Το μυθιστόρημα «Καταβροχθίζοντας τον ουρανό» του Πάολο Τζορντάνο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου.
Ν’ αρπάζεις τα πάντα. Να ορµάς ακάθεκτος στα όνειρα. Να καταβροχθίζεις τον ουρανό. Mυθιστόρηµα δυνατό και γενναιόδωρο· προσφέρει στον αναγνώστη το πανάρχαιο θαύµα µιας µεγάλης ιστορίας, καλώντας τον να χαθεί µέσα της.
Για τη δεκατετράχρονη Τερέζα, τα καλοκαίρια στο Σπετσιάλε δε λένε να περάσουν. Ατέλειωτες µέρες µε τη γιαγιά να διαβάζει αστυνοµικά και τον πατέρα της, µακριά από το γραφείο και τη γυναίκα του, να γίνεται και πάλι µυστηριώδης, και ζωντανός, σαν την Απουλία, τον τόπο όπου γεννήθηκε.
Και ξάφνου, ένα ζεστό βράδυ, τα βλέπει κρυφά να βουτούν στην πισίνα, ολόγυµνα, κι αυτά τα τρία αγόρια µπαίνουν στη ζωή της σαν ορµητικός άνεµος.
«Ένα από τ’ αγόρια βάλθηκε να παριστάνει τον πεθαμένο στο κέντρο της πισίνας. Ένιωσα ξαφνικά μια κάψα στον λαιμό στη θέα της γύμνιας του, παρόλο που ήταν ένας ίσκιος μοναχά, και πιο πολύ φαντασία μου. Καμπούριασε τη ράχη του και βυθίστηκε κάνοντας μια τούμπα. Καθώς αναδυόταν και πάλι στην επιφάνεια, έβγαλε μία κραυγή και ο φίλος με το ασημένιο κεφάλι τού έδωσε μια στο πρόσωπο, για να τον κάνει να σωπάσει. «Με χτύπησες, ηλίθιο!» είπε αυτός που έκανε την τούμπα, δυνατά πάλι. Ο άλλος τον έσπρωξε κάτω απ’ το νερό, και τότε ρίχτηκε κι ο τρίτος επάνω του. Φοβήθηκα ότι θα πλακώνονταν, ότι υπήρχε κίνδυνος να πνιγεί κάποιος, μα αντί γι’ αυτό χωρίστηκαν γελώντας. Κάθισαν στο πεζούλι απ’ τη μεριά με το μικρότερο βάθος, γυρίζοντάς μου τις βρεμένες τους πλάτες. Το αγόρι στη μέση, το πιο ψηλό, άπλωσε τα μπράτσα του και αγκάλιασε απ’ τον λαιμό τα άλλα δύο. Μιλούσαν σιγά, μα κατάφερνα να πιάσω μερικές σκόρπιες λέξεις. Για μια στιγμή σκέφτηκα να κατέβω και να βυθιστώ μαζί τους στην υγρασία της νύχτας. Η μοναξιά του Σπετσιάλε μ’ έκανε να διψάω για οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή, όμως στα δεκατέσσερά μου δεν είχα θάρρος για ορισμένα πράγματα».
Ο Νίκολα, ο Τοµµάζο και ο Μπερν. Θα τη δεχτούν στην παρέα τους και τα επόµενα είκοσι χρόνια θα τους ξαναβρίσκει στη γειτονική φάρµα, να σπέρνουν, να µαζεύουν, να καταστρέφουν, αναζητώντας µανιωδώς µια φωτιά που θα τους κρατήσει αναµµένους. Στο επίκεντρο βρίσκεται πάντα ο Μπερν, σαν µαγνήτης που τους τραβά και τους σπρώχνει πέρα από τα όρια…
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]