Μετά την επιτυχημένη παρουσίαση του θεατροφίλμ «Τα τρία φιλιά… Η Σταχτιά γυναίκα», η Σοφία Φιλιππίδου επανέρχεται στα θεατρικά έργα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου [1867-1911], αυτή τη φορά, επί σκηνής· σε διασκευή και σκηνοθεσία της, η παράσταση ανεβαίνει κάθε Παρασκευή, στις 6.30 μ.μ. και στις 9 μ.μ, στο Θέατρο Μεταξουργείο [Ακαδήμου 14, Αθήνα].
Με τη Σοφία Φιλιππίδου, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
«Τα τρία φιλιά… Η Σταχτιά γυναίκα» -να ξεκινήσουμε με τις υποθέσεις των δύο έργων;
«“Τα τρία φιλιά”· ένα ρομαντικό δράμα, γράφτηκε το 1908 και παίχτηκε, αρχικά, από τον θίασο της Νέας σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου κι αργότερα από την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο έργο αναγνωρίζουμε τα κλασσικά στοιχεία ενός ρομαντικού δράματος και, επιπλέον, ανακαλύπτουμε την προσωπική γραφή του συγγραφέα, την λεπτολογία του, κάποιες εμμονές του με τον αισθητισμό, την επιμονή στις σκηνοθετικές και σκηνογραφικές οδηγίες… και διακρίνουμε έναν διανοούμενο συγγραφέα με υψηλές βλέψεις και οράματα. Με λίγα λόγια, η υπόθεση στρέφεται γύρω από τρία νεαρά άτομα. Τη Δώρα και τη Λιάνα -δύο δεκαπεντάχρονα ορφανά κορίτσια που ζουν στο Παρθεναγωγείο, και τον Φαίδη -έναν νεαρό Εύελπι. Τα κορίτσια είναι ερωτευμένα με τον νεαρό, όμως, μόνο η Δώρα, που εκφράζει περισσότερο τη χαρά της ζωής, θα καταφέρει να του πάρει το πρώτο φιλί και να γίνει γυναίκα του. Όμως, η πρώτη σκιά εμφανίζεται αμέσως μετά το ταξίδι του μέλιτος. Η Δώρα θα αρρωστήσει από φυματίωση και θα μάθει ότι θα πεθάνει. Εκεί, ο Χρηστομάνος θα επέμβει πάλι ως σκηνοθέτης και θα βάλει τη Δώρα να σκηνοθετήσει τον θάνατο της… Ο συγγραφέας αναπτύσσει, με αυτό το τέχνασμα του θεάτρου μέσα στο θέατρο, όλη την μαεστρία του, και γράφει ένα αριστοτεχνικό και απροσδόκητο φινάλε.
Η “Σταχτιά γυναίκα” γράφτηκε αρχικά το 1897 στη Βιέννη ως δοκίμιο και αργότερα έγινε θεατρικό, από τον ίδιο. Πρόκειται για ένα συμβολικό δράμα που διαπραγματεύεται ζητήματα περί φύσεως, λαγνείας και ηδονής και βάζει στα θεμέλια αυτών των εννοιών, τη θυσία. Δύσκολο και δυσπρόσιτο έργο μεγάλης πνοής, κατά την γνώμη μου, που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις.
Με λίγα λόγια, στον πύργο ενός συμβατικού νεαρού ζευγαριού χωρίς άλλα ρεαλιστικά στοιχεία -κάτι σαν παραμύθι, έρχεται -μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας- η Σταχτιά γυναίκα ως παραμάνα για τον μικρό γιο τους, Δώρο. Η Σταχτιά Γυναίκα έχασε το μικρό της παιδί -που της γλίστρησε από τα χέρια, και ο πόνος του χαμού, το αβάσταχτο πένθος την έχει αγιοποιήσει… Όμως, ο συγγραφέας, και πάλι ως σκηνοθέτης, φαίνεται να χρησιμοποιεί τους ήρωές του σαν ανδρείκελα, κάτι σαν μαριονέτες στην υπηρεσία ενός σκοπού, ενός βαθύτερου νοήματος της φύσεως. Η παραμάνα γίνεται κάτι σαν μοίρα που ήρθε για να επιτελέσει μια θυσία. Το παιδί θα χαθεί στην άβυσσο, ο νεαρός άντρας θα αναγνωρίσει στη Σταχτιά γυναίκα την αλήθεια… το φως, το παν και το νεαρό κοριτσίστικο πλάσμα θα φύγει προς ένα φως που την καλεί προς “της ευτυχίας το ποτάμι” που δεν είναι άλλο από την επιστροφή στην παιδικότητα και την φύση».
