To πρώτο μυθιστόρημα της Κέιτ Ελίζαμπεθ Ράσελ, «Σκοτεινή μου Βανέσα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Φωτεινής Πίπη.
Η Βανέσα Γουάι ήταν δεκαπέντε ετών όταν τα έφτιαξε με τον καθηγητή της των αγγλικών. «Όταν γνώρισα τον Στρέιν, εγώ ήμουν δεκαπέντε ετών κι εκείνος σαράντα δύο. Είχαμε σχεδόν την τέλεια ηλικιακή διαφορά – επειδή “τέλεια” θεωρούσα τότε τη διαφορά των σχεδόν τριάντα χρόνων μεταξύ μας. Λάτρευα την αριθμητική αυτής της διαφοράς – είχε σχεδόν τρεις φορές τα χρόνια μου και μπορούσα πολύ εύκολα να φανταστώ τρεις εαυτούς μου να χωρούν μέσα του: ο ένας κουλουριασμένος στο μυαλό του, ο άλλος γύρω από την καρδιά του, και ο τρίτος, ρευστοποιημένος, να κυλάει στις φλέβες του. Στο Μπρόγουικ, έλεγε, ήταν γνωστό πως κατά καιρούς αναπτύσσονταν ρομαντικές σχέσεις μεταξύ καθηγητών και μαθητριών, αλλά εκείνος δεν είχε συνάψει ποτέ τέτοια σχέση, επειδή, ώσπου να γνωρίσει εμένα, δεν είχε νιώσει ποτέ αυτή την επιθυμία. Εγώ ήμουν η πρώτη μαθήτρια που του έβαλε αυτή τη σκέψη στο μυαλό. Είχα κάτι που τον έκανε να θεωρεί πως άξιζε το ρίσκο. Εξέπεμπα μια σαγήνη που τον δελέασε. Δεν ήταν το νεαρό της ηλικίας μου που τον έθελξε. Πάνω απ’ όλα λάτρευε το πνεύμα μου. Έλεγε πως διέθετα συναισθηματική νοημοσύνη επιπέδου ιδιοφυΐας και πως έγραφα σαν παιδί-θαύμα, πως μπορούσε να μου μιλάει, να μου εκμυστηρεύεται. Βαθιά μέσα μου, έλεγε, φώλιαζε ένας σκοτεινός ρομαντισμός, ίδιος με κείνον που έβλεπε και στον εαυτό του. Κανένας ποτέ δεν είχε καταλάβει αυτό το σκοτεινό μέρος του εαυτού του ώσπου να γνωρίσει εμένα. “Το ’χε η μοίρα μου”, έλεγε, “να γνωρίσω επιτέλους την αδερφή ψυχή μου, κι αυτή να είναι δεκαπέντε χρονών”. […]
Εύκολα μπορώ να προσδιορίσω πότε ακριβώς ξεκίνησε όλο αυτό, εκείνη τη στιγμή που πρωτομπήκα στην ηλιόλουστη τάξη του κι ένιωσα τα μάτια του να με ρουφούν για πρώτη φορά, αλλά πιο δύσκολα μπορώ να διακρίνω πότε τέλειωσε, αν τέλειωσε ποτέ πραγματικά. Νομίζω πως απλώς σταμάτησε όταν έγινα είκοσι δύο, όταν εκείνος είπε πως έπρεπε να συμμαζευτεί κι ότι δεν μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς όσο ήμουν διαθέσιμη εγώ, αλλά όλη την τελευταία δεκαετία τηλεφωνιόμασταν αργά το βράδυ και ξαναζούσαμε το παρελθόν, ματώνοντας την πληγή που και οι δυο μας αρνιόμασταν να αφήσουμε να κλείσει. Υποθέτω ότι σε μένα θα προστρέξει σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια ή όποτε το σώμα του αρχίσει να καταρρέει. Αυτό φαντάζει ως το πιθανότερο τέλος αυτής της ιστορίας αγάπης: εγώ να εγκαταλείπω τα πάντα και να κάνω οτιδήποτε, αφοσιωμένη σαν σκυλί, ενώ αυτός θα παίρνει και θα παίρνει και θα παίρνει».
Τώρα, στα τριάντα δύο της, κι ενώ το κίνημα του #MeToo ξεσκεπάζει το ένα μετά το άλλο τα σεξουαλικά εγκλήματα πανίσχυρων ανδρών, μια άλλη παλιά μαθήτρια του Τζέικομπ Στρέιν τον κατηγορεί για σεξουαλική κακοποίηση. Η Βανέσα ακούει συγκλονισμένη το νέο. Πιστεύει ακόμη πως η δική της σχέση με τον Στρέιν δεν ήταν κακοποίηση, αλλά έρωτας. Είναι σίγουρη γι’ αυτό. Μπορεί τώρα να απορρίψει την πρώτη της αγάπη χωρίς να απορρίψει τον ίδιο τον έφηβο εαυτό της; Να δεχτεί πως ο άντρας που την καθόρισε ήταν κάτι άλλο από αυτό που πίστευε ως τώρα; Και πως ίσως η ίδια δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, αλλά ένα από τα πολλά θύματά του;
Ένα προκλητικό, εθιστικό βιβλίο για τη μνήμη και το τραύμα, την έξαψη της εφηβείας και τις λεπτές γραμμές ανάμεσα στη συναίνεση, τη συνενοχή και τη θυματοποίηση. Ένα βιβλίο-δυναμίτης, που δίκαια ειπώθηκε ότι χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]