Η Μάντρα, ένα ιστορικό σημείο στην καρδιά της Αθήνας, επανασυστήνεται στους Αθηναίους από το Ίδρυμα Ωνάση, με ένα «Έργο για έναν άνθρωπο μονάχα», του Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη.
Ανεβαίνοντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, δίπλα από την Ωνάσειο Βιβλιοθήκη, συναντά κανείς μια μάντρα που αποτελεί το μοναδικό δείγμα σκηνής της belle époque στην Αθήνα. Εκεί, στη «Μάντρα», στο θέατρο ανοιχτού χώρου που ενεργοποιεί ύστερα από χρόνια το Ίδρυμα Ωνάση, γεννιέται μια νέα στέγη πολιτισμού και έκφρασης. Έως τις 14 Νοεμβρίου, ένα black box μάς προσκαλεί σε μια φορτισμένη εμπειρία με μια ξεχωριστή εγκατάσταση -ένα Terrarium του Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη, με τίτλο «Έργο για Έναν Άνθρωπο Μονάχα». Ένας θεατής μόνος του κάθε φορά και ένα ευχαριστήριο, μια αφιέρωση, μια προσωπική γιορτή στους έρωτες που ζήσαμε. Τι σημαίνει να αφιερώνω το απόλυτο τραγούδισμα του έρωτά μου σε ένα πρόσωπο που δεν είναι πια εδώ; Σημαίνει πως, προσπαθώντας να ταξινομήσω όλα μου τα σημαντικά, καταλήγω να δημιουργώ για τον Έναν-Μου-Άνθρωπο. Το έργο είναι μια τριλογία, σύνθεση εικαστικών, μουσικών και παραστατικών τεχνών, με θέμα την εξομολόγηση.
Το Πρώτο Μέρος, που παρουσιάζεται στο κέντρο της Αθήνας, στο μοναδικό σωζόμενο θέατρο-μάντρα των αρχών του προηγούμενο αιώνα, είναι εμπνευσμένο από το σπουδαιότερο ποίημα της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας, Μάτσης Χατζηλαζάρου, της «πολυτιμότερης ερωτικής ποιήτριας που διαθέτει η γλώσσα μας» κατά τον Γ. Π. Σαββίδη. Η φωνή της Μάτσης Χατζηλαζάρου αντηχεί σε έναν σκοτεινό θάλαμο-εγκατάσταση για έναν μόνο παραλήπτη κάθε φορά, με την drag περφόρμερ Imiterasu να δανείζεται τη φωνή και τους στίχους της ποιήτριας –δίχως να μιμείται το φυσικό πρόσωπο. Ένα άλλο σώμα ως ενδιάμεσος. Ένας φορέας μνήμης, λόγων, βλεμμάτων, δακρύων, χειρονομιών, που μεταφέρει την ανάμνηση σε ένα οξύ παρόν. Μέσα από ένα video art και λόγια που έμειναν χαραγμένα μέσα μας, ο εικαστικός Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα του κυνισμού, μιλώντας για όλα όσα μας δυσκολεύουν, όλες τις εξομολογήσεις που δεν έγιναν. Προσπαθεί να διαφυλάξει με κάθε δυνατό τρόπο τη σχεδόν χαμένη τρυφερότητα τού σήμερα, βάζοντας τους θεατές να αναρωτηθούν για όλα όσα εκείνοι δεν πρόλαβαν να πουν. Η αντίσταση στην ευκολία. Η ετοιμότητα βλεμμάτων. Η ανιδιοτέλεια χαμόγελων.
To video art προβάλλεται σε σκοτεινό θάλαμο-εγκατάσταση, ένα Terrarium σε μεγάλο μέγεθος, σαν σπόρος που αποκαλύπτεται σταδιακά. Με έναν τόπο ιδιωτικό μέσα στη σφαίρα του δημόσιου, επιχειρείται η δημιουργία ενός ασφαλούς χώρου συλλογισμού και αναστοχασμού για τον καθένα μας χωριστά. Μια προσωπική σύνδεση μεταξύ του έργου και του αποδέκτη του.
Στο τέλος, ο θεατής καλείται να γράψει μια δική του αφιέρωση, εάν το επιθυμεί.
H «Mάντρα» βρίσκεται στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου 2, στην Πλάκα. Το φαινομενικά εγκαταλελειμμένο οικόπεδο, ακριβώς δίπλα στο νεοκλασικό κτήριο της Ωνασείου Βιβλιοθήκης ανοίγει ξανά τις πόρτες του στο κοινό, ακολουθώντας τη φιλοσοφία της «Μάντρας» του Αττίκ και του βαριετέ της Μεσοπολεμικής Αθήνας όπου το ελεύθερο θέαμα μεγαλούργησε με μόνα υλικά «πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία».
Στην καρδιά της, κρύβεται το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αρχιτεκτονικής θεάτρου ανοιχτού χώρου της belle époque στην Αθήνα: μια υπαίθρια θεατρική σκηνή του 1909 που ανήκει στην τυπολογία του θεάτρου – μάντρας: ενός υπαίθριου θεάτρου με υποτυπώδη διαμόρφωση πλατείας και ιταλίζουσα σκηνή. Στους παλιούς Αθηναίους, ο χώρος ήταν γνωστός ως «Αθηναϊκόν», «Θέατρο της Πύλης Ανδριανού», αλλά και ως «Γερμανικό» από τις γερμανικές οπερέτες που, κάποια στιγμή, είχαν την τιμητική τους.
Η «Μάντρα» έρχεται στην καθημερινότητά μας για να καταρρίψει τα όρια, να δημιουργήσει ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς. Να αποτελέσει σημείο διαλόγου και αναφοράς στην πόλη, ανοιχτό σε δυνατές εμπειρίες και συναισθήματα, προσβάσιμο σε κάθε περαστικό, χωρίς εισιτήριο. Όχι με την παρηγορητική έννοια της καρτ ποστάλ ενός διατηρητέου μνημείου της Αθήνας που επανέρχεται στη ζωή, αλλά ως μία ενεργή κυψέλη πολιτισμού και έκφρασης χωρίς λογοκρισία, ενταγμένη στο δυναμικό οικοσύστημα του Onassis Culture έως το 2069.
Ο χώρος φιλοξενεί δράσεις που επιθυμία τους είναι να αιφνιδιάζουν και να προκαλούν συζητήσεις για το τι συμβαίνει – αλλά και το τι θα έπρεπε να συμβαίνει, απόλυτα ενταγμένες στην πραγματικότητα της πόλης και του κόσμου που ζούμε ως ένα μωσαϊκό διαφορετικών ανθρώπινων εμπειριών.