης δόσης, πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Zoo. Αποκαλύπτει τον δραματικό φαύλο κύκλο από εξάρτηση, εγκληματικότητα, πορνεία και εξαθλίωση που καταστρέφει ένα μέρος της νεολαίας. Στα μέσα γίνεται σάλος, οι πολιτικοί αδιάβαστοι, η κοινωνία στη Γερμανία σε αναβρασμό. Αλλά όχι μόνο εκεί, το βιβλίο μεταφράζεται σε 15 γλώσσες (στην Ελλάδα κυκλοφορεί με τον κραυγαλέο τίτλο «Κριστιάνε Φ, 13, πόρνη και ταξικομανής») – πουλάει 3 εκατομμύρια αντίτυπα και βρίσκεται για 95 (!) βδομάδες στην πρώτη θέση των bestseller του περιοδικού DER SPIEGEL.
Φυσικά υπήρχαν και στο παρελθόν πολλά λογοτεχνικά έργα τα οποία έχουν ασχοληθεί με το θέμα της εξάρτησης, όπως π.χ. τα αυτοβιογραφικά «John Barleycorn» του Jack London, «O παίκτης» του Ντοστογιέφσκι, «Ο θρύλος του Αγίου Πότη» του Joseph Roth. Τελευταία το «Outside looking in» του T.C. Boyle. Η «Christiane F.» θεωρείται όμως ορόσημο, γιατί κατάφερε να ανασύρει ένα καυτό κοινωνικό ζήτημα στη συνείδηση της κοινωνίας, το οποίο μέχρι τότε ήταν μεν ορατό, αλλά κανείς δεν ήθελε να το βλέπει. Οι περιγραφές ήταν γλαφυρές, η γλώσσα άμεση, τα ντοκουμέντα δεν χωρούσαν αμφισβήτηση. Ήταν σαν να γυρίζει ένας τεράστιος προβολέας και να ρίχνει ανακριτικό φως στις σκοτεινές γωνιές της πόλης, εκεί όπου οι κάτοικοι όταν περνούσαν σήκωναν τον γιακά και αρνούνταν πεισματικά να στρέψουν τα μάτια τους προς τον τόπο του δράματος. Ό,τι δε βλέπω, δεν υπάρχει. Μετά τη δημοσίευση του βιβλίου ήταν αδύνατο πια να αρνηθεί κανείς την πραγματικότητα.
Σαράντα χρόνια μετά, ή Μαρία Μαυρικάκη γράφει ένα λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο επίσης μας φέρνει αντιμέτωπους με τα θέματα της εξάρτησης. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα απορροφά τον αναγνώστη και τον μεταφέρει σε μια άλλη καθημερινότητα. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον. Το «Εξαρτάται» δεν διαδραματίζεται κάπου στις σκοτεινές πιάτσες της Αθήνας με ανθρώπους τους οποίους έχει «ξεβράσει» η κοινωνία (όπως το «Κριστιάνε Φ»)… αλλά περιγράφει την εξάρτηση ως ασθένεια ή οποία χτυπά τις «καλές, φρόνιμες και άξιες» οικογένειες, τους «νορμάλ» του διπλανού διαμερίσματος. Πρόκειται για τον Άκη, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τα ναρκωτικά νωρίς. Αυτός Jethro Tull, Black Sabbath, όχι Bowie. Η οικογένεια ζει όπως δεκάδες χιλιάδες άλλες στην Ελλάδα: Ο πατέρας απών στη δουλειά, ναυτικός, η μητέρα στη κουζίνα – «δε διανοούνταν να αφήσει ατάιστα τα παιδιά της … έτσι, από μικρά μπερδέψαμε το φαγητό με την αγάπη». Οι γονείς του τον έχουν στην πίεση, τον σπρώχνουν, μια στη σχολή ηλεκτρολόγων, τα παρατάει, μια για δουλειά στη οικοδομή, φεύγει, μια του ανοίγουν ψιλικατζίδικο, τίποτα. Ο δρόμος που νομίζουν ότι του στρώνουν δεν είναι ο δικός του, δεν τον καταλαβαίνουν. «Όλα πάνω μου σε πειράζουν, σωστό δεν κάνω τίποτα;», ξεσπάει στη μάνα του. Ο πατέρας όταν τα βάζει μαζί του δεν του μιλά απευθείας, λες και δεν υπάρχει ο Άκης στο σπίτι. Σκηνές που χιλιάδες φορές διαδραματίζονται στα καλύτερα ελληνικά νοικοκυριά. Ναρκομανής από «κανονική» οικογένεια. «Δεν ήμασταν παιδιά εγκαταλειμμένα ή κακοποιημένα, γόνοι διαλυμένης οικογένειας, ούτε τίποτα πλουσιόπαιδα, που από την ευμάρεια οδηγούνται στην πλήξη και στους πειραματισμούς με τα διάφορα». Το γεγονός αυτό συγκινεί και μας κάνει αμήχανους, αβοήθητους, γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι μας αφορά, μπορεί να μας συμβεί. Το «Εξαρτάται» απομυθοποιεί το θέμα του εθισμού, αποποινικοποιεί τους χρήστες· από εγκληματίες και ρετάλια γίνονται αυτό που στην πραγματικότητα είναι, ασθενείς.
