Το δυνατό και υποβλητικό μυθιστόρημα «10 Λεπτά και 38 Δευτερόλεπτα σ’ αυτόν τον Παράξενο Κόσμο» της σπουδαίας Ελίφ Σαφάκ –υποψήφιο για το Booker 2019, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου.
«Το πρώτο λεπτό μετά τον θάνατό της, η συνείδηση της Τεκίλα Λεϊλά άρχισε να φθίνει, αργά και σταθερά, σαν την άμπωτη που απομακρύνεται από την ακτή. Τα εγκεφαλικά της κύτταρα, που είχαν στραγγίξει από αίμα, τώρα είχαν ολότελα αδειάσει κι από οξυγόνο. Όμως δε σβήστηκαν. Όχι αμέσως. Ένα τελευταίο απόθεμα ενέργειας έβαλε σε κίνηση αναρίθμητους νευρώνες, συνδέοντάς τους σαν να ήταν η πρώτη φορά. Παρότι η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπάει, ο εγκέφαλός της αντιστεκόταν, αγωνιστής ως το τέλος· τώρα βρισκόταν σε μια κατάσταση αυξημένης εγρήγορσης, παρατηρώντας τον θάνατο του σώματος, ανέτοιμος όμως να δεχτεί το δικό του τέλος. Η μνήμη της γυναίκας κάλπαζε μπροστά, ανυπόμονη και δραστήρια, συλλέγοντας κομμάτια μιας ζωής που έφτανε γοργά στο τέλος της. Θυμήθηκε πράγματα που δεν ήξερε καν ότι ήταν ικανή να θυμηθεί, πράγματα που είχε πιστέψει πως είχαν χαθεί για πάντα. Ο χρόνος έγινε ρευστός, μια γρήγορη ροή αναμνήσεων που διαπότιζαν η μια την άλλη – το παρελθόν και το παρόν, αχώριστα. Η πρώτη ανάμνηση που ήρθε στο μυαλό της είχε να κάνει με αλάτι – η αίσθηση στην επιδερμίδα της και η γεύση του στη γλώσσα της».
Για τη Λεϊλά, κάθε λεπτό μετά τον θάνατό της φέρνει στην επιφάνεια μια ανάμνηση των αισθήσεων: κατσίκι με μπαχαρικά στιφάδο, εκείνο που θυσίασε ο πατέρας της για να γιορτάσει τη γέννηση του πολυπόθητου γιου· τον καφέ με τους σπόρους καρδάμωμου που μοιράζεται μ’ έναν ωραίο φοιτητή στο πορνείο όπου δουλεύει· μπρίκια όπου αχνίζουν το λεμόνι με τη ζάχαρη για να αποτριχώνουν οι γυναίκες τις γάμπες τους, ενόσω οι άντρες προσεύχονται –«Σήμερα ήταν και πάλι μέρα αποτρίχωσης. Κουρνιασμένες στα χαλιά, πάνω σε σκαμπό και καρέκλες, γυναίκες συνωστίζονταν καλύπτοντας και την τελευταία σπιθαμή χώρου στο σαλόνι, με πιατέλες φορτωμένες γλυκά και ποτήρια με τσάι στα χέρια. Μια αποπνικτική μυρωδιά ερχόταν από την κουζίνα, όπου η χαλάουα φουσκάλιαζε στη σόμπα. Λεμόνι, ζάχαρη και νερό. Όταν το μείγμα ήταν έτοιμο, έπιαναν όλες δουλειά, γρήγορες και σοβαρές, μισοκλείνοντας τα μάτια καθώς τραβούσαν τις κολλώδεις ταινίες από τη σάρκα τους. Όμως για την ώρα, ο πόνος μπορούσε να περιμένει· τώρα φλυαρούσαν και το γλεντούσαν με την καρδιά τους». Κάθε ανάμνηση που αχνοσβήνει, φέρνει πίσω φίλους που απέκτησε στη γλυκόπικρη ζωή της –φίλους που τώρα ψάχνουν, απελπισμένα, να τη βρουν…
Στο Επίγραμμα του βιβλίου συναντάμε λόγια του Άλμπερτ Άινσταϊν, για τον θάνατο του επιστήθιου φίλου του, Μικέλε Μπέσο –«Και να που τώρα εκείνος, αποχωρώντας από τούτο τον παράξενο κόσμο, πάλι προηγήθηκε λίγο από μένα. Αυτό δεν έχει σημασία. Για ανθρώπους σαν εμάς, που πιστεύουν στη φυσική, ο διαχωρισμός παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος έχει μόνο τη σημασία μιας ομολογουμένως πεισματάρικης ψευδαίσθησης».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]