Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η πιο σκοτεινή ερωτική ιστορία όλων των εποχών, το αριστούργημα του Κάρολου Ντίκενς «Μεγάλες Προσδοκίες», ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Σύγχρονο Θέατρο, σε μια φιλόδοξη παραγωγή σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ και διασκευή Μαριλένας Παναγιωτοπούλου [Ευμολπιδών 45, Γκάζι].
Ο πρωταγωνιστής της παράστασης, από τους κορυφαίους της γενιάς του, αγαπημένος ηθοποιός Αλέκος Συσσοβίτης μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το αριστούργημα του Ντίκενς;
«Μία ελεγεία στον έρωτα. Μία θερμή μεγάλη αγκαλιά. Aγάπη και σύμπνοια των δύο φύλων, αντιθέτων. Μία αναπόληση στη βαθιά παιδική ηλικία, στο όνειρο, τη φαντασία, το δικαίωμα στο παιχνίδι. Μία ιστορία για τη διαπαιδαγώγηση, τον ευεργέτη ή τους ευεργέτες, τον γονέα και τον γόνο και μία αγκαθακριστική πλοκή, όπου το μυστήριο εξιχνιάζεται σιγά σιγά, ακούσια και η έκπληξη έρχεται με έναν πολύ γλυκό και ανθρώπινο τρόπο. Άρα είναι ένα ταξίδι στον χρόνο, είναι ένα ταξίδι από την παιδική μας ηλικία στην εφηβεία, τη μετα-εφηβεία έως και τα βαθιά γεράματα. Κάθε χαρακτήρας πατάει σε μία διαφορετική ηλικία και συνδέεται μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Για έντονα ανθρώπινα συναισθήματα, την αγάπη, τη χαρά, το μίσος, τη λύπη, τα αντιφατικά αυτά συναισθήματα -τα οποία μας διακατέχουν όλους. Κι ένα πεδίο δράσης, πραγματικά, αυτό που μένει στο τέλος είναι μια γλυκιά πίκρα της ζωής που δεν θα ήταν τίποτα, παρά ένας αντικατοπτρισμός αυτής της ίδιας της ζωής. Η τέχνη έρχεται και καταγράφει μ’ έναν όμορφο τρόπο ένα μυθιστόρημα, καταγράφει τα της ζωής, αυτά τα οποία δηλαδή μας διακατέχουν».
Ποια θέματα συναντάμε στο έργο;
«Ένα παιδί σε ηλικία δέκα ετών, ο Πιπ, μένοντας στην επαρχία της Αγγλίας, στο σπίτι του θείου του, του σιδερά, συναντά στον τάφο του πατέρα του μπροστά, έναν κατάδικο, ο οποίος έχει αποδράσει από μία πλωτή φυλακή. Εκεί είναι η πρώτη τους ουσιαστική επαφή. Ο κατάδικος θα συλληφθεί, θα φυλακιστεί και θα φύγει σε ισόβια κάθειρξη.
Στην ίδια περιοχή, μία μεγαλοαστή, η Δεσποινίς Χάβισαμ, που έχει ραγισμένη καρδιά και ζει με μία υιοθετημένη κόρη, την Εστέλλα, θα ζητήσει να φέρουν τον Πιπ στην οικογένεια και να κάνουν παρέα τα δύο παιδιά που είναι συνομήλικα. Ένα παιχνίδι των δύο γυναικών απέναντι στον νέο Πιπ ξεκινά, το οποίο θα κρατήσει για ένα μεγάλο διάστημα. Αυτά τα παιδιά θα ερωτευθούν σε αυτή την νεαρή ηλικία, αλλά θα τους χωρίζει μία ταξική διαφορά. Αυτός είναι φτωχός. Αυτή είναι γόνος μίας μεγαλοπλουσίας. Έπειτα, θα γυρίσει στο σπίτι του. Ένας δικηγόρος από το Λονδίνο θα τον επισκεφθεί, για να του πει ότι κάποιος ευεργέτης τον χρηματοδοτεί για να φύγει από την επαρχία για να πάει στο Λονδίνο και να γίνει τζέντλεμαν.
