Skip to main content

Mια εποχή αθωότητας, λίγο πριν την κατάρρευσή της

«Ο μεσάζων» του Βρετανού Λέσλι Πόουλς Χάρτλεϊ (1895 -1972) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Τόνιας Κοβαλένκο. Η έκδοση συνοδεύεται από μια μεταγενέστερη εισαγωγή του ίδιου του Χάρτλεϊ και  επίμετρο του σπουδαίου Ιρλανδού συγγραφέα Κολμ Τομπίν.

Διαβάζουμε στο επίμετρο: «Όλα όσα γνώριζε κι όλα όσα ήταν ο Λ.Π. Χάρτλεϊ τα έβαλε μέσα στον “Μεσάζοντα”, το μυθιστόρημα που δημοσίευσε το 1953, σε ηλικία πενήντα οκτώ ετών. Κατόρθωσε να αναπαραστήσει την επιφυλακτική κι αμήχανη παρουσία του στον κόσμο, την αδιάκοπη ενασχόλησή του με τις τάξεις και τις κάστες, κι εκείνη την εντελώς ιδιάζουσα μείξη φόβου και έλξης για το σώμα –για τις επιθυμίες και τις ορμές του σώματος. Γράφοντας το βιβλίο αυτό, μπόρεσε να πάει μισόν αιώνα πίσω στο παρελθόν και να ανακαλέσει μια χρυσή,  στα δικά του μάτια, εποχή βικτωριανών ηθών και συμπεριφορών, μια εποχή αθωότητας λίγο μόλις καιρό πριν από την κατάρρευσή της. Ο “Μεσάζων” τού πρόσφερε την ιδανική ευκαιρία να κατανοήσει την περίπλοκη σχέση που ο ίδιος είχε με το ζήτημα των κοινωνικών τάξεων, της σεξουαλικότητας και της μνήμης, αν και η ένταση της πρόζας του υποδηλώνει επίσης ότι, γράφοντας σε μια εποχή που μόνο εκείνος αντιμετώπιζε πια αυτά τα ζητήματα με τόση συναισθηματική ακαμψία, θα ’λεγε κανείς ότι έγραφε για να σωθεί».

Στις σελίδες του βιβλίου συναντάμε την ιστορία ενός αγοριού που άθελά του μετατρέπεται σε κομβικό πρόσωπο μιας παράνομης και μοιραίας σχέσης. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος, Λίο Κόλστον, ηλικιωμένος πια, αναθυμάται το θερμό καλοκαίρι του 1900, όταν είχε βρεθεί στο Μπράνταμ Χολ, την εξοχική έπαυλη της οικογένειας Μόντσλεϊ, φιλοξενούμενος του Μάρκους. Ο ονειροπόλος και ρομαντικός Λίο μπορεί να είναι εύστροφος, έχει όμως πλήρη άγνοια για τον κόσμο των ενηλίκων. Μεμιάς γοητεύεται από τη σπιρτάδα και την ομορφιά της Μάριαν, της μεγαλύτερης αδελφής του συμμαθητή του, η οποία του δείχνει εξαρχής ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι πλούσιοι γονείς της Μάριαν σχεδιάζουν να την παντρέψουν με τον νόμιμο ιδιοκτήτη του Μπράνταμ Χολ, τον λόρδο Τρίμινχαμ. Ωστόσο, παρόλο που η Μάριαν έχει συναινέσει σε αυτόν τον γάμο, ζει κρυφά έναν απαγορευμένο έρωτα με έναν κοινωνικά κατώτερό της αγρότη. Ο ανυποψίαστος Λίο πείθεται να γίνει ο αγγελιαφόρος γραμμάτων και μηνυμάτων μεταξύ τους και έτσι παγιδεύεται σε ένα σκάνδαλο που δεν θα καταστρέψει μόνο την αθωότητά του αλλά θα σημαδέψει και όλη τη μετέπειτα ζωή του.

Ένα διαχρονικό αριστούργημα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα.

«Ούτε ο Αδάμ και η Εύα αφότου δάγκωσαν το μήλο δεν θα πρέπει να αναστατώθηκαν όσο εγώ.
Ένιωσα τελείως αποκαρδιωμένος και προδομένος: ήταν τέτοια η απογοήτευση και απομάγευσή μου, που έχασα κάθε επίγνωση του χώρου και του χρόνου, κι όταν συνήλθα ήταν σαν να ξυπνούσα από όνειρο.
Ήταν ερωτευμένοι! Η Μάριαν και ο Τεντ Μπέρτζες αγαπιόντουσαν! Από όλες τις πιθανές εξηγήσεις, αυτή ήταν η μοναδική που ποτέ δεν διανοήθηκα. Τι κοροϊδία, τι φριχτή κοροϊδία! Και πόσο ανόητος εγώ!
Παλεύοντας να ανακτήσω τον αυτοσεβασμό μου, επέτρεψα στον εαυτό μου να χασκογελάσει. Μα πόσο πολύ είχα παραπλανηθεί! Και καθώς γκρεμιζόταν γύρω μου ο κόσμος των ισχυρών ιδεατών μου συναισθημάτων, απελευθερώθηκε όχι μόνο η νοητική αλλά και η δριμύτατη σωματική μου υπερένταση –πίστεψα ότι από στιγμή σε στιγμή θα εκραγώ. Η μόνη μου δικαιολογία ήταν ότι δεν μπορούσα να περιμένω κάτι τέτοιο από τη Μάριαν. Η Μάριαν που είχε κάνει τόσα για μένα,  η Μάριαν που καταλάβαινε πώς αισθάνεται ένα αγόρι, η Μάριαν, η Παρθένος του ζωδιακού –πώς ήταν δυνατόν να έχει πέσει τόσο χαμηλά; Να είναι κι αυτή ό,τι σιχαινόμασταν όλοι μας περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο –κάτι γλυκανάλατο, κάτι σαχλό, κάτι που μας έκανε να κρυφογελάμε περιφρονητικά. Μου ήρθαν στον νου σκόρπιες εικόνες: ερωτευμένοι υπηρέτες που κατέβαιναν στην προσευχή με κοκκινισμένα μάτια, καρτ ποστάλ, κάρτες εικονογραφημένες, κωμικές, πρόστυχες κάρτες, που τις έβρισκες σε υπαίθριους πάγκους μαγαζιών: είχα στείλει κι εγώ ο ίδιος μερικές, πριν καταλάβω τι σήμαιναν. […]

Γελούσα, γελούσα κι από τη μια θα ήθελα να ήταν μαζί μου ο Μάρκους να μοιραστεί το αστείο, από την άλλη αισθανόμουν απαίσια για το αστείο αυτό, γνωρίζοντας κάπου μέσα μου ότι η διακωμώδηση, όσο κι αν μας διασκεδάζει, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη λατρεία. Μα να έχει κάνει κάτι τέτοιο η Μάριαν! Λογικό ήταν να θέλει να το κρατήσει μυστικό.  Ενστικτωδώς, για να κρύψω τις ντροπές της, έχωσα το γράμμα βαθιά μες στον φάκελο και τον σάλιωσα να σφραγίσει.
Όμως, έπρεπε να δοθεί στον παραλήπτη του».

 

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]