Το νέο πολυπρόσωπο έργο του Στέφανου Παπατρέχα, «Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία», σε σκηνοθεσία του ιδίου και του Λάζαρου Βαρτάνη -που επίσης πρωταγωνιστούν, κάνει πρεμιέρα στις 25 Οκτωβρίου στο Θέατρο Βαφείο- Λάκης Καραλής. Θα δοθούν 16 παραστάσεις, κάθε Δευτέρα και Τρίτη [Αγ. Όρους 16 & Κωνσταντινουπόλεως 115, Βοτανικός].
Μεσαίωνας. Οι ισορροπίες ενός μοναστηριού διαταράσσονται από μια μοναχή, που φέρνει την αμαρτία. Μια δούκισσα βασανίζεται από τις ενοχές της και τιμωρείται μέσα από δαίμονες του ύπνου. Τσιγγάνοι στήνουν γλέντι και ξεγελούν ανυποψίαστους διαβάτες. Και ένας μυστηριώδης άνθρωπος –παρών σε όλα– εξαπατά τους πάντες, γλιστρώντας ανάμεσά τους και καταργώντας κάθε νόμο.
Μια σκοτεινή μεσαιωνική ιστορία γεμάτη αγωνία, μυστήριο και ανατροπές. Μια παράσταση που κινείται ανάμεσα στη θεατρική μαγεία και τον σκληρό ρεαλισμό. Ένα έργο για την αλήθεια, τον νόμο, την ηθική και την εξαπάτηση.
Ο Στέφανος Παπατρέχας και ο Λάζαρος Βαρτάνης μίλησαν μαζί μας.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
Λάζαρος Βαρτάνης: «Όταν ο Στέφανος μου πρωτομίλησε γι’ αυτό που σκέφτεται να γράψει -την άνοιξη του 2020, ήξερα ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα. Όταν, τελικά, ήρθε η ώρα να το διαβάσω, είχα μπροστά μου τις αποδείξεις γι’ αυτό. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως αν το έβλεπα ως θεατής θα ήταν από αυτά που σίγουρα θα ζήλευα. Είναι μια εξαιρετική ιστορία, που διαδραματίζεται στον Μεσαίωνα, με όσα μπορεί κανείς να φανταστεί, αλλά και πολλά ακόμη που ούτε καν φαντάζεστε».
Στέφανος Παπατρέχας: «Θα μπορούσαμε να πούμε πως το έργο αφορά τέσσερις διαφορετικές εκδοχές μιας ιστορίας. Σε κάθε εκδοχή τα δεδομένα ανατρέπονται, οι ρόλοι αλλάζουν και ανάμεσα σε μοναστήρια, δαίμονες, καλόγριες, τσιγγάνες, ληστές και δούκισσες, ο θεατής καλείται να βρει την αλήθεια -“εάν υπάρχει αλήθεια”».
Λ.B.: «Προετοιμαστείτε για μεγάλες εκπλήξεις, ανατροπές και κάψιμο όλων των εγκεφαλικών σας κυττάρων».
Ποια κεντρικά θέματα πραγματεύεται στον πυρήνα του;
Σ.Π.: «Το έργο αφορά την αλήθεια και την εξαπάτηση. Τον τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται όσα συμβαίνουν γύρω του, τον τρόπο που πολλές φορές κάποιοι εκμεταλλεύονται τις διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας».
Λ.Β.: «Επίσης στον πυρήνα του έργου, βρίσκεται ο νόμος και μάλιστα με όλες τις μορφές του -θεϊκός, ηθικός, κοσμικός».
Αγωνία, μυστήριο, δαίμονες, αμαρτίες. Μεσαίωνας. Μιλήστε μας για την επιλογή της συγκεκριμένης εποχής.