Να σπουδάσει και να γίνει ένας άνθρωπος της μεγάλης τάξης. Χωρίς, όμως, να του δίνει περισσότερες πληροφορίες για τον ευεργέτη του. Στα είκοσι τρία του χρόνια, ο ευεργέτης εμφανίζεται στον Πιπ και του αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Δεν είναι άλλος από τον κατάδικο, ο οποίος ευγνωμονεί τον Πιπ για τη στάση του κάποτε στους βάλτους, όταν τον έσωσε μ’ ένα φαγητό που του είχε δώσει και ένα μπουκάλι μπράντι. Αφού ο Πιπ προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του και με την Δεσποινίδα Χάβισαμ και την Εστέλλα, θα επιστρέψει στο σπίτι να βοηθήσει τον κατάδικο. Η αστυνομία, όμως, θα συλλάβει τον ευεργέτη του κι εκεί θα αποκαλυφθεί το μυστικό, το οποίο καλό είναι να το αφήσουμε σαν ερωτηματικό στον θεατή. Τα δύο παιδιά θα έρθουν κοντά -ο Πιπ και η Εστέλλα. Θ’ αντέξει ο έρωτας στον χρόνο ή θα μετατραπεί σε μία ουσιαστική και ανθρώπινη φιλία;».
Μία περιγραφή του χαρακτήρα που ερμηνεύετε.
«Κάποιοι τον παραλληλίζουν με τον Αγιάννη των “Αθλίων”. Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει ζήσει πολύ καιρό στη φυλακή, χωρίς να ξέρει από πού προέρχεται, ούτε καν που γεννήθηκε. Βασανισμένος, φτωχός, μπαίνει, βγαίνει, ταλαιπωρείται μια ζωή. Ζει πάνω του την ταξική διαφορά, μία διαχρονική κατάσταση κοινωνιών και πολιτειών. Θα δείξει, όμως, ότι η ευγένεια μπορεί να κατοικίσει ακόμα και στους πιο φτωχούς ανθρώπους και στα ρεμάλια της κοινωνίας, ανταποδίδοντας μια ευγενική πράξη που δέχτηκε κάποτε από έναν νεαρό. Άρα, πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος διακατέχεται από ποικίλα και αντιφατικά συναισθήματα. Έχει ζήσει μια σκληρή ζωή αλλά έχει μία πολύ ευαίσθητη καρδιά».
Ένα σχόλιό σας για το σκηνοθετικό βλέμμα της Λίλλυς Μελεμέ.
«Το βλέμμα της Λίλλυς είναι ιδιαίτερο, μοντέρνο, γρήγορο, ποικίλο. Πάντα με στόχο να βγουν τα συναισθήματα στην επιφάνεια, να μπορέσει ο κόσμος ψυχικά να ακουμπήσει πάνω στο δρώμενο, πάνω στο θέαμα. Με πίστη και ευγνωμοσύνη απέναντι σ’ έναν σημαντικό συγγραφέα, μια διαβασμένη, μοντέρνα ματιά».
Θα μας πείτε μία ατάκα, έναν διάλογο από το έργο, ό,τι σας έρθει πρώτο στο νου.
«“Χρησιμοποιώντας μόνο κάτι πολύ απλό, έπραξες με ευγενικά αισθήματα, αγόρι μου, και δεν το ξέχασα ποτέ, εσύ μπορεί να με ξέχασες, αλλά εγώ δεν σε ξέχασα ποτέ”». Νομίζω ότι εκεί μέσα, σε αυτά από τα λίγα, εμπεριέχονται οι ψυχές και των δύο αυτών ανθρώπων».
Μια σκέψη, κάποιο συναίσθημα από την επαφή σας με το έργο.
«Είναι περισσότερο μεταφυσική η αίσθηση που έχω, γιατί έχω χάσει τον πατέρα μου και το έργο είναι σαν να αφυπνίζει αυτή την αέναη διαχρονική σχέση μεταξύ γονέα και γόνου. Οπότε συντηρεί κάποια αισθήματα. Ζητούμενο είναι να μείνουν αναλλοίωτα στον χρόνο και να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν -εύχομαι και το μέλλον, αν είμαστε καλά και υπάρχουμε. Νομίζω, ότι αυτή η γονιδιακή άρρητη σύνδεση είναι ίσως το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή. Να μπορείς να έχεις μία καλή συνέχεια, ενός καλού προγόνου».
