Το πρώτο μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στιούαρτ, «Σάγκι Μπέιν», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου. Η συλλεκτική έκδοση περιλαμβάνει πρόλογο και σκίτσο από τον συγγραφέα.
To βιβλίο έχει τιμηθεί -ανάμεσα σε πολλές άλλες διακρίσεις- και με το Booker 2020· στο σκεπτικό της, η κριτική επιτροπής, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «το “Σάγκι Μπέιν” μοιραία θα καταλήξει κλασσικό[…] Η ποίηση στις περιγραφές και η ακρίβεια στις παρατηρήσεις ξεχωρίζουν: τίποτε δεν κατασπαταλάται».
Αρχές της δεκαετίας του 1980. Η Γλασκόβη βρίσκεται σε παρακμή, οι πολιτικές της Θάτσερ έχουν βυθίσει ολόκληρες οικογένειες στην ανεργία, κι όλοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν. Η Άγκνες Μπέιν είχε μεγαλύτερες προσδοκίες για τη ζωή. Ονειρεύεται πράγματα πιο σπουδαία: ένα δικό της σπίτι, μια ζωή με μεγαλύτερες πολυτέλειες -σαν εκείνες που βλέπει στα περιοδικά, οτιδήποτε θα μπορούσε να φωτίσει κάπως τη δική της γκρίζα ζωή. Προσπαθεί να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της παραμένοντας περιποιημένη και όμορφη, αλλά τελικά καταφεύγει στο ποτό, βρίσκοντας σε αυτό ολοένα και μεγαλύτερη ανακούφιση.
Όταν ο άντρας της την εγκαταλείπει, η Άγκνες και τα τρία παιδιά της θα βρεθούν σε αδιέξοδο, σε αυτή τη διαλυμένη πόλη. Και όσο εκείνη θα βουλιάζει όλο και περισσότερο στον αλκοολισμό, τα παιδιά θα αναγκαστούν να φύγουν, να σώσουν τον εαυτό τους. Ο μικρός Σάγκι, όμως, μένει –«…, ο Σάγκι ερχόταν κλεφτά από το σχολείο στο σπίτι και έστηνε αυτί στη μεσόπορτα, ελπίζοντας ότι εκείνη δεν θα έκλαιγε, ούτε θα άκουγε μουσική κάντρι ούτε θα καθόταν ετοιμοπόλεμη πλάι στο τηλέφωνο. Ακόμα και το βουητό της σιωπής μπορούσε να κάνει τα σωθικά του να στριφογυρνούν πάλι. Μια φορά το άκουσε και το πίστεψε· ήταν το εκκωφαντικό σφύριγμα του τίποτα. Τρύπωσε μέσα στο σπίτι για να το ακούσει από πιο κοντά, πιστεύοντας ότι θα ήταν καλά νέα, κι άφησε τα χέρια του να πέσουν δεξιά κι αριστερά. Η Άγκνες ήταν εκεί πεσμένη στο πάτωμα, με την εφαρμοστή μαύρη φούστα της, με το καλό χειμωνιάτικο παλτό της. Ήταν γονατιστή σαν να προσευχόταν, αλλά οι παλάμες της ακουμπούσαν απαλά το λινόλεουμ, ενώ το κεφάλι της ήταν χωμένο ολόκληρο μέσα στον φούρνο της κουζίνας. Κόλπο ήταν ο ήχος του τίποτα. Το σφύριγμα της σιωπής ήταν απλώς το πυκνό γκάζι που την έπαιρνε μακριά. Ύστερα από αυτό, ο Σάγκι έμαθε να μην πιστεύει στην ησυχία. Καθώς έρχονταν καλά σημάδια, οι ήχοι μιας απασχολημένης κουζίνας ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ακούσει, το γλουγλούκισμα και το κούνημα του πλυντηρίου, τα μεταλλικά κουτάλια στον νεροχύτη κι ο ήχος της σούπας που κόχλαζε σε μεγάλες κατσαρόλες. Εκείνες τις μέρες στεκόταν ευτυχισμένος στο χολ και σκούπιζε τους ατμούς από τους τοίχους που ήταν βαμμένοι με πλαστικό, ώσπου η Άγκνες τον βρήκε να στέκεται εκεί, εκστατικός σχεδόν από ευχαρίστηση, με τα δάχτυλά του να ζωγραφίζουν υγρά σχέδια πάνω στον λευκό σοβά».
Ο Σάγκι μένει και δεν σταματά ποτέ να ελπίζει. Ελπίζει πως οι μέρες που θα έρθουν θα είναι καλύτερες, πως η μητέρα του θα σωθεί. Και την ίδια στιγμή, ο ίδιος αγωνίζεται να βρει την ταυτότητά του, να καταλάβει ποιος είναι και γιατί όλοι τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι διαφορετικό.
Μια βαθιά συγκινητική ιστορία για τον εθισμό, τη φτώχεια και τη σεξουαλικότητα, μα πάνω από όλα μια ιστορία για την αγάπη.
Ο Ντάγκλας Στιούαρτ με γραφή ωμή αλλά και τρυφερή, μιλά για την ανέχεια, τις καταχρήσεις και τις διαλυμένες οικογένειες. Μέσα από το σκοτάδι, όμως, φανερώνει το φως, την αφοσίωση και, τελικά, την ελπίδα.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]