Skip to main content

Σπύρος Μιχαλόπουλος: «Οι ταινίες που βγαίνουν σωρηδόν είναι των παραγωγών και όχι των δημιουργών»

Το 1978 βρέθηκε  στη Πολωνία για σπουδές στο Πολυτεχνείο, αλλά τον κέρδισε η σκηνοθεσία και η Σχολή κινηματόγραφου του Λοτζ. Είχε Καθηγητή τον Κισλόφσκι, τον οποίο θεωρεί μέντορά του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα,  άρχισε το ταξίδι στην Τέχνη του σινεμά. Δούλεψε σαν βοηθός σκηνοθέτη δίπλα σε μεγάλους σκηνοθέτες -Αγγελόπουλος Σταμπουλόπουλος, Πανουσόπουλος.

Με πολυδιάστατη καλλιτεχνική δράση, ανάμεσα σε πολλές δουλειές που τον καθιέρωσαν στον χώρο της σκηνοθεσίας, συναντάμε τη συμμετοχή του στη σκηνοθεσία τηλεοπτικών σειρών που αγαπήθηκαν από το ελληνικό κοινό –όπως «Βέρα στο δεξί», «Έρωτας», «Η Πολυκατοικία», «Η Επιστροφή», «Άγριες Μέλισσες».

Τώρα, σκηνοθετήσει τον «Όρκο»  -μια νέα σειρά που θα προβάλλεται στην ΕΡΤ1, από τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Αυτό ήταν, απλά, μια καλή αφορμή, για να μιλήσουμε με τον Σπύρο Μιχαλόπουλο.

Μεγαλώσατε στην Πρέβεζα, σε μια επαρχιακή πόλη. Πόσο επηρεάστηκε η επαγγελματική σας πορεία ή  ίσως ακόμη και το ότι επιλέξατε να γίνατε σκηνοθέτης;

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πρέβεζα, σε μια πόλη που από μόνη της είναι “μύθος”. Ίσως λόγω της αρχαίας Νικόπολης, ίσως λόγω της θάλασσας από τις δύο πλευρές της, ίσως λόγω της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη. Όπως και να ’χει, όμως, η Πρέβεζα έπαιξε βασικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή μου. Αυτό με τα χρόνια εκφράστηκε μέσα από την Τέχνη. Το γεγονός ότι μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου η όπερα και η κλασσική μουσική ήταν η διασκέδαση του πατέρα μου, που αν και επιπλοποιός τη λάτρευε, καθόρισε τη πορεία μου. Σινεμά έβλεπα από μικρός κάθε Κυριακή και στην Αθήνα όταν ήρθα, δύο φορές την εβδομάδα. Ήταν η εποχή του ’70 και οι ταινίες ερχόταν λογοκριμένες και πολύ αργότερα από τις πρεμιέρες τους. Μετά τη μεταπολίτευση, βέβαια, ήρθαν οι σοβιετικές ταινίες και ταινίες των σοσιαλιστικών χωρών. Τότε άλλαξε η οπτική μας, είδαμε ένα άλλο σινεμά, που κάποιους μας σημάδεψε».

Επιλέξατε την Πολωνία για σπουδές κινηματογράφου και, μάλιστα είχατε δάσκαλο τον Κισλόφσκι. Πώς ήταν η εμπειρία σας δίπλα σε έναν τόσο μεγάλο δημιουργό; Άλλαξε ή επηρέασε την οπτική σας;

«Στην Πολωνία πήγα ύστερα από την αποτυχία μου στις τότε εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Σκοπός μου ήταν να σπουδάσω χημικός μηχανικός. Δεν είχα καμία τύχη όμως σ’ αυτό, μιας και το επίπεδο σπουδών ήταν πολύ πιο υψηλό από τα προβλεπόμενα. Έτσι, μετά από μια σύμπτωση βρέθηκα να σπουδάζω σκηνοθεσία. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι η σκηνοθεσία σπουδάζεται. Ίσως μόνο το  τεχνικό της κομμάτι. Ήταν τέλη δεκαετίας ’70 τότε και οι γνώσεις μου για το σινεμά περιοριζόταν στο να βλέπω ταινίες. Κατόπιν, γνώρισα τον Κισλόφσκι, όταν αυτός έδωσε σεμινάρια για τρία εξάμηνα στη Σχολή. Έκτοτε, έγινα φίλος του και αυτό διατηρήθηκε και μετά τα σεμινάρια. Ο Κισλόφσκι ήταν ένας καλλιτέχνης σεμνός και ταπεινός. Πάλευε μέσα του με τη φωτιά. Λάτρευε τους περιπάτους και τις συζητήσεις. Οξυδερκής και παθιασμένος με την τέχνη του. Γνώστης του δικού του μικρόκοσμου, που κατάφερε  να τον κάνει οικουμενικό ζήτημα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην αλλάξει την οπτική όσων ήταν δίπλα του.