Θα μοιραστείτε μαζί μας κάποια γλυκιά ανάμνηση από την πλούσια καλλιτεχνική σας διαδρομή;
«Θα αναφερθώ στην πρόσφατη συνεργασία με όλη την ομάδα της “Lulu”, που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Ένιωσα πως οκτώ ηθοποιοί, χωρίς κανέναν ανταγωνισμό, ήταν ιδιαίτερα δοτικοί απέναντι στην μπαγκέτα ενός πολύ καλού σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα. Θ’ ανατρέξω σε διαχρονικές σχέσεις επαγγελματικές-θεατρικές, που αναπτύχθηκαν σε φιλικές σχέσεις. Όπως τα έργα που έχω κάνει με τη Ρούλα Πατεράκη, και όχι μόνο. Αν μιλάμε για στιγμές, υπάρχουν πάρα πολλές χαράς και λύπης. Γενικά, με ενδιαφέρει περισσότερο το γενικό πλαίσιο, παρά κάποια ωραία βραδιά. Θυμάμαι παραστάσεις, όπου οι θεατές ήταν λιγότεροι από τον αριθμό των ηθοποιών και βάσει κανονισμού μπορεί κανείς να αντισταθεί και να πει ότι δεν παίζει. Εμείς, όμως, με μεγάλη στωικότητα παίξαμε τις παραστάσεις αυτές και ήταν από τις πιο δυνατές εμπειρίες μου. Όταν σε μία αίθουσα πεντακοσίων ατόμων παίζει κανείς για τρία άτομα, αυτό δείχνει ένα ανώτερο πνεύμα».
Και μία πικρή;
«Η πικρή στιγμή στον ηθοποιό είναι μέχρι να συμβιβαστεί με τη στιγμή των black out, τα “σεντόνια”. Αυτή, όπου χάνει τα λόγια του στη σκηνή και νομίζει ότι είναι γυμνός κάτω από ένα τούλι που πέφτουνε κινέζικοι πάγοι. Αυτή η στιγμή, που ένας κρύος ιδρώτας σε λούζει ολόκληρο από τον κορφή μέχρι τα νύχια. Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, όταν ξεχνάς τα λόγια σου, όταν ουσιαστικά δείχνεις στον θεατή την ανημποριά σου. Μία τόσο ανθρώπινη, αποδεκτή και ζητούμενη συμπεριφορά. Στο φινάλε, όλοι κοινοί θνητοί είμαστε και κανείς δεν είναι αθάνατος».
Μία χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει.
«Αποδέξου ποιος είσαι, μη ζητάς να τα μάθεις όλα και, μιλώντας θεατρικά, ότι δεν είσαι η αρχή και το τέλος του κόσμου. Όπως ένας πολύ καλός φίλος μου είχε πει κάποια στιγμή: “Εντάξει ρε συ Αλέκο, δεν χτίζεις και την Ακρόπολη, μια παράσταση κάνεις”. Η απομυθοποίηση της δουλειάς που κάνουμε, πολλές φορές μπορεί να έχει πολύ πιο χρήσιμο και ωφέλιμο αποτέλεσμα, γιατί τις περισσότερες πατάμε στη σκηνή και νομίζουμε ότι, πραγματικά, όλα αρχίζουν και τελειώνουν από εμάς, και δεν είναι έτσι. Είμαστε ένα μέρος του συνόλου, δεν χρειάζεται να έχουμε τόσο μεγάλο άγχος για το τελικό αποτέλεσμα, όταν τα μάτια του κόσμου δεν είναι μόνο πάνω σε εμάς. Δεν είμαστε εκεί για να αποδείξουμε μόνο τις δικές μας ικανότητες αλλά, ουσιαστικά, όπως έλεγε και ο Μάμετ, να είμαστε storytellers, δηλαδή οι αγωγοί μεταξύ ενός πολύ καλού κειμένου και του θεατή. Άρα, να προκαλέσουμε συναισθήματα στον θεατή. Όχι να νομίζουμε ότι τα δικά μας συναισθήματα θα αποδώσουν πολύ δυνατά και ένα κείμενο».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση.
