Νέα παρτίδα για το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη, που επιστρέφει με την Ομάδα Roswitha για έναν ακόμη κύκλο παραστάσεων, αυτή τη φορά στο κέντρο διασκέδασης Χαλκιάς Παλλάς [Ψαρών 4, πλατεία Καραϊσκάκη, Αθήνα].
Στις ερμηνείες των Ντίνου Ποντικόπουλου και Θοδωρή Σκυφτούλη συναντούμε τον δαιμόνιο Φώντα που προσπαθεί να πείσει τον λαχειοπώλη Κόλια να βάλουν μπροστά μια μεγάλη δουλειά για να πιάσουν, επιτέλους, την καλή. Καταστρώνουν τα σχέδιά τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, μα εύκολα ολισθαίνουν στην ψευδαίσθηση και την ονειροπόληση.
Ήταν Μάρτιος του 2019, όταν η παράσταση ξεκίνησε το ταξίδι της από τα καφενεία της Αιτωλοακαρνανίας, ενταγμένη στο πρόγραμμα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου. Λίγους μήνες αργότερα, ως ανεξάρτητη πλέον παραγωγή, συνέχισε με μεγάλη επιτυχία την πορεία της σε ιστορικά καφενεία της Αθήνας· ακολούθησε αναγκαστική παύση λόγω lockdown.
Νέος χώρος, λοιπόν, σημειολογικά φορτισμένος, που υπογραμμίζει ό,τι και το εμβληματικό έργο του Κεχαΐδη: τα λάθη, τα πάθη και τα όνειρα του Νεοέλληνα να πιάσει την «καλή».
H σκηνοθέτης του ανεβάσματος, μίλησε μαζί μας.
Τρία χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα, τι σας έκανε να παρουσιάσετε και πάλι στο κοινό το «Τάβλι»;
«Η παράσταση, έκτος από την αναγκαστική παύση της καραντίνας, δεν έχει σταματήσει να παίζεται. Είναι μία παράσταση πολύ αγαπημένη. Απο αυτές που αισθάνεσαι ότι δεν έχουν τελειώσει. Συνεχώς τροφοδοτείται. Συνεχώς μας αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες».
Πώς επιλέξατε το Χαλκιάς Παλλάς ως τη νέα, προσαρμοσμένη στα Covid δεδομένα, θεατρική στέγη;
«Στα καφενεία, οι άνθρωποι κάθονταν πολύ κοντά, άγνωστοι μοιράζονταν αναγκαστικά τα ίδια τραπέζια. Λόγω του μικρού χώρου των καφενείων, το κοινό δημιουργούσε μία πυκνή, σφιχτή αγκαλιά γύρω από το τραπέζι των ηθοποιών. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. Μπήκαμε, λοιπόν, σε έναν μεγάλο χώρο, στο Χαλκιάς Παλλάς που όμως κουβαλάει την ταυτότητά του. Λειτουργεί σαν πατίνα πάνω στην παράσταση. Φέρνει ένα περιβάλλον συμπεριφορών και αισθημάτων των ηρώων και τους τοποθετεί στον δικό μας αναγνωρίσιμο κόσμο. Μοιάζει ο χώρος να είναι και δικός τους».
Ποιο ήταν το μεγαλύτερό σας στοίχημα όταν αποφασίσατε να ανεβάσετε για πρώτη φορά τη συγκεκριμένη παράσταση;
«Ήθελα να κάνω μία παράσταση σαν να ήταν για την καλύτερη θεατρική σκηνή, μα να παιχτεί στα καφενεία. Δεν ήθελα να κρυφτώ πίσω από την ευκολία και τη γοητεία των καφενείων. Γι’ αυτό και μελέτησα τη συμπεριφορά των χώρων και των ανθρώπων, των ήχων τους, τη σωματικότητα και την ψυχολογία των θαμώνων. Με το ένα πόδι στα καφενεία και το άλλο στους χαρακτήρες του Κεχαΐδη, βρήκαμε τον ρυθμό της παράστασης, τον ήχο των ηθοποιών, την κίνηση των σωμάτων, την αισθητική και τον κώδικα».
Το έργο, γραμμένο το ’72, μιλά για τα λάθη, τα πάθη και την προσπάθεια του Νεοέλληνα να παραμείνει στο παιχνίδι. Μισό αιώνα μετά, πόσο έχει αλλάξει η νοοτροπία μας;
«Η γνώμη μου είναι πως οι άνθρωποι και τα αισθήματά τους είναι και θα είναι πάντα ίδια. Διαβάζεις Σαπφώ και βλέπεις πως αγαπάει ίδια με μας. Οι ηθικοί- κοινωνικοί “νόμοι” των κοινωνιών, οι δομές τους, η οικονομία τους και πολλά άλλα αναπαράγουν, υποθάλπτουν ή εξελίσσουν συμπεριφορές και νοοτροπίες, επιτρέποντας ή απαγορεύοντας. Όταν διάβασα το “Τάβλι” και έφυγα από το εξωφρενικό της ιστορίας, μπόρεσα να αναγνωρίσω τους χαρακτήρες. Είναι τύποι που τους βλέπουμε γύρω μας. Και αυτό ήθελα να φανεί με την παράσταση. Ότι δεν μιλάμε για κάτι άλλους, παλιούς, μιλάμε για μας. Για το τώρα μας. Πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις που βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο με πριν πενήντα χρόνια. Δρόμοι χτίστηκαν, άλλαξε η δόμηση, μπαζώθηκαν ποτάμια, η τεχνολογία, τα social media καλπάζουν και διαμορφώνουν συμπεριφορές και θεάσεις του κόσμου και του ατόμου, η ιατρική, η επιστήμη, η τέχνη. Όλα αλλάζουν ταχύτατα. Όμως οι νοοτροπίες αλλάζουν πολύ αργά».