Το βιβλίο της Μαυρικάκη δεν ακολουθεί την κλασική μυθιστοριογραφία. Λείπει ο αφηγητής. Οκτώ πρωταγωνιστές μιλούν σε 39 μονόλογους με τη δική τους γλώσσα από τη δική τους οπτική γωνία για τον Άκη, τον αδερφό, τον κολλητό, τον συνεργάτη, τον σύντροφο, τον ασθενή. Τον άνθρωπο, ο οποίος είναι εξαρτημένος από την ηρωίνη και δε βρίσκει διέξοδο αλλού, ούτε στη νηφαλιότητα. Περιγράφουν τη ζωή μαζί του, απλά, καθαρά, προσωπικά, παραστατικά. Τα λόγια μετρημένα, εύστοχα, δεν περισσεύει λέξη. Ένα λογοτεχνικό απόσταγμα. Οι μονόλογοι των πρωταγωνιστών στο slang της πιάτσας, το ιδίωμα του ορεινού χωριού, η πλάκα της φανταρίστικης φιλίας, η επιστημονική γλώσσα της ιατρικής. Ο αναγνώστης είναι αυτός ο οποίος ξετυλίγει τις διαστάσεις της ιστορίας, τις συνθέτει ξανά, και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα. Η Μαυρικάκη καταφέρνει με τη μέθοδο των μονόλογων να κάνει τον αναγνώστη ενεργό υποκείμενο του έργου.
Έτσι, το κείμενο αυτό θυμίζει λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ. Ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο οι πρωταγωνιστές περιγράφουν απλά αυτό που έζησαν, όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται. Μόνο ο αναγνώστης έχει την πολυτέλεια να ερμηνεύσει, να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί εξ ολοκλήρου. Η έλλειψη μελοδράματος, κοινότοπων περιγραφών, βαρύγδουπων προτάσεων απογυμνώνει το κείμενο από ενοχλητικά κοσμητικά βαρίδια και μεταφορικά παράσιτα. Χρειάστηκε πολλή δουλειά και προσοχή στη λεπτομέρεια, χρειάστηκε τόλμη, όχι μόνο για να το γράψεις, αλλά για να αφαιρέσεις, να διαγράψεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα συμπαγές και αυθεντικό κείμενο.
Και αυτό που συνεπαίρνει δεν είναι τόσο ο τρόμος της σταδιακής κατάρρευσης του εθισμένου στα ναρκωτικά ανθρώπου. Δυστυχώς, αυτή την εικόνα την έχουμε πλέον συνηθίσει. Δεν είναι ο τρόμος που τρομάζει, είναι η κανονικότητα, η καθημερινότητα μέσα στην οποία οδεύει κανείς στην καταστροφή. Και αυτό που μας αναστατώνει είναι η αδυναμία μας να αποτρέψουμε το αναπόφευκτο. «Σ’ αγαπώ, είμαι εδώ, μα δεν έχω τρόπο να σε βοηθήσω», λέει η Ρία, η αδερφή του Άκη, όταν καταλαβαίνει ότι δεν διαθέτει τα μέσα, ότι δεν έχει κανείς τα μέσα, για να τον προστατέψει. Μόνο ο ίδιος. Η αποδοχή έρχεται, αλλά έρχεται αργά. Η Ρία αρχικά αρνείται την κατάσταση, θυμώνει, επιτίθεται, επαναδιαπραγματεύεται λύσεις, ελπίζει. Ακολουθεί απογοήτευση, κατάθλιψη, στο τέλος η αναγνώριση και η αποδοχή. «Τα πέντε στάδια του πένθους», όπως ομολογεί η ίδια. Της παίρνει δεκαετίες. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι τόσο η εξάρτηση που πραγματεύεται το βιβλίο της Μαυρικάκη, όσο η αποδοχή των περιορισμών μας. Η ικανότητα να αντιληφθούμε, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ότι η ανθρώπινη ισχύς έχει όρια. Τόσες είναι οι περιπτώσεις οι οποίες μας θυμίζουν ότι το «anything goes» -με το οποίο όλοι μας μεγαλώνουμε, σταδιοδρομούμε και ζούμε- είναι μια αυταπάτη. «Μια ιστορία ζωής δίπλα στην εξάρτηση» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Και όμως, κάλλιστα θα μπορούσε η λέξη εξάρτηση να αντικατασταθεί με τις λέξεις αναπηρία, κατάθλιψη, αλτσχάιμερ. Ενώ η Μαυρικάκη μιλάει για την εξάρτηση, στην πραγματικότητα αναδεικνύει την ανικανότητά μας να αποδεχθούμε την αδυναμία μας.
Τελικά, γιατί να διαβάσουμε το «Εξαρτάται», μας διασκεδάζει; Αν επιθυμεί κανείς happy end δεν έχει παρά να κλείνει τα βιβλία νωρίς, όπως έλεγε ο Orson Wells. Η αλήθεια είναι πως όχι, δε μας διασκεδάζει, αλλά μας συνεπαίρνει, μας συγκινεί, μας ανακουφίζει. Γιατί; Γιατί είναι καλογραμμένο, πρώτον· δεύτερον, γιατί αποποινικοποιεί και απομυθοποιεί, και τέλος, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με κάτι που όλους μας απασχολεί: Τους περιορισμούς μας και την αποδοχή ως ανθρώπινη αναγκαιότητα.
Γιώργος Αρβανιτίδης
Βερολίνο, Ιανουάριος 2022
O Γιώργος Αρβανιτίδης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων για θέματα Οργανωτικού Μετασχηματισμού, Ηγεσίας και Διαχείρισης Αλλαγών (Elephant-Consulting GmbH) με έδρα το Potsdam. Διετέλεσε μεταξύ άλλων Διευθυντής Επικοινωνίας και Εκπρόσωπος Τύπου του Προεδρείου του Γερμανικού Συνδικάτου Μετάλλου (IG Metall), Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού ΟΤΕ/Cosmote καθώς και Γενικός Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού του Ομίλου Mannesmann.