Το βιβλίο «Κάμπος» του Στρατή Βογιατζή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Μέσα από λόγια και φωτογραφίες, ο αναγνώστης περπατά στον Κάμπο της Χίου· τόπο επιφανών ελληνικών οικογενειών της διασποράς, με τα οικόσημα και τα αρχοντικά, με τα περιβόλια τα γεμάτα εσπεριδοειδή· τόπο σε μια διαρκή κατοίκηση στον χρόνο από τον 14ο αιώνα.
Ο συγγραφέας της έκδοσης, κινηματογραφιστής, φωτογράφος και ανθρωπολόγος, Στρατής Βογιατζής, μίλησε μαζί μας.
Μνήμες ή όνειρα; Εικόνες αληθινές ή δοξασίες που τρυπώνουν στον νου; Τι είναι, τελικά, ο κόσμος που στήνεται μπροστά μας, μέσα από τις σελίδες του «Κάμπου»;
«Ο κόσμος του Κάμπου είναι ένας κόσμος κρυφός, που σαλεύει πίσω από τους ψηλούς μαντρότοιχους που τον προφυλάσσουν από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Μέσα σε έναν τέτοιο μύχιο κόσμο, απρόσβλητο από τα ηγεμονικά αφηγήματα, συμβιώνουν μαζί μύθοι, δοξασίες, γεγονότα, μνήμες που ζυμώνονται αδιάκοπα με την παρουσία των ανθρώπων. Σε αυτήν την αργή διαδικασία κομποστοποίησης γεννιούνται υβριδικά σχήματα, εικόνες που κινούνται ανάλαφρα ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους: του πραγματικού και της μυθοπλασίας, του κωμικού και του τραγικού, της φύσης και του πολιτισμού, κομίζοντας προς τα έξω μια γνώση που εσωκλείει μέσα της το αίνιγμα. Στο σημείο συνάντησης δυο αντίθετων φαινομενικά περιοχών μπορεί να γεννηθεί ένας ενδιάμεσος, μεταιχμιακός χώρος που δεν ιεραρχείται από την εκάστοτε κοινωνική φόρμα επιβολής. Ο “Κάμπος” είναι η απόπειρα αφήγησης αυτών των συναντήσεων, των ζυμώσεων και κατ’ επέκταση των μορφοποιήσεων».
Από ποια ανάγκη σας ξεκίνησε το «οδοιπορικό» αυτό και η αποτύπωσή του;
«Όλοι κατατρυχόμαστε από έναν νόστο, αυτόν της επιστροφής στην παιδική ηλικία· εκεί όπου τα πράγματα είχαν μια μοναδική ένταση και σημασία. Μεγαλώνοντας, ξεκινάει η διαδικασία εκτοπισμού από την πραγματική μας πατρίδα. Ο “Κάμπος” είναι μια επιστροφή στον κάμπο της μνήμης της παιδικής μου ηλικίας. Στον Κάμπο έζησα για κάποιο χρόνο μικρός, έχω μνήμες παιδικές και, ίσως, οι μοναχικές μου περιπέτειες εκεί μέσα στα περιβόλια, οι συναντήσεις μου με τα ζώα και τους ανθρώπους του Κάμπου να συνέβαλαν στη μετέπειτα ζωή που συνδέθηκε με τη μετακίνηση. Για τον πλάνητα, η πατρίδα γίνεται ένας τόπος φαντασίας, μια επινόηση, που όσο κινείται προς αυτήν διαρκώς απομακρύνεται. Μετά την απώλεια του πατέρα μου, που κατάγονταν από τον Κάμπο, θέλησα να επιστρέψω, μετά από χρόνια, και να περιπλανηθώ αυτόν τον οικείο, νόμιζα, τόπο. Ήθελα να γνωρίσω τον Κάμπο σαν εξόριστος που επιστρέφει για να επαναοικειοποιηθεί τον χώρο, μέσα από την εκτοπισμένη του ταυτότητα. Η έλλειψη, άλλωστε, προηγείται της περιπλάνησης που δεν είναι παρά μια σειρά συναισθηματικών απωλειών, μας υπενθυμίζει ο Νιζάν. Στην πορεία του οδοιπορικού στον Κάμπο με απασχόλησαν τα σημεία επαφής ανάμεσα στο υποκείμενο και τον χώρο: πώς ο οδοιπόρος σαν παλμογράφος σημειώνει τις λεπτές αντηχήσεις ενός νομαδικού τόπου, πώς η εαυτότητα διασπείρεται στον χώρο και πώς ο ίδιος ο τόπος αναπλάθει διαρκώς τη χωρικότητα του εαυτού».
