«Ο Χρυσοθήρας» (1925), σχεδόν έναν αιώνα μετά την πρώτη του προβολή, το κλασικό αριστούργημα του Τσάρλι Τσάπλιν, εξακολουθεί να συγκινεί τις νεότερες γενιές με την αμεσότητα, την ανθρωπιά και την πικρή κοινωνική του σάτιρα.
Ο πολυδιάστατος Τσάπλιν, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του φιλμ, το επανέκδωσε το 1942, επενδύοντάς το μουσικά ο ίδιος με τη βοήθεια του Μαξ Τερ και ενορχηστρωτών. Εξήντα πέντε χρόνια μετά (2007), ο Τίμοθυ Μπροκ έδωσε νέα διάσταση στην παρτιτούρα του Τσάπλιν και των συνεργατών του, προτείνοντας τη δική του ενορχήστρωση.
Αυτή ακριβώς η εκδοχή θα εκτελεστεί την Παρασκευή 2 Μαρτίου, στις 8.30 το βράδυ από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η οποία θα συνοδεύσει ζωντανά την προβολή της θρυλικής ταινίας, στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη. Στο πόντιουμ θα είναι ο μαέστρος Στάθης Σούλης. «Ο Χρυσοθήρας» θα προβληθεί με ελληνικούς υπέρτιτλους (μετάφραση: Παναγιώτης Καλλιφατίδης, παραχώρηση του Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών).
Μια απόλυτα βωβή ταινία που απέκτησε ήχο
Σημείο αναφοράς στην ιστορία της έβδομης τέχνης, «Ο Χρυσοθήρας» είχε γυριστεί και προβληθεί ως απόλυτα βωβή ταινία, το 1925. Όμως, η εξάπλωση και καθιέρωση του ομιλούντος κινηματογράφου, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, έθεσε νέα δεδομένα για τον ευφυή Άγγλο ηθοποιό, σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό Τσάρλι Τσάπλιν. Έτσι, δεκαεφτά χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της ταινίας του, ο Τσάπλιν αποφάσισε να την επανεκδώσει με μουσική επένδυση, την οποία υπέγραφε ο ίδιος.
Έκτοτε, για τους περισσότερους θεατές, κορυφαίες σκηνές, όπως το εορταστικό δείπνο που περιλαμβάνει ένα βραστό μποτάκι ή η έξοχη επιτραπέζια χορογραφία που εκτελεί ο Σαρλώ με δύο ψωμάκια καρφωμένα σε δύο πιρούνια (σκηνή γνωστή ως The Oceana Roll Dance), είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις αντίστοιχες μελωδίες.
Με ελάχιστη μουσική εκπαίδευση
Το παράδοξο είναι ότι η μουσική εκπαίδευση του Τσάπλιν υπήρξε ελάχιστη. Ουσιαστικά, περιοριζόταν σε σποραδικά μαθήματα βιολιού και τσέλου, που είχε λάβει κατά τα νεανικά του χρόνια. Όμως, διέθετε εξαιρετικό μουσικό αισθητήριο και είχε σαφή άποψη για τη μουσική που θα συνόδευε τη δράση στην οθόνη με τον καλύτερο τρόπο, δίνοντας έμφαση στο μελωδικό στοιχείο και τη σύνδεση των αρμονιών. Αναγκαστικά, αξιοποίησε επαγγελματίες ενορχηστρωτές, στους οποίους έπαιζε ή τραγουδούσε τις μελωδίες που είχε στο μυαλό του, έτσι ώστε εκείνοι να αποτυπώσουν τις ιδέες του στην παρτιτούρα.
Γράφοντας με αυτό τον τρόπο τη μουσική για τον «Χρυσοθήρα», δύο χρόνια αφότου είχε δοκιμαστεί για πρώτη φορά στη σύνθεση, υπογράφοντας τις μελωδίες που ακούγονταν στον «Μεγάλο δικτάτορα», ο Τσάπλιν επεδίωκε, πρωτίστως, να οξύνει την αφηγηματικότητα κάθε σκηνής. Και πράγματι, η μουσική για τον «Χρυσοθήρα» είναι έντονα περιγραφική, εκφράζοντας ηχητικά έννοιες όπως η αγάπη, η σύγκρουση, η πείνα, η περηφάνια, αλλά και πιο απτά φαινόμενα, όπως έναν λόξυγκα ή έναν χιονοπόλεμο.
Με λειτουργικό τρόπο, ο Τσάπλιν ενσωμάτωσε, επίσης, «δάνεια», τόσο από δημοφιλή τραγούδια της εποχής, όπως τα «Bonnie Banks of Loch Lomond» και «For He’s A Jolly Good Fellow», όσο και από γνωστά έργα του κλασικού ρεπερτορίου, όπως το «Πέταγμα της μέλισσας» του ΝΙκολάι Ρίμσκι – Κόρσακοφ, το βαλς από την «Ωραία κοιμωμένη» του Τσαϊκόφσκυ και μία μελωδία από τη «Ρομάντσα», έργο 118 αρ.5 του Μπραμς, για πιάνο.