Τις προθήκες των εκδόσεων Gutenberg κοσμεί μια νέα έκδοση του εμβληματικού έργου του Charles Baudelaire (1821-1867). Αυτή τη φορά, «Τα Άνθη του Κακού», πολυμεταφρασμένα στα ελληνικά, κυκλοφορούν σε μετάφραση και Επιλεγόμενα Γιώργου Κεντρωτή.
Διαβάζουμε στο Προλογικό Σημείωμα ότι δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε συλλογή ποιημάτων αλλά για «ένα ποιητικό έργο με αρχή, μέση και τέλος, ένα αραβούργημα φιλοτεχνημένο (και ακόμα καλύτερα: αρχιτεκτονημένο) επιμελώς, που έχει πάσης φύσεως αλληγορικές ψηφίδες αναμνήσεων ανίας, πόνου, μελαγχολίας, απελπισίας και αβυσσαλέων στοχασμών, ενός χάους, με άλλα λόγια, που ανοίγεται στον χρόνο και χάσκει έτοιμο να καταβροχθίσει τον ποιητή […] “Τα Άνθη του Κακού” είναι, έτσι, το ποίημα των αντιθέσεων, της διχοτόμησης του εαυτού, της τέλειας αυταλλοτρίωσης, ακριβώς διότι –όπως λέει ο Ζαν-Πωλ-Σαρτρ- “ο Μπωντλαίρ είναι ο άνθρωπος που επέλεξε να βλέπει τον εαυτό του σαν να ήταν ένας άλλος. Η ζωή του δεν είναι παρά η ιστορία αυτής της αποτυχίας”».
Στα -380 σελίδων- Επιλεγόμενα –που αποτελούν μια πλήρη μελέτη και είναι οργανωμένα σε τρεις διακριτές ενότητες: την ιστορική, τη θεματική και τη μεταφραστική- εμπεριέχονται όλες οι σημαντικές στιγμές της ζωής του Baudelaire, καθώς και το σκάνδαλο που προκάλεσε η πρώτη έκδοση του έργου, τον Ιούνιο του 1857 –όταν ο Γκυστάβ Μπουρντέν δημοσίευσε δίκην κριτικής στη Figaro έναν άθλιο λίβελλο, όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Το βιβλίο αυτό είναι ένα νοσοκομείο ανοικτό σε όλες τις διαταραχές του νου, σε όλες τις σήψεις που μπορεί να υποστεί η καρδιά∙ αλλά ακόμη και αν υπήρχε κάτι για να τις γιατρέψει, τούτες είναι ανίατες». Αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει δίκη εις βάρος του ποιητή και του εκδότη με τελική απόφαση την επιβολή υψηλής χρηματικής ποινής στους καταδικασθέντες –ο Baudelaire απαλλάχτηκε από την κατηγορία της προσβολής της θρησκείας αλλά καταδικάστηκε για προσβολή των δημοσίων ηθών-, την κατάσχεση των 1.300 εκδοθέντων αντιτύπων και την εξαίρεση από το σώμα του βιβλίου έξι «ανήθικων» ποιημάτων σε περίπτωση επανέκδοσης –πρόκειται για τα ποιήματα «Λέσβος», «Κολασμένες γυναίκες» («Δελφίνη και Ιππολύτη»), «Η Λήθη», «Σ’ εκείνην που παραείναι χαρούμενη», «Τα κοσμήματα» και «Οι μεταμορφώσεις της βαμπίρας». Η λογοκριμένη έκδοση κυκλοφόρησε δύο μήνες μετά την πρώτη, τον Αύγουστο του 1857, και εξαντλήθηκε μέσα σε ένα έτος. Πέρασαν 92 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του έργου και την καταδίκη του ποιητή, όταν το 1949 –κατόπιν αιτήσεως της Γαλλικής Εταιρείας Λογοτεχνών για αναθεώρηση της δίκης του 1857 ενώπιων του Ποινικού Τμήματος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Γαλλίας, «εκδόθηκε αθωωτική απόφαση και έτσι αποκαταστάθηκε δημοσίως η τιμή του Καρόλου Μπωντλαίρ, του ποιητή των “Ανθέων του Κακού”».
Στα Επιλεγόμενα συναντούμε, επίσης, περιγραφή της σύγκρουσης του ποιητή με τον κυρίαρχο πουριτανισμό της τότε εποχής και κατ’ επέκταση τη γέννηση του σύγχρονου κόσμου. Τέλος, προβάλλονται όλοι οι σημαντικοί ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και λογοτέχνες που είτε στάθηκαν στο έργο του είτε δέχτηκαν την επίδρασή του –ανάμεσά τους οι Μπένγιαμιν, Αντόρνο, Ρεμπώ, Μαλαρμέ, Βερλαίν, Βαλερύ, Έλιοτ, Μπρεχτ, Προύστ, Απολλιναίρ, όλοι οι υπερρεαλιστές μέχρι τον Ρενέ Σαρ, ο Μανέ και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας και μια πλειάδα ποιητών του Μεσοπολέμου.
Η έκδοση είναι δίγλωσση και ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, και καθώς είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο έργο παρουσιάζεται στα ελληνικά ολόκληρο μεταφρασμένο έμμετρα. Η μεταφραστική δεινότητα του Γιώργου Κεντρωτή μεταμορφώνεται σε «ποίηση» μέσα στην ποίηση. Διαβάζουμε στην αρχή του «Άλμπατρος», «Των τσούρμων οι άνθρωποι συχνά, σαν θεν να διασκεδάσουν/ κάτι πουλιά θαλασσινά (: άλμπατρους τεράστιους) πιάνουν – / αράθυμα πουλιά που πέτονται για να θαυμάσουν / τα πλοία που πάνω από βυθούς πικρούς τσουλήθρα κάνουν».
O ίδιος ο μεταφραστής διευκρινίζει: «[…] Μπορώ να πω, εν κατακλείδι, ότι μετέφρασα σε προσωπική βάση τον Μπωντλαίρ, κατά πρώτον, διαβάζοντάς τον μεγαλοφώνως, δηλαδή αναγιγνώσκοντάς τον, και, κατά δεύτερον, ερμηνεύοντάς τον μέσα από το άκουσμά του στα δικά μου αφτιά. […]Και αφού μετέφρασα τον Μπωντλαίρ με το αφτί, κατ’ ανάγκην και το μετάφρασμά μου πρέπει πρωτίστως να διαβάζεται όχι με το μάτι, αλλά με το στόμα -να απαγγέλλεται, όπως συνήθως λέμε: να γίνεται αντικείμενο υποκρίσεως δηλαδή. Αυτή ήταν, άλλωστε, η πρώτη, αλλά και η τελευταία μέριμνά μου σε τούτον τον μεταφραστικό αγώνα μου. […]».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]