Μιλήστε μας για τη διαδικασία δημιουργίας της έκδοσης -τη διαδικασία συγγραφής των κειμένων και αυτήν της φωτογράφισης στιγμών του Κάμπου.
«Η έρευνα, η συγγραφή των κειμένων και οι φωτογραφίσεις διήρκησαν πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό, κατέγραψα με τον φακό μου τις αναπάντεχες συναντήσεις που προκύπταν κάθε φορά πίσω από τους ψηλούς πέτρινους τοίχους ή σκηνοθετούσα καταστάσεις που να φωτίζουν το πέρασμα από τον πραγματικό κόσμο του Κάμπου στη μυθολογική του υπόσταση. Κατά τη διάρκεια των φωτογραφίσεων, ερχόμουν σε επαφή με ανθρώπους του Κάμπου, κατέγραφα τις μαρτυρίες τους, άρχισα να ερευνώ αρχεία, επιστολές, περιγραφές περιηγητών, ιστορικές αναφορές από το πλούσιο παρελθόν του, προσπαθώντας να συναρθρώσω, να αναδιατάξω τα κομμάτια του παζλ του Κάμπου. Έπειτα ξεκίνησε το μοντάζ του βιβλίου και μέσα από μια επίπονη δίχρονη συνεργασία με τον Σταύρο Πετσόπουλο, εκδότη της Άγρας -που τον ευχαριστώ που άντεξε μέχρι το τέλος- αλλά και την ουσιαστική βοήθεια από τους πολύτιμους συνεργάτες μου, Στέλλα Χριστοδουλοπούλου στα κείμενα και Γιώργο Πρίνο στις φωτογραφίες, καταφέραμε μέσα από ένα ετερόκλητο υλικό να συνθέσουμε μια αφήγηση που συνδέει τα πράγματα με ένα περισκοπικό τρόπο. Το βιβλίο, στο τέλος, παίρνει τη μορφή ενός ψηφιδωτού: εικόνες μυθολογικές ή πραγματικές, συμβάντα από το παρελθόν, βιογραφίες ανθρώπων, αποκόμματα από εφημερίδες, παιδικές μνήμες και εντυπώσεις που ο αφηγητής, σαν κάποιου είδους ντετέκτιβ, προσπαθεί να συνενώσει, σε μια απόπειρα να συλλάβει την μεταβαλλόμενή Εικόνα του τόπου. Τα κείμενα δημιουργούν εικόνες και οι φωτογραφίες λόγο, σε μια φρακταλικού τύπου αφήγηση, όπου όλα ενώνονται, συγκρούονται και διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο. Όπως συμβαίνει σε ένα περιβόλι του Κάμπου, τα υλικά του βιβλίου βρίσκονται σε μια διαρκή ζύμωση, προσκαλώντας τον αναγνώστη να εισέλθει σε αυτόν τον αινιγματικό κόσμο, να κάνει τις δικές του συνάψεις και συνειρμούς και να διερωτηθεί πάνω στον δικό του “κάμπο” του τόπου με τον οποίο συνδέεται».
Κάμπος… Από όλα αυτά που σημαίνει για εσάς, τι σας έρχεται στο νου πρώτο;
«H συμβίωση μέσα σε έναν λαβύρινθο. Οι συμβιώσεις των νεκρών με τους ζωντανούς, του ανιμισμού με τον ορθολογισμό, του πραγματικού με τον μύθο, των ζώων με τους ανθρώπους, της συλλογικής μνήμης με τις ατομικές τελέσεις μνήμης, των πραγματικών γεγονότων με τις μυθοπλαστικές τους αποχρώσεις. Ο Κάμπος της Χίου από έναν περίκλειστο χώρο με οριοθετημένη ταυτότητα, μεταμορφώνεται σε μια παλλομένη χωρικότητα, εγχαράσσει νέες γεωγραφίες και δίνει χώρο σε λανθάνουσες, δυνητικές πραγματικότητες να εκφραστούν. Αυτός που εισέρχεται στον κόσμο του δεν συναντά μόνο τα εκλεπτυσμένα αρχοντικά, τα μυρωμένα περιβόλια, τις μυθιστορηματικές ελληνικές οικογένειες που κατοίκησαν εκεί αλλά ανακαλύπτει μια ριζωματική γεωγραφία, περιδινούμενα μονοπάτια με διαρκείς διασταυρώσεις και περιπλέξεις νοημάτων. Ο επισκέπτης κινείται σαν υπνωτισμένος από τη μια διαδρομή στην άλλη και, τελικά, αιχμαλωτίζεται σε έναν λαβύρινθο που είναι συγχρόνως εστία και πέρασμα. Μου φαίνεται ότι όλη μας η ζωή μας είναι σαν τον Κάμπο: γεμάτη διακλαδώσεις, απορυθμισμένους χρόνους, συμμείξεις και συμπτώσεις και εμείς, σα χαμένοι, να περιπλανιόμαστε αδέξια στους λαβυρινθώδεις χώρους της, αναζητώντας το πολυπόθητο άνοιγμα».