Πώς συνδέονται μεταξύ τους;
«Δεν είναι εύκολο να σας εξηγήσω πώς και πόσο πολύ δούλεψα δραματουργικά τη διασκευή μου, γιατί αυτό προϋποθέτει και να γνωρίζουμε καλά τα έργα. Νομίζω πως βρήκα μια έξυπνη λύση, γι’ αυτό τόλμησα να συνδέσω τα δυο έργα παρουσιάζοντάς τα σε κοινή παράσταση. Αρχίζω την παράστασή μας από “Τα τρία φιλιά” που, όπως σας είπα, είναι μεταγενέστερο έργο και αντέστρεψα τα δύο μέρη της «Σταχτιάς γυναίκας» βάζοντας το δεύτερο μέρος του έργου στην αρχή, ώστε να παρουσιάσω τον ερχομό της Σταχτιάς γυναίκας – Μοίρας ως εφιάλτη -μέσα σε μια ονειρική-εφιαλτική “πραγματικότητα”-, και να κλείσω με την “ποιητική” κουβέντα του ζευγαριού περί έρωτος, ευτυχίας, επικοινωνίας, ουσίας και φύσεως στη δεύτερη εικόνα, όταν το ζευγάρι ανακοινώνει -σε ρεαλιστικό χρόνο- τον ερχομό της Σταχτιάς γυναίκας, της παραμάνας που θα προσέχει το παιδί τους. Έτσι αφήνω, κατά την γνώμη μου, κάποια ερωτηματικά για το φινάλε του έργου και πολλές απορίες σε σχέση με τη θυσία και το θαύμα!»
Πού εστίασε η σκηνοθετική σας ματιά;
«Στον συγγραφέα πρώτα και στη βαθιά εκτίμηση και αγάπη που του έχω… και μετά στο πώς να κάνω τα έργα ευανάγνωστα, αναδεικνύοντας τις ουσίες, τα αρώματα και τα δάκρυά τους. Ελπίζω ο Χρηστομάνος, από κει που είναι, να με καταλάβει που αφαίρεσα από τα έργα του κάποιες -πολλές ίσως- σελίδες και όλα τα ατέλειωτα πλούσια, βαριά και πανάκριβα σκηνικά και κοστούμια -οι σκηνοθετικές και σκηνογραφικές του οδηγίες είναι ένα ακόμη έργο· και νομίζω πως θα χαίρεται που σεβάστηκα το πνεύμα και το γράμμα των έργων του, προσπάθησα να τον εννοήσω, να τον ερμηνεύσω με αγάπη και να μεταδώσω στους ηθοποιούς την αλήθεια του και το πάθος του -το βάσανό του- για την τέχνη, το θέατρο και την ποίηση. Να αναδείξω τον νεωτερισμό και τις βαθιές του θεατρικές γνώσεις, να διαβάσω σωστά την ανάλυση των χαρακτήρων -της γυναικείας φύσης- και της δικής του -που κρύβεται παντού μέσα στα έργα, και ελπίζω πως η “Σταχτιά γυναίκα” -που ήταν και για μένα αποκαλυπτική, να φανέρωσε στους ηθοποιούς και να φανερώσει στους θεατές πολλές αλήθειες και να γεννήσει άλλες τόσες απορίες».
