Ο Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, ο εισηγητής του πουαντιγισμού (στιγματογραφία), Georges Seurat (Ζωρζ Σερά), έχει σήμερα την τιμητική του, αφού η Google του αφιερώνει το σημερινό της doodle, με αφορμή τη συμπλήρωση 162 χρόνων από τη γέννησή του.
Το έργο του «Ένα κυριακάτικο απόγευμα στο νησί της Γκραντ Ζατ» (1884-1886) άλλαξε την κατεύθυνση σύγχρονης τέχνης αποτελώντας την αρχή του νεο-ιμπρεσιονισμού. Αυτός ο πίνακας είναι ένας από τους γνωστότερους του 19ου αιώνα.
Ο Ζωρζ Σερά γεννήθηκε σε μια πολύ πλούσια οικογένεια στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος και καταγόταν από την Καμπανία. Σπούδασε αρχικά τέχνη με τον γλύπτη Justin Lequiene.
Παρακολούθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1878 και το 1879. Μετά από ένα χρόνο υπηρεσίας στη στρατιωτική ακαδημία στη Βρέστη, επέστρεψε στο Παρίσι το 1880.
Μοιράστηκε ένα μικρό εργαστήριο στην Αριστερή Όχθη με δύο φίλους φοιτητές πριν μετακομίσει σε ένα δικό του στούντιο. Τα επόμενα δύο χρόνια αφοσιώθηκε στην τέχνη του ασπρόμαυρου σχεδίου. Κατά τη διάρκεια του 1883 ζωγράφισε τον πρώτο του μεγάλο πίνακα – έναν τεράστιο καμβά με τίτλο «Κολυμβητές στην Ασνιέρ».
Όταν αυτός ο πίνακας απορρίφθηκε από το Σαλόν, ο Σερά απομακρύνθηκε από τα επίσημα ιδρύματα και συγκαταλέγονταν στους ανεξάρτητους καλλιτέχνες του Παρισιού. Το 1884 μαζί με άλλους καλλιτέχνες (μεταξύ των οποίων και ο Μαξιμιλιάν Λους) δημιούργησαν την εταιρεία ή Σαλόν ανεξάρτητων καλλιτεχνών. Εκεί γνώρισε και έγινε φίλος με τον καλλιτέχνη Πωλ Σινιάκ.
Με τα χρόνια, και όσο συνέχιζε να ζωγραφίζει, άρχισε να απομακρύνεται από την ανησυχία των ιμπρεσιονιστών για τη φευγαλέα στιγμή. Αν και δανείστηκε κάποια στοιχεία (γι’ αυτό και θεωρείται νεοϊμπρεσιονιστής), έγινε πρωτοπόρος της τεχνικής που είναι ευρέως γνωστή ως ντιβιζιονισμός (από τη γαλλική λέξη division που σημαίνει διαίρεση), ή πουαντιγισμός (από τη γαλλική λέξη point που σημαίνει κουκκίδα ή στίγμα).
Πρόκειται για μια προσέγγιση που σχετίζεται με μία επιφάνεια που «τρεμοπαίζει» με μικρές βούλες ή πινελιές χρώματος. «Κάποιοι λένε ότι βλέπουν την ποίηση στους πίνακές μου· εγώ βλέπω μόνο την επιστήμη», είναι μία φράση που του αποδίδεται.
Ο Σερά μοιράστηκε τις ιδέες του για τον πουαντιγισμό με τον Σινιάκ, ο οποίος στη συνέχεια ζωγράφισε στην ίδια τεχνοτροπία. Το καλοκαίρι του 1884 ο Σερά άρχισε να εργάζεται για το αριστούργημά του «Ένα κυριακάτικο απόγευμα στο νησί Λα Γκραντ Ζατ», το οποίο χρειάστηκε δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Αργότερα, το ενδιαφέρον του στράφηκε στη γοτθική τέχνη και στις δημοφιλείς αφίσες, πρωτοπορώντας και πάλι, με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί από τους σουρεαλιστές ως ένας εκκεντρικός, ανορθόδοξος και ταλαντούχος καλλιτέχνης.
Ο Σερά πέθανε σε ηλικία 31 ετών, μάλλον από μολυσματική ασθένεια. Το έργο που άφησε είχε αντίκτυπο διαρκείας. Οι καινοτομίες που εισήγαγε στη ζωγραφική αποτέλεσαν έμπνευση για καλλιτέχνες όπως ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, ενώ επηρέασε και τους Ιταλούς φουτουριστές.