Ο μουσικός Richard H. Kirk, ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος Cabaret Voltaire, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 65 ετών.
Η δισκογραφική εταιρεία Mute Records, από την οποία κυκλοφόρησαν τόσο σόλο άλμπουμ του καλλιτέχνη της ηλεκτρονικής μουσικής αλλά και άλμπουμ της μπάντας επιβεβαίωσε τη δυσάρεστη είδηση κάνοντας, μεταξύ άλλων, λόγο για μια δημιουργική ιδιοφυία.
Γεννημένος το 1956, ο Kirk μεγάλωσε στη βιομηχανική περιοχή του Σέφιλντ της Αγγλίας, αναπτύσσοντας από νωρίς ενδιαφέρον για τη ντανταϊστική τέχνη και την πολιτική, με μαρξιστικές καταβολές. Εμπνευσμένος από τους Roxy Music και τον Brian Eno, ίδρυσε το 1973 τους Cabaret Voltaire, δανειζόμενος το όνομά τους από ένα κλαμπ στη Ζυρίχη που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του dada. Μαζί με τους Human League, θα έβαζαν την πόλη του Σέφιλντ στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη.
Οι Cabaret Voltaire υπήρξαν πρωτοπόροι στην εξέλιξη του industrial ήχου, με θεατρικούς στίχους, εμπνευσμένους σε μεγάλο βαθμό από τον William S. Burroughs. Ήταν η πρώτη μπάντα που έπαιξε ζωντανά στο ιστορικό Haçienda του Μάντσεστερ, υπογράφοντας το πρώτο τους μεγάλο συμβόλαιο στην ΕΜΙ το 1987 για τον δίσκο τους, Code. Προηγούμενές τους δουλειές είχαν κυκλοφορήσει στην, επίσης, ιστορική Rough Trade.
Κυκλοφόρησαν αγαπημένα άλμπουμ στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 όπως Mix-Up (1979), The Voice of America (1980), Red Mecca (1981), 2×45 (1982), Crackdown (1983), Microphonies (1984), The Covenant, The Sword and the Arm of the Lord (1985), Code (1987), Groovy Laidback & Nasty (1990), Body & Soul (1991), Plasticity (1992), International Language (1993) και The Conversation (1994).
Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ τους είναι μια συλλογή που ονομάζεται Radiation που κυκλοφόρησε μετά τη διάσπασή τους, η οποία περιλαμβάνει τραγούδια από τις συμμετοχές τους στο BBC Radio 1.