«Η Άνοδος του Σάιλας Λάπαμ», για πολλούς το κορυφαίο μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Ντιν Χάουελς (1837-1920), κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε εισαγωγή και μετάφραση Ευγενίας Μίγδου -«Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά έργο του Χάουελς, συγγραφέα εν πολλοίς άγνωστου στο ελληνικό κοινό. Η παρούσα έκδοση έρχεται να συμπληρώσει ένα σημαντικό βιβλιογραφικό κενό στο ελληνικό εκδοτικό τοπίο, συστήνοντας έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αμερικανικής λογοτεχνίας και των αμερικανικών γραμμάτων ευρύτερα».
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1885, λίγο μετά την ολοκλήρωση της δημοσίευσής του σε συνέχειες στο περιοδικό Century –ανάμεσα στις πολλές εγκωμιαστικές επιστολές αναγνωστών που ελάμβανε τότε ο συγγραφέας, ο ομότεχνός του Χένρι Τζέιμς τού έγραφε:«[…] Τα θερμά μου συγχαρητήρια για τον Σάιλας Λάπαμ -διαθέτει τεράστιο ρεαλισμό και κατατάσσεται ανάμεσα στα υψιπετή σου έργα. Είναι από τα πιο αξιοσημείωτα. Πράγματι αρπάζεις τη ζωή και παραδίδεις την εικόνα της».
Και, όντως, για τον Χάουελς, «ο Ρεαλισμός ήταν και λογοτεχνικό ζητούμενο και ηθική επιταγή» και «“Η Άνοδος του Σάιλας Λάπαμ” είναι ένα σημαντικό τεκμήριο για την εξέλιξη του Ρεαλισμού στην αμερικανική λογοτεχνία».
Toποθετημένο στη Νέα Αγγλία, με φόντο το εμπόριο και τις παραδόσεις της δεκαετίας του 1870, το έργο εστιάζει στις δύο πλούσιες κοινωνικές τάξεις της Αμερική της Χρυσής εποχής –στα Παλιά Τζάκια και τους Νεόπλουτους και παρακολουθεί την πορεία του Σάιλας Λάπαμ. Με καταγωγή από αγροτική οικογένεια, κατασκευαστής ορυκτής μπογιάς και αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος, ο ήρωας γοητεύεται από την ιδέα να γίνει αποδεκτός στη βοστονέζικη αριστοκρατία. Ένα πολυτελέστατο σπίτι και ο γάμος της κόρης του, ίσως του δώσουν την ευκαιρία. Μέσα στον «πυρετό» του αμερικανικού ονείρου, καταγράφεται η άνοδος και η πτώση του φιλόδοξου εμπόρου –με την πτώση, ωστόσο, να συνιστά την ουσιαστική ηθική και πνευματική του άνοδο.
«“Γενικώς, αγοράζουμε πολλά βιβλία”, είπε ο Συνταγματάρχης, που κατά πάσα πιθανότητα είχε στο νου του τους πολυτελείς τόμους που αντάλλασσαν μεταξύ τους στις επετείους γενεθλίων ή στις γιορτές. “Αλλά εγώ ό,τι θέλω να διαβάσω το βρίσκω στις εφημερίδες. Κι όταν τα κορίτσια θέλουν κάποιο μυθιστόρημα, τους λέω να το πάρουν από τη βιβλιοθήκη. Γι’ αυτό υπάρχουν οι βιβλιοθήκες. Ουφ!” ξεφύσηξε, φυσώντας στον αγύριστο το ανώφελο τούτο θέμα. “Πόσο αρέσει σ’ εσάς τις γυναίκες να μένετε κλεισμένες μέσα! Κατεβαίνετε στις παραλίες, ανεβαίνετε στα βουνά για να πάρετε αέρα, και μετά κλείνεστε μέσα τόσο ερμητικά που ούτε να αναπνεύσετε δεν μπορείτε. Εμπρός! Κορίτσια, φορέστε τα καπέλα σας και πηγαίνετε να δείξετε στον κύριο Κόρεϊ τη θέα των ξενοδοχείων πάνω απ’ τα βραχάκια”.
