Ένα από τα κορυφαία αμερικανικά μυθιστορήματα, το αριστούργημα του νομπελίστα Ουίλιαμ Φόκνερ [1897-1962], «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε νέα, υποδειγματική μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Στις σελίδες συναντούμε έναν φτωχό άνδρα, τον Σάτπεν –«[…] το όνομα του ξένου ακουγόταν διαρκώς σ’ όλους τους χώρους εργασίας και τεμπελιάς και από στόμα σε στόμα των κατοίκων σε σταθερή διαδοχή στροφών κι αντιστροφών: Σάτπεν. Σάτπεν. Σάτπεν. Σάτπεν. Επί ένα μήνα σχεδόν, αυτά ήξερε η πόλη για κείνον και τίποτε άλλο. Προφανώς είχε έρθει από νότια –ήταν ένας άντρας γύρω στα είκοσι πέντε, όπως έμαθε η πόλη αργότερα, γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να έχει μαντέψει τότε την ηλικία του, διότι τότε έμοιαζε με άνθρωπο που έχει περάσει αρρώστια. Όχι άνθρωπο που έχει αρρωστήσει κι έχει μείνει ήρεμος στο κρεβάτι κι έχει αναρρώσει και τώρα κινείται με κάτι σαν άτολμη και διστακτική κατάπληξη μέσα σε έναν κόσμο τον οποίο πίστεψε πως λίγο έλειψε να εγκαταλείψει, αλλά σαν άνθρωπος που έχει υποστεί μια μοναχική εμπειρία κλιβάνου, κάτι πολύ παραπάνω από πυρετό, όπως θα συνέβαινε ας πούμε σε έναν εξερευνητή ο οποίος δεν θα είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις φυσιολογικές κακουχίες της αποστολής που είχε επιλέξει να αναλάβει αλλά υπέστη και την επιπλέον, απρόβλεπτη επιβάρυνση του πυρετού με τον οποίο πάλεψε καταβάλλοντας τρομερό τίμημα όχι τόσο σωματικό όσο ψυχικό, μόνος και αβοήθητος με σκοπό χάρη στην τυφλή ενστικτώδη βούλησή του όχι μόνο να αντέξει και να επιβιώσει αλλά να κερδίσει και να κρατήσει και να ευχαριστηθεί το υλικό έπαθλο για το οποίο δέχτηκε καταρχάς να υποστεί τη θυσία. […] Είχε πιάσει δωμάτιο στο “Χόλστον Χάους” αλλά έπαιρνε το κλειδί μαζί του και κάθε πρωί πήγαινε και τάιζε και σέλωνε το άλογο και ξεκινούσε πριν χαράξει η μέρα, για κάπου που η πόλη επίσης δεν κατάφερε ποτέ να μάθει,[…]. Έτσι, αναγκαστικά για να μάθουν ό,τι μπορούσαν γι’ αυτόν βασίζονταν σε ερωτήσεις, οι οποίες γίνονταν το βράδυ, στο γεύμα στο τραπέζι του “Χόλστον Χάους” ή στο σαλόνι που διέσχιζε υποχρεωτικά για να φτάσει στο δωμάτιό του και να κλειδώσει ξανά την πόρτα, πράγμα που έκανε αμέσως μόλις τελείωνε το φαγητό του. Το σαλόνι έβγαζε και στο μπαρ, και κανονικά εκεί θα μπορούσε ή θα έπρεπε να τον βρει και να τον πλευρίσει κανείς και να τον ρωτήσει πράγματα, μόνο που εκείνος δεν πήγαινε ποτέ στο μπαρ. Δεν έπινε καθόλου, τους έλεγε. Δεν τους είπε πως παλιά έπινε και τώρα το είχε κόψει, ούτε πως το αλκοόλ δεν το προτιμούσε ποτέ. Τους είπε απλώς ότι δεν ήθελε να πίνει· […] ο λόγος που ο Σάτπεν δεν έπινε ήταν ότι δεν είχε χρήματα ούτε να πληρώσει το μερτικό του ούτε για να ανταποδώσει το κέρασμα· πρώτος ο Στρατηγός Κόμσον κατάλαβε ότι εκείνο τον καιρό ο Σάτπεν δεν είχε ούτε χρήματα για ποτά και παρέες αλλά ούτε και τον χρόνο ή τη διάθεση για κάτι τέτοιο: ότι εκείνο τον καιρό ήταν απολύτως σκλάβος της κρυφής και έξαλλης σπουδής του, μιας πεποίθησης προερχόμενης από την πρόσφατη εμπειρία του, όποια κι αν ήταν αυτή –ο ψυχικός ή σωματικός πυρετός-, ότι είναι ανάγκη να βιαστεί, ότι ο χρόνος φεύγει κάτω από τα πόδια του, κι αυτό ήταν η κινητήρια δύναμή του […]».
