«Το Πέρασμα του Μακελάρη» του Τζον Γουίλιαμς [1922-1994] κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου.
Πέντε χρόνια πριν τον «Στόουνερ», ο Γουίλιαμς είχε εκδώσει αυτό το μυθιστόρημα αυτογνωσίας που διαδραματίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αμερική, σε μια φανταστική πόλη-ορμητήριο κυνηγών, στο Πέρασμα του Μακελάρη, και στα άγρια βουνά της περιοχής, όπου κάθε μέρα χιλιάδες βουβάλια σφάζονται για το δέρμα τους. Ο κεντρικός ήρωας, Γουίλιαμ Άντριους, εγκαταλείπει τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, επηρεασμένος από τις διδαχές του Έμερσον και του του Θορό για τη φύση και τον άνθρωπο.
«Ξαφνικά, εκεί καταμεσής στο αχανές, επίπεδο λιβάδι, έρημο από ανθρώπους και γεμάτο μυστήριο, έφερε στο νου του την εικόνα ενός βοστονέζικου δρόμου, πήχτρα στις άμαξες, με τους πεζούς να κινούνται νωθρά κάτω από τις αψίδες που σκάρωναν οι φτελιές, φυτεμένες ανά τακτά διαστήματα και καταδικασμένες, κατά τα φαινόμενα, να αναπτύσσονται ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων και των δρόμων· έφερε στο νου του την εικόνα των πανύψηλων κτηρίων, πώς στρυμώχνονταν το ένα δίπλα στο άλλο, η περίτεχνα κομμένη πέτρα τους μες στην καπνιά και τη βρομιά της πόλης· έφερε στο νου του την εικόνα του ποταμού Τσαρλς, πώς ελισσόταν ανάμεσα σε χαρτογραφημένα χωράφια και χωριά και πόλεις κουβαλώντας τα απορρίμματα των ανθρώπων και της πόλης ίσαμε τον μεγάλο κόλπο.
Συνειδητοποίησε πως είχε τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές· τ’ ακροδάχτυλά του γλιστρούσαν μέσα στις ιδρωμένες παλάμες. Χαλάρωσε το σφίξιμο, σκούπισε τις παλάμες στο παντελόνι του. “Ήρθα εδώ γιατί θέλω να γνωρίσω όσο πιο πολύ μπορώ αυτόν τον τόπο”, είπε ήρεμα. “Είναι κάτι που θέλω οπωσδήποτε να κάνω”».
Ο Άντριους πηγαίνει στην Άγρια Δύση, γίνεται κυνηγός βουβαλιών και, μέσα σε αυτό το βίαιο και αιματηρό σκηνικό, ανακαλύπτει τον εαυτό του.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]