O Κόρεϊ είπε ότι θα πήγαινε μετά χαράς. Τα κορίτσια ανταλλάξανε ματιές μεταξύ τους, και κατόπιν με τη μητέρα τους. Η Αϊρίν στράβωσε το χαριτωμένο πιγουνάκι της αντί σχολίου για τον αδιόρθωτο πατέρα της, ενώ η Πενέλοπι σχημάτισε κάτι κωμικό με τα χείλη, αλλά ο Συνταγματάρχης παρέμενε γαλήνια ικανοποιημένος με τη φινέτσα του. […]
Σηκώθηκε, πήρε και τη συνείδησή του μαζί, και με μια πιρουέτα βγήκε από την μπαλκονόπορτα έξω στη βεράντα του. Έβλεπε τους νέους κάτω στα βραχάκια και η καρδιά του φούσκωνε μέσα στο στήθος του. Ανέκαθεν έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε από πού κρατάει η σκούφια καθενός, όμως η παρουσία του κυρίου Κόρεϊ, ως αιτούντος δουλειά στην επιχείρησή του, ως προσκεκλημένου του, ως πιθανού μνηστήρα της θυγατέρας του, ήταν μια από τις πιο γλυκές γεύσεις που είχε δοκιμάσει ποτέ ως τώρα στην πετυχημένη πορεία του. Ήξερε πολύ καλά ποιοι ήταν οι Κόρεϊ, και, με τον αφελή, σκαιό του τρόπο, μισούσε από παλιά το όνομά τους, σαν ένα σύμβολο λαμπρότητας την οποία δεν είχε καμιά ελπίδα να προσδώσει στο δικό του, παρεκτός κι αν ζούσε να δει τουλάχιστον τρεις γενιές απογόνων επιχρυσωμένων με ορυκτή μπογιά. Ήταν εξοικειωμένος επαγγελματικά με την παρακαταθήκη του παλαιού Φίλιπς Κόρεϊ που είχε ξοδέψει τα νιάτα του στο εξωτερικό και τα χρήματα του πατέρα του παντού, και που δεν είχε κάνει τίποτε περισσότερο από το να λέει εξυπνάδες. Ο Λάπαμ δεν ήταν σε θέση να διακρίνει την εξυπνάδα σε όσα του είχαν μεταφέρει τρίτοι. Κάποτε τον είχε συναντήσει τυχαία, και του φάνηκε πως ο ψηλός, λιγνός αυτός άντρας, με το λευκό μουστάκι και την ελαφριά καμπούρα, ήταν η επιτομή της αφ’ υψηλού αριστοκρατικότητας. Είχε ανατριχιάσει από θυμό στο άκουσμα του ονόματος, όταν η σύζυγός του είπε για τη γνωριμία που είχε κάνει με την οικογένειά του το περασμένο καλοκαίρι, και είχε αντιμετωπίσει αυτό το υποτιθέμενο φλερτ του νεαρού Κόρεϊ προς την Αιρίν με την περιφρόνηση που άξιζε στο γελοίο του πράγματος. Είχε βγάλει τα συμπεράσματά του για τον νεαρό Κόρεϊ προκαταβολικά· εντούτοις, όταν τον γνώρισε, τον συμπάθησε στη στιγμή, γεγονός που παραδέχτηκε με ειλικρίνεια, και είχε αρχίσει να σηκώνει το βάρος της δεισιδαιμονίας της γυναίκας του, για το οποίο έδειχνε έτοιμη τώρα να τον κατηγορήσει ως υπεύθυνο.
Από τον καιρό που η κοπέλα η οποία του έμαθε γραφή και ανάγνωση στο σχολείο στο Λάμπερβιλ δέχτηκε να τον παντρευτεί, τίποτε δεν είχε συγκινήσει περισσότερο τη φτωχή του φαντασία όσο τα γεγονότα αυτής της ημέρας.
Οι σκοτεινές φιγούρες, ασάλευτες στους βράχους άρχισαν να κινούνται, κι έβλεπε ότι έρχονταν προς το σπίτι. Μπήκε μέσα για να μη φανεί ότι τους παρακολουθούσε».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]