Μιλήστε μας και για την παρούσα εικόνα του· κι αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον Κάμπο σήμερα, τι θα ήταν αυτό;
«Αν ήμουν το νοσοκομείο της Χίου που έχει στην κυριότητά του πολλά κτήματα του Κάμπου –να αναφέρω εδώ, ότι αρκετές επιφανείς οικογένειες του Κάμπου, κυρίως της διασποράς, σε μια προσπάθεια να απαλλαγούν από το κοστοβόρο κτήμα τους, το δώριζαν στο νοσοκομείο της Χίου, που εκείνο για χρόνια τα νοίκιαζε και αξιοποιούσε μέχρι το σημείο που δεν ήταν πια δυνατό να το πράξει αυτό-, αν ήμουν, λοιπόν, το νοσοκομείο της Χίο, με ρημαγμένα αρχοντικά και αφημένα περιβόλια, θα τα παραχωρούσα σε νέους ανθρώπους, σε πρόσφυγες ώστε να τα μετατρέψουν σε οικοκοινότητες, αυτοοργανωμένες ομάδες που θα είναι σε θέση να προτείνουν ένα περισσότερο ολιστικό, βιώσιμο, θεραπευτικό μοντέλο διαβίωσης. Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που θέτει το βιβλίο είναι πώς διαμορφώνεται, πλέον, η έννοια της κατοίκησης μέσα σε ένα τοξικό οικονομικό σύστημα που μας προκαλεί ασφυξία και ένα περιβάλλον γύρω του βανδαλισμένο που αποζητά τη φροντίδα μας, τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης μας μαζί του. Η μικρή Ναταλία στο κείμενο το παιδί πεταλούδα συμβιώνει με τις πεταλούδες Danaus chrysippus, ανταλλάσσει γενετικό υλικό και μαθαίνει τεχνικές επιβίωσης σε ένα όλο και περισσότερο εχθρικό προς τον άνθρωπο πλανήτη. Πώς, με άλλα λόγια, θα συντάξουμε ένα νέο “φυσικό συμβόλαιο”, που θα περιλαμβάνει μαζί με τα δικαιώματα των ανθρώπων, τα δικαιώματα των άλλων εμβρύων ειδών που κατοικούν πλάι μας και θα προτείνει έναν υβριδικό, ριζοσπαστικό και θεραπευτικό τρόπο κατοίκησης στην Ανθρωπόκαινο περίοδο που διανύουμε. Επιπλέον, θα μάζευα τα μυριάδες πορτοκάλια -αυτού του ονομαστού πορτοκαλιού του Κάμπου, που κάποτε ταξίδευε στις αγορές όλου του κόσμου και σήμερα αφήνονται να σαπίσουν, επειδή το μεροκάματο να συλλέξει κανείς ένα καφάσι είναι πιο ακριβό από την τιμή πώλησής του– θα τρύπωνα στα σπίτια των Χιωτών το βράδυ και θα τους έβαζα, κρυφά, ένα πορτοκάλι κάτω από το μαξιλάρι τους».
Ο περιηγητής Comte de Marcellus, γράφει στο ημερολόγιό του, το 1820: «…Εις ουδεμίαν πρωτεύουσα της Ευρώπης δεν είδον παρόμοιο πλήθος τούτων των κομψών, στερεών και πολυτελών αγροτικών επαύλεων. Ο Κάμπος είναι αληθής Εδέμ,…».