Ο Σάτπεν καταφέρνει να πλουτίσει και να ανελιχθεί κοινωνικά. Καταστρέφεται, όμως, από τη φιλοδοξία και την ανάγκη του για εξουσία. Η ιστορία του ξεδιπλώνεται μέσα από αφηγήσεις διαφορετικών ηρώων, με φόντο το καθεστώς δουλείας στα χρόνια του αμερικανικού εμφυλίου. Μέσα απ’ την πολύπλευρη εξιστόρηση, αναδύεται το ερώτημα: μπορούμε, άραγε, πράγματι να γνωρίζουμε το παρελθόν;
Στο Εισαγωγικό Κείμενο -«Μια επική αφήγηση του αμερικανικού Νότου», η μεταφράστρια σημειώνει: «Όπως όλα τα εμβληματικά έργα του μοντερνισμού, το “Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!” τρέφεται από ένα ισχυρότατο ριζικό σύστημα που πηγαίνει βαθιά στο έδαφος όχι απλώς της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά της ίδιας της αρχέγονης (και τόσο μοναδικής) παρόρμησης του ανθρώπου να δημιουργεί, να αναπαράγει και να μεταλλάσσει αενάως ιστορίες, αφηγήσεις. Ο ίδιος ο τίτλος, καταρχάς, παραπέμπει στη Βίβλο, στις σκληρότατες ιστορίες της, και πιο συγκεκριμένα στην ιστορία της μοιραίας σύγκρουσης ενός πατέρα, του βασιλιά Δαβίδ, με τον γιο του τον Αβεσσαλώμ. Από την άλλη, οι αναφορές στην αρχαία ελληνική τραγωδία και στις ιδέες της ύβρεως και της τίσεως αποτελούν βασικότατο δομικό στοιχείο της ιστορίας που αφηγείται το βιβλίο […]. Ο συνήθως δαιδαλώδης λόγος του Φόκνερ στο “Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!” θα μπορούσε να θυμίζει αποτύπωση εγκεφαλικών νευρώνων την ώρα της σκέψης ή την ώρα που βιώνουμε συγκινήσεις. Απαιτεί πράγματι από τον αναγνώστη προσήλωση, απαιτεί αποκρυπτογράφηση, δεν παραδίδεται “στο πιάτο”. Δεν είναι λόγος αποκαθαρμένος από τις περιφερειακές σκέψεις, από τον “θόρυβο” του μυαλού, είναι ένας λόγος που αντιθέτως αναδεικνύει όλα όσα συμβαίνουν στο κεφάλι μας καθώς προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη, να συνδέσουμε όσα ξέρουμε, να ερμηνεύσουμε όσα δεν γνωρίζουμε. Και είναι μια εικόνα εκπληκτική αυτή. Δεν πρόκειται για το χάος του ελευθέρου συνειρμού αλλά για τη συνειδητή διαδικασία αποκάλυψης, κατάδειξης, ενός περίπλοκου μηχανισμού, πανανθρώπινου και μαζί εντελώς προσωπικού. Είναι επίσης, νομίζω, μια προτροπή προς τον κάθε αναγνώστη, τον κάθε άνθρωπο: ο πρωταρχικός σκοπός της επικοινωνίας, της ανθρώπινης ζωής γενικά, είναι πάντα η κατανόηση. Όχι η έξοδος από τον λαβύρινθο –γιατί έξοδος δεν υπάρχει- αλλά η χαρτογράφησή του».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]