Σ.Π.: «Όπως προείπα, το θέμα του έργου είναι η αλήθεια και η εξαπάτηση. Βρήκα τον Μεσαίωνα ιδανικό πλαίσιο για αυτόν τον θεματικό πυρήνα. Ωστόσο, δεν υπάρχει συγκεκριμένη χώρα ή πόλη, όπου διαδραματίζεται το έργο, αλλά και ο Μεσαίωνας είναι πολύ αόριστη ιστορική περίοδος. Δεν ορίζω, συνειδητά, μια χρονολογία ή κάποιο ιστορικό γεγονός. Το κείμενο και η παράσταση έχουν κάτι πιο αφηρημένο τόσο χρονολογικά όσο και γεωγραφικά, ακριβώς όπως και τα παραμύθια και αυτό θεωρώ πως κάνει τον θεατή να αφεθεί και να μπει πιο εύκολα στην ιστορία που του λέμε, χωρίς να ταυτίζεται αμέσως, έτσι ώστε να παρασυρθεί. Είναι κάτι γενικό, για το οποίο, όμως, όλοι έχουμε μια εικόνα από βιβλία, ταινίες, πίνακες κ.λπ. και επομένως, κατά τη γνώμη μου, δημιουργεί την αίσθηση του οικείου, αλλά ταυτόχρονα του μακρινού».
Πού εστίασε η σκηνοθετική σας προσέγγιση;
Σ.Π.: «Για μένα, πάντα όλα ξεκινούν από το έργο και από την υποκριτική. Δυστυχώς, σπάνια κάποιος λέγοντας “σκηνοθεσία” εννοεί και “υποκριτική καθοδήγηση”. Θεωρείται λανθασμένα πως ο σκηνοθέτης φτιάχνει μόνο μια ατμόσφαιρα, πως έχει απλώς ένα όραμα, το οποίο έρχονται να υπηρετήσουν οι συντελεστές -σκηνογράφος, ενδυματολόγος, φωτιστής, μουσικός κ.λπ.- και οι ηθοποιοί ανάλογα με το ταλέντο τους παίζουν καλά ή κακά τους ρόλους. Αυτό, λοιπόν, δεν ισχύει. Για εμάς, είναι τεράστιας σημασίας να υπάρχει σαφής υποκριτική γραμμή, λόγος που γίνεται ό,τι γίνεται επί σκηνής, νόημα στον τρόπο που λέγονται οι λέξεις και οι φράσεις. Δεν είναι θέμα τύχης. Δουλέψαμε πολύ σκληρά και με εμμονή στις λεπτομέρειες με τους ηθοποιούς μας και με όλους τους συντελεστές».
Λ.Β.: «Συμφωνώ με τον Στέφανο. Για κάποιο λόγο έχουμε μάθει πως ο σκηνοθέτης είναι τροχονόμος. Λάθος! Θυμάμαι σε μια δουλειά μας γράφτηκε το πόσο εξαιρετική ήταν η παράσταση χωρίς να αναφέρεται πουθενά η σκηνοθεσία. Τι μας λέει αυτό; Πρώτον, πως δεν είναι όλοι ικανοί να γίνουν κριτικοί. Δεύτερον, ότι τα πάντα είναι θέμα δουλειάς. Τίποτα δεν είναι και δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Εμείς, τουλάχιστον, αυτό πιστεύουμε. Δουλέψαμε με αυτοσχεδιασμούς, ασκήσεις, δοκιμάσαμε πολλά, ρίξαμε όλοι πολύ υλικό στο τραπέζι και αυτό που θα δείτε είναι θέμα επιλογής και προσωπικής μας αισθητικής. Πράγματι, οι ηθοποιοί της παράστασης αυτής -Αλέξανδρος Καναβός, Σύνθια Μπατσή, Μαίρη Ξένου και Γεωργία Πιερρουτσάκου- είναι εξαιρετικοί και όλοι είναι επιλογή μας, γιατί είναι διαθέσιμοι να κάνουν αυτή τη “σκληρή” δουλειά μαζί μας και εμείς με αυτούς».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
Λ.Β.: Πραγματικά το έργο αυτό είναι γεμάτο καταπληκτικές σκηνές. Τι να πρωτοδιαλέξω; Υπάρχει, για παράδειγμα, μια σκηνή όπου ο ήρωάς μου κάνει μια συγκλονιστική εξομολόγηση σε μια όμορφη γυναίκα, αποκαλύπτοντας σε εκείνη, πέρα από το γυμνό του σώμα, την τραγωδία της ζωής του. Από τις πιο δύσκολες σκηνές που έχω παίξει ποτέ, όχι μόνο λόγω του γυμνού -το οποίο καλούμαι πρώτη φορά να κάνω σε τέτοιο βαθμό, αλλά κυρίως από άποψη υποκριτικών απαιτήσεων. Μου εύχομαι καλή τύχη!»