Λίγα λόγια σας για τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο;
«Ο βίος του Χρηστομάνου (1867-1911) περιβάλλεται από το ρομαντικό παραμύθι, όπου ο ευγενής και χτυπημένος από τη μοίρα καμπούρης ερωτεύεται παθιασμένα αλλά πλατωνικά την απρόσιτη βασίλισσά του. Ο Μωρίς Μπαρρές -μεταφραστής του στα γαλλικά, έγραψε για τη συνάντησή του με την αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας: “…ήταν ένας νέος Αθηναίος φοιτητής που μελετούσε όλη την ημέρα ίσαμε αργά το απόβραδο σε μια μελαγχολική πολυκατοικία κάποιου προαστίου της Βιέννης. Μονάχος εκεί που ξεφύλλιζε λατινικά κείμενα για τη διδακτορική του διατριβή, ονειρευόταν και κάποτε κι αναστέναζε. Όταν έπεφτε το βράδυ, ένα κοτσύφι ερχόταν και ακουμπούσε στην αντικρινή στέγη και τραγουδούσε ως που το σκοτάδι έσβηνε το μικρούλι του σχήμα και τη γλυκόλαλη φωνούλα του. Και να που μια φορά της κατέβηκε της Αυτοκρατόρισσας να μάθει ελληνικά και θέλησε έναν νέο Έλληνα να την ακολουθάει στους περιπάτους της. Της είπαν τότε για το φοιτητή. Κι εκείνη έστειλε αμέσως μια χρυσή καρότσα και τον πήρε στο παλάτι της…”
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε ο κατεξοχήν πρωτεργάτης του νεοελληνικού θεάτρου. Η προσπάθεια που έκανε με τη Νέα Σκηνή μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας ως η εκσυγχρονιστική στροφή του θεάτρου μας και η βάση της θεατρικής παιδείας του τόπου. Η γενικότερη συνεισφορά του στο ελληνικό θέατρο παραμένει ανεκτίμητη».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο –ό, τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«“Εάν δεν πρόκειται να γίνει κανείς πολύ ευτυχής δεν αξίζει τον κόπο να γίνει πιο δυστυχής. Έπειτα νομίζω πως η μεγάλη ευτυχία μας κάνει ακόμα περισσότερο αξιολύπητους”».
Θα θέλατε να μοιραστείτε κάποια σκέψη σας για όσα δυσάρεστα είδαν αυτή τη χρονιά το φως της δημοσιότητας, με πρωταγωνιστές γνωστούς καλλιτέχνες;
«Έχουμε πει και γράψει πολλά για τα δυσάρεστα με πρωταγωνιστές καλλιτέχνες και πρέπει, με κάθε ευκαιρία, να μιλάμε γι’ αυτά και, κυρίως, να τονίσουμε πόσο αναγκαίο είναι να έρχονται τέτοια θέματα στη δημοσιότητα και να ζητάνε λύση και δικαίωση. Ας αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας και ας δουλέψουμε προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής επικοινωνίας, της ευγένειας, της καλοσύνης, της αλήθειας και ας κάνουμε την αυτογνωσία μας».
