Οι «Τιτάνες», τα δύο μοναχικά πλάσματα του Ευριπίδη Λασκαρίδη που ακροβατούν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, έρχονται, από τις 8 έως τις 12 Δεκεμβρίου, στις 8.30 το βράδυ, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση [λεωφ. Συγγρού 107, Αθήνα].
Μήπως είμαστε όλοι «Τιτάνες»; Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης επιστρέφει σε μία παράσταση του 2017, για να μιλήσει για θεούς και θνητούς, το παράξενο έτος 2021. Τι έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα χρόνια και επανέρχεται με θέρμη σε αυτό το έργο; O Λασκαρίδης αναφέρει για την επανεκκίνηση των «Τιτάνων»,: «Τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο πια. Και το πιο απλό άγγιγμα ακολουθείται από δισταγμό, μια βαθιά εκπνοή μπορεί να φέρει αμηχανία. Δεν συναντιόμαστε όπως παλιά κι όμως η επιθυμία για εγγύτητα δεν σβήνει. Με τους “Τιτάνες” από το καλοκαίρι του ’17 ταξιδέψαμε σε δώδεκα χώρες, από τον Καναδά ως το Χονγκ Κονγκ.
Τελευταία φορά που παρουσιάστηκε ήταν τον Φλεβάρη του ’20 στο Teatros del Canal στη Μαδρίτη, όταν στις ειδήσεις ακούγαμε για έναν ιό που επέβαλε την απομόνωση. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε, το πλησίασμα, ακόμη και το πιο απλό ακούμπημα, έγιναν ανεπίτρεπτα. Μοιάζει αυτή η εποχή να πέρασε, και τα σώματα να μπορούν να ξανασμίξουν χωρίς τόσες αναχαιτίσεις. Στους “Τιτάνες”, οι δυο μας ήρωες -αυτοί οι δυο ανάποδοι και αχώριστοι θεοί- ψάχνουν απ’ την αρχή να βρουν τρόπο να συναντηθούν. Ο εναγκαλισμός τους στο τέλος είναι εναγώνιος και επεισοδιακός, μοιάζει σαν να τα καταφέρνουν επιτέλους να είναι και πάλι μαζί. Έχουν αλλάξει όλα γύρω μας πολύ κι αναζητούμε από την τέχνη να μας βοηθήσει να φανταστούμε τον κόσμο του αύριο. Η γειτνίαση ήταν πάντα φορτισμένη με ένταση, ειδικά στο σημείο όπου το φως που έρχεται, συναντά το σκοτάδι που φεύγει».
Η δουλειά του Λασκαρίδη, σταθερού συνεργάτη της Στέγης τα τελευταία χρόνια, δεν κατατάσσεται πουθενά και συνάμα απευθύνεται παντού. «Ιερό και βέβηλο, τελετουργικό και πεζό, θείο και κολασμένο. Διαφεύγει από κάθε κατηγορική ταξινόμηση και κάθε ποιοτική αποτίμηση. Δεν είναι θέατρο, ούτε χορός, ούτε περφόρμανς, κι όμως περιέχει στοιχεία από τη φύση όλων αυτών» σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος Enrico Pastore.
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης οραματίζεται ένα σύμπαν παλαιότερο από τον κόσμο, μια εποχή του νου που ακόμα και οι σκιές είναι ζωντανές και τα πράγματα δεν έχουν σταθερά μεγέθη. Τα ελάχιστα γίνονται πελώρια. Στη σκηνή χωράει όλος ο χώρος και ο χρόνος και από τις λεπτομέρειες αναβλύζουν, χωρίς προειδοποίηση, η έκπληξη, ο ενθουσιασμός και ο τρόμος. Όσο πιο πίσω πάμε, τόσο βλέπουμε να εναλλάσσεται το φως με το σκοτάδι, το σημαντικό με το ασήμαντο.
«Βρισκόμαστε ενώπιον αυτού του έργου, που είναι μοναδικό στο είδος του, που δεν θυμίζει τίποτε άλλο, κάτι που μοιάζει με την πρωτοφανή έκπληξη που βιώνει ένα παιδί στο θέατρο, όταν αντικρίζει τη μεταμόρφωση, την ψευδαίσθηση, την επινόηση. Είναι πολύτιμο» έγραψε η Catherine Lalonde στο γαλλικό «Le Devoir».
Υπάρχει κάτι που κάνει αυτή την ομολογουμένως παράδοξη καλλιτεχνική γλώσσα να κερδίζει το κοινό, όπου κι αν βρεθεί. Κι αυτό είναι πως πίσω από την ειρωνεία και τη γελοιότητα, πίσω από την υπερβολή και τη σκληρότητα, υπάρχει πάντα μια αμετακίνητη τρυφερότητα.