Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το «Πάρκινγκ», ένας μονόλογος με τον Ορέστη Τζιόβα, παρουσιάζεται στη θεατρική σκηνή του FAUST Bar–Theatre–Arts [Καλαμιώτου 11 & Αθηναΐδος 12, Αθήνα]. Το έργο, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Θανάση Ταταύλαλη, είναι ένας αυτοβιογραφικός μονόλογος με θέμα την τύχη ως εύνοια αλλά και ως πεπρωμένο.
Γκρίζο, μουντό πάρκινγκ, σε μια γκρίζα, μουντή πόλη. Μοναξιά μοναχικότητα και χάος. Ανοίγει την πόρτα φεύγει. Δεν ξέρει που πάει. Ένα ταξίδι που ξεκινά από μια μουντή παρηκμασμένη πόλη, περνάει από ένα ήρεμο χωριό και καταλήγει σε μια σύγχρονη και εύρωστη χώρα. Που τελειώνει το ταξίδι; Τελειώνει; Ποιοι είναι οι πραγματικοί επιθυμητοί «προορισμοί» και ποιοι επιβάλλονται από κοινωνικές συμβάσεις;
Ο ηθοποιός Ορέστης Τζιόβας μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση;
«Η παράσταση είναι μια διαδρομή ενός ανθρώπου τον τελευταίο έναν χρόνο της ζωής του μέχρι σήμερα. Είναι μια διαδρομή πολύ γρήγορη, καταιγιστική, σου γεμίζει το μυαλό με εικόνες και δε σου αφήνει χρόνο να προβληματιστείς. Στοχεύει, ωστόσο, οι πληροφορίες που σου δίνει να σε προβληματίσουν αργότερα και νομίζω πως το πετυχαίνει. Επίσης, έχει πολύ ιδιαίτερο χιούμορ. Όλα αυτά αντιλήφθηκα όταν διάβασα το κείμενο και το επόμενο πρωί, ξύπνησα και τηλεφώνησα στον Θανάση (Σημ: συγγραφέας και σκηνοθέτης του έργου), να του πω να το κάνουμε».
Τι συναντάμε στον πυρήνα του έργου;
«Οι τέσσερις βασικοί άξονες του έργου ειναι η τύχη, η αποκάλυψη, η αξιοπρέπεια και η κοινωνική επιταγή. Η τύχη μπορεί να είναι καλή ή κακή. Μπορεί να είναι και πεπρωμένο. Μπορεί να εξαρτάται από εσένα, από το πόσο δεκτικός και τολμηρός είσαι. Ωστόσο, το μόνο σίγουρο είναι πως θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την τύχη και την αξία της σε καθημερινή βάση. Γιατί, θεωρώ, πως ακόμη και η τύχη εκπαιδεύεται. Η αξιοπρέπεια από την άλλη είναι μια αμφιλεγόμενη αρετή, γιατί από ένα σημείο κι έπειτα ανακατεύεται με τις κοινωνικές επιταγές και στο τέλος δεν ξέρεις για ποιον ακριβώς είσαι αξιοπρεπής. Για εσένα ή για τους άλλους; Η αποκάλυψη, τέλος, είναι κάτι τόσο εντυπωσιακό, όταν και άμα σου συμβεί, που νιώθεις τόσο μικρός μπροστά στη δύναμή της και το θέμα είναι πώς θα μπορέσεις να το διαχειριστείς».
Πείτε μας κάποια λόγια από τον μονόλογό σας. Όποια σας έρθουν πρώτα στον νου.
«“Γιατί κύριοι, πώς να το κάνουμε, είχα δίκιο να σκέφτομαι έτσι. Εγώ που το πρωί αποχαιρετούσα τους γονείς μου και άνοιγα πανιά προς την κοινωνική αυτοκτονία, μέσα σε λίγες ώρες είχα φτιάξει στο μυαλό μου έναν παράδεισο που ήξερα πως δεν θα με εγκαταλείψει και δεν θα τον εγκαταλείψω”».
Κάποιες σκέψεις σας, κάποια συναισθήματα από την εμπειρία της συγκεκριμένης ερμηνείας;
«Πολλές. Δύσκολο να σκεφτώ κάποιες συγκεκριμένες. Είμαι πολύ χαρούμενος, πάντως, από την εμπειρία μου αυτή. Το μόνο που θέλω να πω, ωστόσο, είναι πως συνέχεια με παρασέρνει το έργο γιατί έχει πολύ γρήγορο ρυθμό. Αυτό μου συμβαίνει σε κάθε παράσταση και είναι πολύ εντυπωσιακό».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Οτιδήποτε μου ερεθίζει ευχάριστα την αισθητική. Σε γενικές γραμμές η ομορφιά».
Κάτι που σας τη χαλά;
«Οτιδήποτε μου ερεθίζει δυσάρεστα και μου προσβάλει την αισθητική. Σε γενικές γραμμές, η ασχήμια και η μιζέρια».
Μια αγαπημένη συνήθεια;
«Τελευταία δουλεύω πάρα πολύ και δεν έχω καθόλου διάθεση να βγω. Κάθομαι σπίτι και παίζω βιντεοπαιχνίδα για να αδιάζει το μυαλό μου. Ομολογώ, πως αυτή είναι μια αγαπημένη μου συνήθεια».
Μια αγωνία σας;
«Η κλιματική αλλαγή και οι συνέπειες που έχει ήδη επιφέρει. Αγωνιώ για το πόσο ακόμη μπορούν να χειροτερέψουν τα πράγματα».
Μια ευχή σας;
«Να μη χειροτερέψουν τα πράγματα σχετικά με την κλιματική αλλαγή και, όσο είναι δυνατόν και περνάει από το χέρι μας, να καλυτερέψουν».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Θανάσης Ταταύλαλης
Ηθοποιός: Ορέστης Τζιόβας
Βοηθοί σκηνοθέτη : Ελένη Αγγελοπούλου, Πανάγος Ιωακείμ
Φωτισμός : Νύσος Βασιλόπουλος
Μουσική : Κωστής Κόντος
Σκηνικά : Ζωή Αρβανίτη
Κίνηση: Μόνικα Έλενα Κολοκοτρώνη
Κοστούμια : Χριστίνα Λαρδίκου
Γραφιστικά : Νίκος Κλεισιάρης