Ο “Δεκάλογος” πρέπει να διδάσκεται σε πολλές σχολές, όχι μόνο κινηματογραφικές αλλά και σχολές ψυχολογίας, ακόμη και φιλοσοφίας».

Πώς βλέπετε τον κινηματογράφο σήμερα;

«Ο κινηματογράφος είναι  η μόνη τέχνη που παλεύει με την γραμμικότητα του χρόνου. Παράλληλα, είναι μια τέχνη που εξελίσσεται τεχνολογικά άλλα όχι, όμως, θεματικά. Εξακολουθεί να καταπιάνεται με τα ανθρώπινα, με τα καθημερινά, αλλά και με τα ιδεατά. Δημιουργεί μοναδικά σύμπαντα και μικρόκοσμους. Εμπεριέχει βασικά δομικά στοιχεία από όλες τις υπόλοιπες τέχνες. Τον λόγο από τη λογοτεχνία και ποίηση, τον ρυθμό από τη μουσική, τη σύνθεση από τη ζωγραφική, τη χωροταξία από την αρχιτεκτονική, το φως και τη σκιά από τη φωτογραφία. Αυτό κάνει τον κινηματογράφο διαχρονικό. Επομένως, ο κινηματογράφος είναι εκεί υπηρετώντας την δική του διάσταση.

Το εμπορικό του κομμάτι είναι αυτό που τον κάνει να εξελίσσεται. Είναι αυτό που σταθμίζει την “επιτυχία” του. Αν, όμως, δούμε αυτή τη διάσταση με εμπορικού όρους, τότε δεν μιλάμε για Τέχνη αλλά για marketing. Αυτόματα, λοιπόν, δημιουργούνται άλλοι όροι. Αυτοί της προσφοράς και της ζήτησης. Μια αμφίδρομη σχέση που κάνει τον κινηματογράφο να αλλοιώνεται σαν τέχνη και να γίνεται θέαμα. Ποτέ το πραγματικό σινεμά δεν ήταν θέαμα. Και δεν θα πρέπει να είναι.

Φανταστείτε τι είδους τέχνη θα ήταν η ζωγραφική αν “έπαιζε” με όρους marketing. Φανταστείτε να πήγαινε κάποιος χαρτογιακάς στον Πικάσο ή τον Νταλί ή τον Χόπερ και να του ζητήσει να ζωγραφίσει για τα επόμενα χρόνια ό,τι ο κόσμος θα ήθελε να βάλει στους τοίχους του. Δεν θα υπήρχε τέχνη. Αντίστοιχα, κάντε την αναγωγή στη ποίηση ή την λογοτεχνία.

Η σημερινή, λοιπόν, κατάσταση στον κινηματογράφο είναι προβληματική. Είναι εγκλωβισμός σε εμπορικές διαδικασίες και επιταγές που κάθε άλλο παρά δημιουργικές είναι. Οι ταινίες που βγαίνουν σωρηδόν είναι ταινίες των παραγωγών και όχι των δημιουργών».

Εάν σας δίνανε τη δυνατότητα να κάνετε μια κινηματογραφική ταινία και την ίδια στιγμή σας γινόταν πρόταση και από την τηλεόραση, ποια πρόταση θα επιλέγατε και γιατί;

«Υποθέτω ότι στην ερώτηση αυτή η απάντηση θα ήταν “τι είδους ταινία ή τηλεοπτική σειρά είναι αυτή”. Αν δηλαδή είναι μια ταινία ή σειρά παραγγελία, θα επέλεγα καθαρά με εμπορικά κριτήρια. Αν, όμως, ήταν μια καθαρά προσωπική δημιουργία θα επέλεγα αυτό που θα με έκαιγε. Αυτό που θα με έκανε λίγο καλύτερο άνθρωπο. Αυτό που θα με έκανε να συνομιλήσω με το “τέρας” μέσα μου».