«Η καλή δουλειά, η καλή συνεργασία, η καλή συναναστροφή με τους ανθρώπους, η ποίηση, η μουσική, τα βιβλία, η γυμναστική, η θάλασσα, ο ήλιος, το κολύμπι, το χαμόγελο. Αυτά είναι, η φύση αυτή καθαυτή και πάνω από όλα η υγεία είναι αυτή που μου φτιάχνει τη διάθεση».
Κάτι που την χαλά;
«Το να πρέπει να συμβιβάζομαι με τη φυσική ροή των πραγμάτων. Το ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον, που είναι η ευχή και κατάρα του πλανήτη. Η αδικία που πρέπει να την αποδεχτώ ως μέρος της φύσης και το δίκαιο του ισχυρού, που έλεγε και ο Νίτσε φαίνεται ότι είναι η κυρίαρχη. Όταν βλέπω την ανημποριά των 2/3 του πληθυσμού της γης, την υπεραύξηση του πλανήτη και όταν έχω μία ανησυχία, να ασχολούμαι με το δικό μου καβούκι και τη δική μου προσωπική διαδρομή στον χρόνο».
Μία αγαπημένη συνήθεια.
«Η γυμναστική. Νομίζω πως όσο φροντίζουμε το σώμα μας, τόσο βελτιώνεται το πνεύμα μας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και νομίζω ότι τη χαρά και τη θετική διάθεση την ταΐζει πολύ η γυμναστική».
Ένας αγαπημένος προορισμός.
«Κυκλάδες. Ο μεγαλύτερος απ’ όλους για μένα στη Γη. Μετά από πολλά ταξίδια που έχω κάνει, το φως, το νερό, η καθαρότητα, η ησυχία, ο ήχος, η μυρωδιά, η ακτίνα του ήλιου, όλα αυτά νομίζω είναι ό,τι σημαντικότερο για μένα».
Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία και σας άρεσε.
«Έχω μπροστά μου κάτι που κοίταζα σήμερα. Επειδή είμαι λάτρης του Νίτσε, διαβάζω τα ποιήματά του. Κι έτσι αναγράφονται: “Φρειδερίκος Νίτσε, Ποιήματα”, εκδόσεις Καστανιώτη».
Μία αγωνία σας;
«Περισσότερο η τύχη των αγαπημένων μου ανθρώπων. Γιατί, όπως λένε, όταν ο θάνατος έρχεται σε μας, δεν το γνωρίζουμε, η σύσταση είναι πολύ στιγμιαία, αλλά δεν ξέρω, δεν ανησυχώ τόσο για μένα. Σίγουρα δεν θέλω να με δω να ταλαιπωρούμαι με θέματα υγείας αλλά η αγωνία μου είναι να μη ζήσω πολύ έντονα την φθορά των δικών μου ανθρώπων. Ας έχουμε όλοι την τύχη να φύγουμε κάπως αβίαστα».
Μία ευχή σας.
«Ευχή να αντέξει όσο περισσότερο μπορεί η ανθρωπότητα σε στεγανά, που μέχρι τώρα είχε καταφέρει με έναν κάποιο τρόπο να ισορροπήσει πάνω στη φύση. Όποιες και να είναι οι πράξεις και οι ενέργειες του ανθρώπου πάνω σε αυτή την πλάση να μην έχουν πολύ μεγάλο αντίκτυπο, πράγμα δύσκολο. Πράγμα πολύ δύσκολο, γιατί γινόμαστε πάρα πολλοί και δεν χωράμε, εις βάρος της φύσης. Νομίζω ότι είναι μία καλή ευχή».
Ταυτότητα Παράστασης
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Μετάφραση-Διασκευή: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Κίνηση-Χορογραφία: Μόνικα Έλενα Κολοκοτρώνη
Βοηθός σκηνοθέτιδος: Μαριτίνα Αστρά
Βοηθός συνθέτη: Γιώργος Μιζήθρας
Βοηθοί ενδυματολόγου-Ειδικές κατασκευές: Κυράννα Γκιόκα, Αφροδίτη Αναστοπούλου
Ερμηνεύουν: Φιλαρέτη Κομνηνού, Αλέκος Συσσοβίτης, Γιώργος Χριστοδούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Λήδα Κουτσοδασκάλου.