Λίγες σελίδες πριν, διαβάζουμε ότι αρθρογράφος των New York Times, σε άρθρο του δημοσιευμένο στο φύλλο της 4ης Νοεμβρίου 1855, αναφέρεται εκτενώς στους Χιώτες και τα επιτεύγματά τους· επικαλούμενος, μάλιστα, το σύγγραμμα «Νήσος Χίος» του Καθηγητή Ιστορίας της Σορβόννης Fustel de Coulanges, μεταξύ πολλών άλλων, σημειώνει: «Οι Χιώτες δεν νοιάζονται για την ελευθερία και οι ίδιοι λένε ότι θα ήταν λιγότερο σοφοί αν ήσαν ανεξάρτητοι, […]». Ως άνθρωπος του Κάμπου, θα θέλατε να μας σχολιάσετε τα λόγια του de Coulanges;
«Σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, “Η Χίος πάρα τοις γεωγράφοις και περιηγηταίς”, εμφανίζονται αρκετοί περιηγητές να μιλούν για τον πολιτισμό του Κάμπου: έναν τόπο μοναδικής αρχιτεκτονικής και απαράμιλλης ομορφιάς, με τα ξεχωριστά αρχοντικά και τα μυρωδάτα περιβόλια εσπεριδοειδών. Ακόμη και σήμερα ο επισκέπτης του Κάμπου, περιδιαβαίνοντας τα στενά σοκάκια του, αποκομίζει την ίδια αίσθηση με αυτών των περιηγητών του 19ου αιώνα. Στον Κάμπο είχαν τις θερινές τους κατοικίες μερικές από τις πιο επιφανείς ελληνικές οικογένειες (Ροδοκανάκηδες, Σκυλίτσηδες, Νεγροπόντηδες, Αργέντηδες κ.λπ.), μπολιάζοντας διαρκώς τη λαϊκή κουλτούρα του τόπου με το νεωτερικό πνεύμα της Δύσης. Πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτές τις εποχές, η Χίος βρίσκονταν στην απόλυτη ακμή της: σημαντικός εμπορικός σταθμός, σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής, με τη χιώτικη διασπορά να έχει οργανώσει ένα πανίσχυρο εμπορικό δίκτυο που απλώνονταν σε όλον τον κόσμο. Ο ντε Κουλάνζ σκιαγράφησε με ακρίβεια το πορτρέτο του Χιώτη αστού του 19ου αιώνα: έμπορος, σε διαρκή επαφή με τη Δύση, στέκεται ασυγκίνητος μπροστά στις αφηρημένες έννοιες περί ελευθερίας που διατύπωναν συγκεχυμένα οι υπόλοιποι Ελλαδίτες· πραγματιστής, μελετάει προσεκτικά τις κινήσεις του για να πετύχει αυτό που επιδιώκει, συνδέοντας συχνά το συμφέρον του με αυτό του τόπου του. Ακόμη και σήμερα ο Χιώτης, αν και δεν πιστεύω πλέον στις ορθόδοξες ταυτότητες, δεν εμπιστεύεται το νέο, δεν θα διακινδυνέψει να βρεθεί σε αχαρτογράφητα νερά -παρότι φύσει ναυτικός- αλλά θα προτιμήσει την ασφάλεια της τρέχουσας κοινωνικής νόρμας».
«Στη μνήμη του πατέρα μου Μανώλη», γράφετε στο τέλος της περιήγησης –δεν έχει παραπάνω… μα θα μοιραστείτε μαζί μας κάτι ακόμα, σχετικά με την αφιέρωση αυτή;
«Επιστρέφω συχνά σε μέρη οικεία που, όμως, είναι άγνωστα σε μένα. Όταν περιλαμβανόμαστε από κάτι οικείο, η εγγύτητα μάς πνίγει, έχουμε ανάγκη να απομακρυνθούμε, να βρούμε νέες πατρίδες, να ξενίσουμε το γνώριμο και να επιστέψουμε στον τόπο μας με ένα διαφορετικό βλέμμα. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα οικεία μας μέρη αλλά και για αγαπημένους ανθρώπους που έχουν φύγει. Έχω την αίσθηση ότι γνωρίζω, καταλαβαίνω και εκτιμώ καλύτερα τον πατέρα μου τώρα, που δεν βρίσκεται πια ανάμεσα μας. Οι νεκροί επιστρέφουν διαρκώς κοντά μας, επανέρχονται διαρκώς για σύντομες επισκέψεις, γράφει ο Ζέμπαλντ, τριγυρίζουν στην περίμετρο της δικής μας ζωής».
Μια έκδοση – κατάθεση ψυχής, γεμάτη λόγια και εικόνες. Αν τη ντύνατε με ήχο; Τι θα επιλέγατε; -σιωπή, φυσικούς ήχους, κάποιο μουσικό κομμάτι, κάποιο τραγούδι;
«Δεν ξέρω πώς να το απαντήσω αυτό. Θα πρότεινα μόνο σε όποιον/α θα αγοράσει το βιβλίο, αν είναι δυνατό, να το διατρέξει συνεχόμενα, από την πρώτη εικόνα μέχρι το τελευταίο κείμενο, όπως βλέποντας μια κινηματογραφική ταινία».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]