Skip to main content

«Η φωλιά της οχιάς» – Μια υπόθεση για τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Τον πιο διάσημο Ιταλό επιθεωρητή δεν θα τον συναντήσει κανείς στο μητροπολιτικό αστυνομικό τμήμα της Ρώμης. Τριγυρνά σε σελίδες βιβλίων, είναι Σικελός και ζει στη φανταστική πόλη Βιγκάτα, σε ένα σπίτι στην παραλία. Aδιάφορος για φήμη και  χρήματα, περιτριγυρίζεται από φιγούρες του υποκόσμου και είναι αδιαπραγμάτευτα έντιμος.

Ένας βαθειά μοναχικός λύκος που λατρεύει το γυναικείο φύλο και το καλό φαγητό. Ο λόγος για τον επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο, που ανέλαβε την πρώτη του υπόθεση το 1994, υπό τον τίτλο «Το σχήμα του νερού». Από τότε, είναι συνεχώς στην υπηρεσία της πένας του Αντρέα Καμιλλέρι, του πιο πολυδιαβασμένου σήμερα Ιταλού συγγραφέα, ενώ από το 1999 προβάλλεται σε σειρά της ιταλικής τηλεόρασης.

Οι εκδόσεις Πατάκη έχουν αγκαλιάσει τις υποθέσεις του επιθεωρητή. Η τελευταία κυκλοφορεί με τίτλο «Η φωλιά της οχιάς». Και ενώ το καλοκαίρι ενδείκνυται για παρέα με τον Σάλβο, για τη συγκεκριμένη υπόθεση επιλέγουμε το φθινόπωρο. Εξάλλου, στην αρχή, διαβάζουμε πως ξύπνησε από δυνατούς κρότους και «Βλαστήμησε, καταλαβαίνοντας ότι είχε ξεσπάσει καταιγίδα. Από εκείνες που αναγγέλλουν τον θάνατο του καλοκαιριού».  

Τα  περιφερειακά πρόσωπα, αγαπημένα στο ελληνικό κοινό, είναι παρόντα, και στήνονται, όπως πάντα, με την ίδια δεινότητα και στοργή που περιβάλλεται ο κεντρικός  ήρωας. Η σύντροφός του Λίβια, χρόνια μαζί και ας ζουν χιλιόμετρα μακριά, και η χρυσοχέρα Αντελίνα, που φροντίζει το σπίτι και το στομάχι του είναι οι σταθερές γυναικείες φιγούρες της ζωής του –που σταθερά δεν αντέχουν η μία την άλλη. Όπως πάντα, παρόντες οι συνεργάτες του Φάτσιο, Μιμί Αουτζέλλο, Γκάλλο και  Καταρέλλα, ο ιατροδικαστής Πασκουάνο, ο εισαγγελέας Τομμαζέο και ο εκνευριστικός δημοσιογράφος Πίππο Ραγκονέζε.

Οι γαστρονομικές αναφορές είναι έντονα παρούσες, με κυρίαρχες τις δια χειρός Αντελίνας –«“-Θα σας ετοιμάσω το φαγητό που σας αρέσει, πάστα με μελιτζάνες και σάλτσα ντομάτας στον φούρνο”. Συγκρατήθηκε, αλλιώς θα την άρπαζε στην αγκαλιά του, θα την έφερνε μια βόλτα στον αέρα και θα την φιλούσε»- και αυτές του Έντσο, καθώς όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ταβέρνα του.  «“-Τι να σας φέρω;”, “-Έντσο, δε θέλω να βαρύνω το στομάχι μου. Δε θα πάρω πρώτο πιάτο. Φέρε μου…”, “-Κρίμα!”, “-Γιατί;”, “-Επειδή η γυναίκα μου σήμερα μαγείρεψε σπαγκέτι με στρείδια και μύδια και είχε την καταπληκτική ιδέα να προσθέσει μια υποψία καυτερής πιπερίτσας και άλλο ένα καρύκευμα που δε θέλησε να μου το πει. Το πιστεύετε; Ένα θαύμα!”, “-Φέρε μου ένα πιάτο” είπε ο αστυνόμος χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Τελικά, έφαγε περισσότερο από το συνηθισμένο». «Δεν τον θεωρώ λαίμαργο», έχει πει ο δημιουργός του, διευκρινίζοντας πως ο  αστυνόμος αγαπά το καλό φαγητό μέσα, μάλλον, από  μία ασυνείδητη «εκδίκηση» ζωτικότητας, που τον διαβεβαιώνει ότι –αν και μόνιμα εκτεθειμένος στον θάνατο-  παραμένει ζωντανός.   

Το βιβλίο ξεκινά με τον Μονταλμπάνο να ονειρεύεται πως βρίσκεται στο δάσος που έχει ζωγραφίσει ο Ανρί Ρουσσό στο «Όνειρο». Λεπτομέρεια του έργου κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης. 

Αυτή τη φορά, ο  λογιστής Κόζιμο Μπαρλέττα βρίσκεται δολοφονημένος  στο σπίτι του.  Οι όμορφες γυναίκες και τα ερωτηματικά όλο και πληθαίνουν. Είναι ένας ή δύο οι δολοφόνοι; Γιατί, ξαφνικά, θεωρούνται ύποπτοι οι μισοί κάτοικοι της πόλης; Πόσο επικίνδυνος είναι ο  Ρικκάρντο Νότο; Ποιος ο ρόλος της φοιτήτριας Στέλλας; Και τι κρύβει ο άστεγος,  που κάνει την εμφάνισή του από την πρώτη σκηνή, στη βεράντα του αστυνόμου; Και, βέβαια, ανάμεσα στα ερωτηματικά,  το μυστήριο και το ιατροδικαστικό τραπέζι ξεπηδούν τραγανές ροδέλες από καλαμαράκια και λαχταριστά καννόλι -παραδοσιακά γλυκά της Σικελίας, φτιαγμένα από τηγανισμένα φύλλα ζύμης σε σχήμα  σωλήνα, γεμισμένα με τυρί ρικότα ή γλυκιά κρέμα.     
 
Η επίλυση της υπόθεσης έρχεται, όπως πάντα, για να θυμίσει πως αριστοτεχνικά ο Σικελός συγγραφέας εξακολουθεί βουτώντας την πένα του στην απλότητα να γράφει για σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης πράξης. Και κάπου εκεί, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως  οι πεντανόστιμες -πασπαλισμένες με  μυστήριο– «μπουκιές» του, συνοδεύτηκαν με… μια γερή γροθιά στο στομάχι.

Η αυλαία της δράσης του  Μονταλμπάνο έχει γραφτεί εδώ και χρόνια,  και φυλάσσεται στον εκδοτικό Οίκο Sellerio, καθώς ο 91χρονος, σήμερα, Καμιλλέρι, υπό τη σκέψη  του απρόβλεπτου δικού του τέλους δεν έχει αφήσει στην τύχη το τέλος τού ήρωα του.