Σ.Π.: «Εγώ προσωπικά αγαπάω πολύ το θέατρο εν θεάτρω. Αυτό υπάρχει σε όλη την παράσταση, αλλά σε μία σκηνή συγκεκριμένα, μέσα από γέλια και κρασί ένας τσιγγάνος με τρεις όμορφες τσιγγάνες που τον συντροφεύουν αφηγούνται σε δυο διαβάτες και, σχεδόν, αναπαριστούν ένα παραμύθι. Είναι από τις αγαπημένες μου σκηνές και από άποψη κειμένου, αλλά και στην παράσταση».
Μιλήστε μας για τους ρόλους που ερμηνεύετε.
Σ.Π.: «Είναι λίγο δύσκολο σε αυτό το έργο να μιλήσουμε για τους ρόλους μας χωρίς να προδίδουμε ανατροπές και εξελίξεις στον θεατή, μιας και υπάρχει συνεχώς αλλαγή στα δεδομένα. Αυτό που μπορώ να πω για τον ρόλο μου είναι πως πρόκειται για τον βασικό αφηγητή της ιστορίας, ο οποίος κινείται με πολύ ιδιαίτερο τρόπο ανάμεσα σε όλες τις σκηνές. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως είναι πολλά περισσότερα από ένας απλός αφηγητής».
Λ.Β.: «Δυστυχώς, όσο και να θέλω, δεν μπορώ να σας πω τίποτα. Θα προδώσω πολλά και θα σας χαλάσω τη μαγεία. Για όσους, όμως, δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι την πρεμιέρα, το έργο του Στέφανου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος».
Λίγα λόγια για τη μεταξύ σας συνεργασία;
Λ.Β.: «Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Έχουμε δουλέψει με τον Στέφανο σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς –σκηνοθέτης-ηθοποιός, συγγραφέας-ηθοποιός, συμπαίκτες-συνσκηνοθέτες. Ειδικά το τελευταίο, μετράει πια τρία χρόνια ζωής. Έχουμε απόλυτη ταύτιση σκέψης και αισθητικής. Σίγουρα υπάρχουν διαφωνίες, αλλά ξεπερνιούνται γιατί υπάρχει πραγματική και αμοιβαία εκτίμηση. Ο “Ονόριο” είναι η τέταρτη παράσταση που σκηνοθετούμε μαζί. Και είμαι σίγουρος πως έπεται συνέχεια…».
Σ.Π.: «Ο χώρος μας είναι δύσκολος και καλείσαι συνεχώς να έρθεις αντιμέτωπος με τις ανασφάλειές σου. Αυτό ισχύει και σε προσωπικό, αλλά και σε κοινωνικό, ακόμη και σε πολιτικό επίπεδο. Πέρα από τα χρήματα και τη φύση της δουλειάς μας που είναι τέτοια, πολλές φορές αμφισβητείται ο κλάδος μας και το πόσο σοβαρή ή χρήσιμη δουλειά κάνουμε. Είναι αντίξοες οι συνθήκες και χρειάζεται πολύ πείσμα, πολλή πίστη και αντοχές. Όταν, λοιπόν, βρίσκεις ανθρώπους με τους οποίους μοιράζεσαι τόσα πράγματα κοινά, αυτό είναι σπουδαίο. Με τον Λάζαρο, νιώθω πως δεν είμαι μόνος μου και αυτό μου δίνει δύναμη και όρεξη να κάνω περισσότερα. Είναι ένας σπάνιος άνθρωπος και συνεργάτης, με τον οποίο θεωρώ έχουμε πολλά να κάνουμε. Το ακόμη καλύτερο είναι πως πέρα από τον Λάζαρο, με τον καιρό και τις δουλειές, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων με τους οποίους συνεργαζόμαστε αρκετά χρόνια και ο κύκλος αυτός ανοίγει όλο και πιο πολύ. Εννοώ τόσο ανθρώπους πάνω όσο και πίσω από την σκηνή. Η παράσταση αυτή περιέχει πολλούς από αυτούς».