Θα μοιραστείτε μαζί μας, μια ξεχωριστή στιγμή από την πλούσια καλλιτεχνική σας πορεία;
«Οι ξεχωριστές στιγμές είναι πολλές. Το θέατρο μού έδωσε πολλές χαρές και εγώ νομίζω δούλεψα πολύ προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Δεν μπορώ να απομονώσω μόνο μια χαρά αλλά θέλω να τιμήσω την ευδαιμονία μιας μοναδικής παράστασης με την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, γιατί τότε ήμουν και πιο αθώα. Ήταν η “Βεγγέρα” του Ηλία Καπετανάκη σε σκηνοθεσία του Νίκου Αρμάου και η παράσταση κάθε βράδυ, μα κάθε βράδυ, μας ανέβαζε στους ουρανούς. Ο κόσμος ερχόταν μια, δυο και τρεις φορές και είχαμε γίνει η γλυκιά τους συνήθεια, κάτι σαν επίσκεψη κάπου σε φίλους που θα περάσουν καλά …γίναμε το talk of the town, …ακόμα μιλάνε γι’ αυτήν την παράσταση…»
Μια χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει;
«Μετά το Γυμνάσιο, είχα δώσει εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική, γιατί ήμουν καλή στα μαθηματικά και στο σχέδιο και ήταν και το όνειρο του μπαμπά μου. Δυστυχώς -παρά κάτι- δεν πέρασα, γιατί έπεσα πάνω στο Ακαδημαϊκό Απολυτήριο που ήθελε να δίνουμε εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα επί Γεωργίου Παπανδρέου. Έκλαψα τόσο πολύ με την μεγάλη μου αποτυχία… θύμωσα… φοβήθηκα, έχασα την πίστη στον εαυτό μου και σαν υπνωτισμένη έψαχνα κατώτερες σχολές –ό,τι να ’ναι- κάπου να χωθώ…· ευτυχώς, με είδε ένας καθηγητής φιλόλογος που, προσεκτικά, μ’ έκλεισε πίσω από μια πόρτα -να μη μας δούνε από τη διεύθυνση, και μου είπε: “δεν με συμφέρει αυτό που θα σου πω, γιατί εγώ διδάσκω εδώ, αλλά εσύ φύγε από δω μέσα, είναι κατώτερα από σένα, δεν ταιριάζεις σ’ αυτό το περιβάλλον… σε ξέρω από τις εκθέσεις σου. Πρέπει, οπωσδήποτε, να ξαναδώσεις εξετάσεις και να μπεις στο Πανεπιστήμιο”. Χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγα τρέχοντας και, για ασφάλεια, έδωσα εξετάσεις στη Φιλοσοφική, στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας -επειδή ήξερα λίγα γερμανικά από το φροντιστήριο. Πέρασα με υποτροφία».
Κάποιο χαρακτηριστικό που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;
«Εκτιμώ το χάρισμα σε οτιδήποτε. Επίσης, χρειάζομαι να έχω εμπιστοσύνη και θαυμάζω την ανεπιτήδευτη χάρη».
Και κάποιο που σας απωθεί;
«Με απωθούν εκείνοι που μου επιτίθενται για να καλύψουν τα ψέματά τους».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Ένα καλό βιβλίο, μια καλή πρόβα, κάτι να ανθίζει στην γλάστρα, οι γάτες μου, οι φίλοι… μια ανακάλυψη… ένα καλό φαγητό… κάτι να φτιάχνω με τα χέρια… η δημιουργία -πάνω απ’ όλα».
Κάτι που τη χαλά;
«Όταν πρέπει να κάνω ότι δεν καταλαβαίνω, για να μην προσβάλω αυτόν που με κοροϊδεύει».
Λίγα λόγια για τη χώρα μας;
«Η χώρα μας βρίσκεται σε μεταβατική φάση και προσπαθεί να κατανοήσει το μετά! Υπάρχει μια τρομακτική πίεση. Το “δίκτυο” θέλει επισκευή. Τα πράγματα, όμως, είναι τόσο μπερδεμένα όσο και τα καλώδια κάτω από τα πεζοδρομία των Εξαρχείων. Ο Θεός να μας βοηθήσει».
Να κλείσουμε με στίχους ενός τραγουδιού που αγαπάτε;
«“Is anybody out there?”, Pink Floyd»
Ταυτότητα Παράστασης:
Δραματουργική διασκευή/θεατροφίλμ/σκηνοθεσία: Σοφία Φιλιππίδου
Μουσική: Μιχάλης Βρέττας
Βοηθός σκηνοθέτη: Σπύρος Βασιλάκης
Φωτογραφίες: Δανάη Γκουτκίδου
Σκηνικά/κοστούμια: Σοφία Φιλιππίδου
Αφίσα: Κώστας Φωτόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής/φωτισμοί: Βάσω Στεργίου
Νομική σύμβουλος: Μαίρη Φραγκιαδάκη
Επικοινωνία παράστασης: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Αναστασία Ιθακησίου, Βίκυ Μαϊδάνογλου, Κωνσταντίνος Χειλάς.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]