Ποια στοιχεία πρέπει να έχει ένας σκηνοθέτης για να σταθεί επάξια τόσο στον χώρο του κινηματογράφου όσο και της τηλεόρασης;

«Ένα μόνο, έκτος της τεχνικής -όραμα. Ανεξαρτήτως μέσου -τηλεόρασης ή σινεμά. Το όραμα είναι το μοναδικό κίνητρο σε όλα».

Από τις «Άγριες Μέλισσες» στον «Όρκο» -τη νέα σειρά που θα δούμε στην ΕΡΤ, στο τιμόνι της σκηνοθεσίας. Αυτό το νέο βήμα σας πάει ψηλότερα; Τι μπορείτε να μας πείτε για τη νέα σειρά μιας και ξέρουμε ότι ήδη έχετε ξεκινήσει γυρίσματα;

«Μετά τις “Άγριες Μέλισσες” στον “Όρκο”. Μια σειρά στη κρατική τηλεόραση,  που με ενθουσίασε σαν ιδέα και σαν σενάριο. Η Τίνα Καμπίτση κατάφερε να γράψει μια σειρά διαφορετική από τις συνηθισμένες και αυτό από μόνο του αποτελεί πρόκληση για έναν σκηνοθέτη. Άρα, σε πάει παρακάτω. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Να προχωράς και να δοκιμάζεσαι στις προκλήσεις. Ο “Όρκος” είναι ένα κοινωνικό ιατρικό αστυνομικό δράμα. Εξελίσσεται στο σήμερα, κυρίως, στο κέντρο της Αθήνας και έχει να κάνει με τον κόσμο των αστέγων της πόλης. Συγχρόνως, εξελίσσεται ένα ιατρικό κομμάτι  μαζί με ένα αστυνομικό. Ένα όμορφο πάντρεμα που ελπίζω να αρέσει».

Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζει σήμερα ένας σκηνοθέτης; Η έλλειψη οικονομικών πόρων; Η πανδημία; Η έλλειψη οράματος; Τι έχετε αντιμετωπίσει εσείς, μέχρι στιγμής, στην πορεία σας;

«Θεωρώ όπως, είπα και πιο πριν, ότι η έλλειψη οράματος είναι βασικό εμπόδιο σε έναν σκηνοθέτη. Οι οικονομικοί πόροι και η πανδημία είναι δυσκολίες που, με κάποιον τρόπο, μπορεί και να λυθούν. Το όραμα, όμως, αν δεν υπάρχει; Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν περιπτώσεις που υπάρχει όραμα αλλά όχι η οικονομική δυνατότητα. Αυτός είναι ένας λόγο που η Τέχνη του σινεμά πρέπει να χρηματοδοτείται περισσότερο. Και, κυρίως ,αξιοκρατικά. Πρέπει η πολιτεία, λοιπόν, να αντιληφθεί ότι ο κινηματογράφος δεν είναι “ψώνιο”. Είναι ανάγκη».

Ποιο είναι το μεγαλύτερο επαγγελματικό όνειρό σας που θα θέλατε να υλοποιηθεί, κάποια στιγμή;

«Στα 40 χρόνια που εργάζομαι σ’ αυτό το επάγγελμα, έχω κάνει, σχεδόν, ό,τι φαντάστηκα. Παρ’ όλα αυτά, αισθάνομαι ότι δεν έχω κάνει ακόμη αυτό που θα ήθελα. Κι αυτό, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι στ’ αλήθεια θέλεις. Αν μιλάμε για φόρμα έκφρασης, θα ήθελα να σκηνοθετήσω, στην πρωτότυπη μορφή της, αρχαία τραγωδία στην Επίδαυρο».

Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας με πέντε λέξεις -ως άνθρωπο αλλά και ως σκηνοθέτη.

«Ειλικρινή, ευγενικό, ανθρωποκεντρικό, παθιασμένο, παιδί».

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]