Ταυτίζεται το κοινό με τον Κόλια και τον Φώντα; Τους καταλαβαίνει, τους συναισθάνεται ή τους παρακολουθεί από απόσταση;
«Το πώς εισπράττει o θεατής την παράσταση είναι πολυπαραγοντικό αίνιγμα. Έχει να κάνει με πάρα πολλά. Με τον ίδιο τον θεατή, με τον χώρο και τις αναφορές του, με το φευγαλέο της στιγμής, με το πώς ήταν η παράσταση εκείνη τη βραδιά και με πολλά άλλα. Νομίζω, όμως, πως τους καταλαβαίνει καλά. Τους αναγνωρίζει. Θλίβεται και γελάει μαζί τους την ίδια στιγμή».
Το «Τάβλι» είναι ένα από τα πιο πολυπαιγμένα ελληνικά έργα. Ποιο ήταν το δικό σας όραμα, πού διαφοροποιείται το συγκεκριμένο ανέβασμα;
«Ήθελα να καταλάβω πώς προκύπτουν αυτές οι τρελές σκέψεις των ηρώων. Ψάξαμε να δούμε τις ψυχολογίες που θα πούνε αυτά τα λόγια. Τι συμβαίνει, τελος πάντων, με τον Φώντα και τον Κόλια; Με ενδιέφερε πολύ η φθορά και η κούραση των ηρώων και, ταυτόχρονα, η βιαιότητα του ονείρου τους. Εκεί βρήκα την ένωση με τους χώρους των καφενείων. Στην κούραση και το ατελέσφορο της μέρας που κουβαλάει στις πλάτες του σαν τον Σίσυφο ή τον Άτλαντα. Δεν του επιτρέπεται να ξεκουραστεί, να βγει απ’ το παιχνίδι. Γιατί θα χαθεί ο κόσμος. Απλά συνεχίζει. Σε καμία περίπτωση δεν με ενδιέφερε η ηθογραφία. Δεν ήθελα να κοιτάξω τους ήρωες από μακριά. Σαν εξωτικά πλάσματα μιας παλιάς καλής Αθήνας. Δεν το αξίζουμε αυτό. Να θεωρούμαστε στερεότυπα. Ήθελα να τους δω από κοντά. Γύρω μου. Αληθινούς. Γι’ αυτό και αυτή η φόρμα. Πήραμε υλικό από Ρόυ Άντερσον, Μπέκετ, Τσιόλη, από το γκροτέσκο, το μπουλούκι, από μνήμες μας και εικόνες γνωστών μας ανθρώπων».
Η παράσταση παίχτηκε αρχικά σε καφενεία -στο Αγρίνιο και την Αθήνα· κάποιο περιστατικό που θυμάστε έντονα από τότε;
«Θυμάμαι πολύ έντονα τις παραστάσεις στο Αγρίνιο. Είχαν μία αυθεντικότητα. Μια αγριάδα και μία γλύκα. Οι ηθοποιοί στη σκηνή έπαιζαν και δεν ήξερες αν θα τελειώσει η παράσταση ή θα σηκωθεί κάποιος πάνω να μιλήσει, να αστειευτεί ή να βρίσει. Θεατές τράβαγαν βίντεο με τα κινητά, τραγούδαγαν, γέλαγαν άγρια, μίλαγαν στους ηθοποιούς και αυτοί απάνταγαν και πήγαινε παρακάτω η παράσταση. Σε κάποια μαγαζιά, τους κέρναγαν ποτά εν ώρα παράστασης. Ήταν σαν να λέμε όλα μέσα και όλα λειτουργικά. Θεατές ακολουθούσαν την παράσταση από καφενείο σε καφενείο και την έβλεπαν ξανά και ξανά. Θυμάμαι ένα βράδυ που παίζαμε διπλή παράσταση, τον Θοδωρή και τον Ντίνο· ιδρωμένοι από την πρώτη παράσταση, με τα πουκάμισα στο χέρι, το κασετοφωνάκι του Κόλια και το Τάβλι του Νώντα, να ψάχνουν μες τη νύχτα το επόμενο καφενείο στα στενά του Αγρινίου».
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον, Covid επιτρέποντος;
«Αυτό το διάστημα οργανώνουμε με τον Αντώνη και τον Γιώργο Καφετζόπουλο να επαναλάβουμε την παράσταση “ΤΑΟ” που παίχτηκε ελάχιστα και κόπηκε πέρυσι τον Νοέμβριο από την καραντίνα. Έχω σκοπό, επίσης, να ολοκληρώσω ένα θεατρικό κείμενο που γράφω και νομίζω πως είμαι πολύ κοντά να καταλήξω και σε μία νέα σκηνοθεσία. Νομίζω, όμως, πως δεν θέλω να βιάζομαι. Νιώθω πως έχουμε πέσει όλοι με ταχύτητα να κάνουμε θέατρο, λόγω της καραντίνας. Θα ήθελα να γίνει ήρεμα, να βρω τους λόγους που με κινούν, να γίνει με φροντίδα και αγάπη».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]