Σκηνοθέτες, δημιουργοί, ερμηνευτές, έργα που σας έχουν καθορίσει;
Σ.Π.: «Ένα μεγάλο σχολείο, για μένα, είναι ο Δημήτρης Μαυρίκιος. Ως θεατής, γυμνασιόπαιδο ακόμη, ένιωσα μια απροσδιόριστη έλξη για τον κόσμο που δημιουργεί αυτός ο άνθρωπος στη σκηνή. Η μοίρα τα έφερε έτσι και τον γνώρισα ως Καθηγητή μου στη σχολή. Δεν καταλαβαίνετε τον ενθουσιασμό μου όταν τον είδα μπροστά μου, έτοιμο να με μυήσει στον κόσμο αυτό. Είχα μετά τη χαρά να παίξω σε πολλές παραστάσεις του και ήταν όλες υπέροχες και δυνατές εμπειρίες. Έχει καθορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο που σκέφτομαι, που λειτουργώ, που γράφω… Ένας σκηνοθέτης που, επίσης, με καθόρισε ως θεατή, είναι ο Αντώνης Αντύπας, με τις παραστάσεις του στο Απλό Θέατρο και ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Από άλλους χώρους, με αγγίζουν πάρα πολύ τόσο μέσα από τη δουλειά τους, όσο και με τη στάση ζωής τους και τη θέση τους σε όσα συμβαίνουν, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Φοίβος Δεληβοριάς. Τέλος, δε γίνεται να μην αναφερθώ στο πόσο με έχει επηρεάσει ο Μάνος Χατζιδάκις με το έργο του, τον τρόπο σκέψης και την προσωπικότητά του».
Λ.Β.: «Εγώ πάλι είχα τεράστια λατρεία στον Λευτέρη Βογιατζή. Η ζωή, δεν μου τα έφερε έτσι ώστε να τον συναντήσω καλλιτεχνικά –πέρα από μια ακρόαση μαζί του είκοσι λεπτών, στην οποία έτρεμα από δέος. Η “Αντιγόνη” και οι “Δούλες” του είναι δυο από τις καλύτερες παραστάσεις που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα. Θα τις θυμάμαι πάντα και θα είναι το σημείο αναφοράς μου. Είχαν όραμα, αισθητική ανυπέρβλητη και εξαιρετικές ερμηνείες.
Ο άνθρωπος, όμως, που μου ταρακούνησε το μυαλό ήταν ο Ανδρέας Βουτσινάς. Δάσκαλός μου στη σχολή και τεράστιος σκηνοθέτης. Πάντα σε κάθε μου ρόλο τον σκέφτομαι να κάθεται στον ώμο μου ως μικρό ξωτικό και να με βρίζει όταν κάνω αταλαντουρίες. Υποκριτικά έχω τρεις θεούς -τον MarlonBrando, τον DanielDayLewis και φυσικά τη γυναίκα χαμαιλέοντα MerylStreep.
Σ.Π.: «Συμφωνώ και εγώ για τον Λευτέρη Βογιατζή. Τεράστιο κεφάλαιο».
Επόμενα σχέδιά σας;
Σ.Π.: «Περιμένουμε με αγωνία την πρεμιέρα μας στις 25 Οκτωβρίου στο Θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής και αμέσως μετά στον ίδιο χώρο στις 7 Νοεμβρίου και κάθε Κυριακή θα πάνε ξανά «Οι γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Νάντιας Δαλκυριάδου, όπου παίζουμε και εγώ και ο Λάζαρος».
Λ.Β.: «Επίσης, προσεχώς είναι να παιχτεί από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ το θεατρικό έργο της Γεωργίας Πιερρουτσάκου «Μέχρι να ξημερώσει», σε σκηνοθεσία και ερμηνεία της ίδιας, του Στέφανου και δική μου. Και φυσικά από τον Φεβρουάριο του ’22 υπολογίζουμε να ξανανέβουν η «Φροσύνη» και η «Πασού» στο Θέατρο Άβατον. Δυο έργα του Στέφανου που σκηνοθετήσαμε πάλι μαζί και ελπίζουμε να ολοκληρώσουν τις παραστάσεις, που τόσο άδοξα διέκοψαν τα συνεχόμενα lockdown».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Στέφανος Παπατρέχας, Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης – Στέφανος Παπατρέχας, Σκηνικά – Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη, Μουσική: Σίσσυ Βλαχογιάννη
Ερμηνεύουν: Λάζαρος Βαρτάνης, Αλέξανδρος Καναβός, Σύνθια Μπατσή, Μαίρη Ξένου, Στέφανος Παπατρέχας, Γεωργία Πιερρουτσάκου. Το θεατρικό κείμενο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]