Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος αναμετριέται για τρίτη φορά με τον «Γλάρο» του Άντον Τσέχοφ, ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου ρεπερτορίου κι ένα έργο-σημάδι για τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Έχοντας σκηνοθετήσει το έργο στο Εθνικό Θέατρο της Κραϊόβα το 2015, αλλά και το 2018 σε μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και του Θεσσαλικού Θεάτρου, επιστρέφει ξανά στο ίδιο κείμενο. Η παράσταση παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν [Φρυνίχου 14, Πλάκα].
«Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι ανδρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα» -με αυτά τα λόγια περιέγραφε ο ίδιος ο Άντον Τσέχοφ τον «Γλάρο».
Μια λίμνη ορίζει τον ψυχικό χώρο του έργου. Μια λίμνη που κάνει μάγια, τρελαίνει, παίρνει τα μυαλά των ηρώων, δημιουργεί, καθρεφτίζει ή καταπίνει τα όνειρά τους. Ο νέος συγγραφέας Τρέπλιεφ ανεβάζει το πρώτο του θεατρικό έργο, με σκοπό να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους της μητέρας του, αλλά και την ίδια, τη διάσημη ντίβα του θεάτρου Αρκάντινα. «Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους έκφρασης, που εάν δεν τους βρούμε, καλύτερα να μην κάνουμε θέατρο» υποστηρίζει με ορμή και πάθος. Πρωταγωνίστρια του έργου του, ο μεγάλος του έρωτας, η Νίνα, ένα απλό κορίτσι που έχει μεγαλώσει δίπλα στη λίμνη και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Το άδοξο τέλος της παράστασης του νεαρού συγγραφέα θα φέρει απρόβλεπτες συνέπειες και θα είναι ο καταλύτης που θα σφραγίσει τις ζωές τους για πάντα.
Την Αρκάντινα ερμηνεύει η ηθοποιός Γιώτα Φέστα. Ήταν μεγάλη μας χαρά να μιλήσουμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση.
«Η παράσταση αυτή του “Γλάρου” δουλεύτηκε το φθινόπωρο του 2018 στη Θεσσαλονίκη, για τρεις μήνες. Παίχτηκε στα Ιωάννινα και τη Λάρισα και φέτος προσαρμόστηκε στον υπέροχο αυτόν χώρο που είναι το θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν στην οδό Φρυνίχου.
Η βάση της όμως είναι αυτή η Πρόβα που έγινε στη Θεσσαλονίκη με την ομάδα 11 ηθοποιών, του σκηνοθέτη Γιάννη Παρασκευόπουλου και κάποιων συνεργατών.
Το σύμπαν της παράστασής μας είναι να φέρει ο καθένας την προσωπική του ιστορία, να είμαστε ανοιχτοί ώστε να είναι ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, να κρατάμε τα ερωτηματικά μας, να εννοούμε αυτά που λέμε χωρίς να κρύβουμε ή να υπονοούμε κάτι άλλο, και το σημαντικότερο, να “είμαστε εκεί για τον άλλον”. Ο άλλος να μας είναι απαραίτητος, πολύτιμος. Τον χρειαζόμαστε για να πάμε παρακάτω. Η οδηγία μας ήταν “κρατηθείτε ο ένας από τον άλλον”. Δεν είναι μια παράσταση για ρεσιτάλ ερμηνειών ή, τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που αρέσουν περισσότερο ή λιγότερο αλλά η παράσταση δεν εστιάζει εκεί, δεν είναι εκεί το ενδιαφέρον. Γι’ αυτό οι θεατές που έρχονται με ένα αθώο βλέμμα λένε πάντα “τι καλοί που είστε όλοι σας”.
Προσπαθήσαμε να δούμε τη ζωή μέσα από αυτό που είναι ο Γλάρος του Τσέχοφ.
Ομολογώ, ότι οι μήνες αυτοί των προβών ήταν η καλύτερη θεατρική εμπειρία της ζωής μου».
Ποια διαχρονικά θέματα συναντάμε στον πυρήνα του έργου;
«Τον χρόνο. Τον έρωτα και τον θάνατο. Όπως σε όλα τα σπουδαία έργα. Ο Σορίν, ο αδερφός της Αρκάντινα, κραυγάζει δυο φορές μέσα στο έργο “θέλω να ζήσω!”. Αλλά μιλάει πολύ και για την πίστη. Στη φύση, στον άνθρωπο! Για την οδύνη της ύπαρξης. Για την αναζήτηση της ταυτότητάς μας. Για το ασύμπτωτο των επιθυμιών μας, για τις ματαιωμένες προσδοκίες μας, για την απόρριψη. Ασχολείται πολύ με τα κουσούρια των ανθρώπων, με τις αδυναμίες τους».
Μια περιγραφή σας για την Αρκάντινα, τη γυναίκα που ερμηνεύετε?
«Η Αρκάντινα είναι γεμάτη κουσούρια. Έχει μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων -είναι εγωκεντρική, αντιφατική, αμφίθυμη, αστεία, μελοδραματική, σπαρακτική αλλά και πολύ ευάλωτη. Με λίγα λόγια, ένας χαρακτήρας με πολλές ρωγμές. Ένας άνθρωπος εκτός ισορροπίας, και από κει νομίζω πηγάζει και η τραγικότητά της. Η Αρκάντινα, μέσα στο έργο, ετοιμάζεται για μια μεγάλη πτώση. Μια πτώση που δεν είναι καθόλου φανερή κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ο τρόπος που δουλέψαμε ήταν δίπλα από αυτό το “τέρας” που μοιάζει σε πρώτη ματιά να υπάρχει, μια γυναίκα γεμάτη αδυναμίες. Να είναι δίπλα δίπλα η ελαφρότητα και η τραγικότητά της».
Ένα σχόλιό σας για τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Παρασκευόπουλου – και ποια αναπροσαρμογή έχει γίνει σε σχέση με το περσινό ανέβασμα της συμπαραγωγής του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και Θεσσαλικού Θεάτρου;
«Κάθε παράσταση, για να μπορέσει να επικοινωνήσει, οφείλει να δημιουργήσει έναν κώδικα. Στην παράστασή μας είμαστε όλοι αφηγητές και σιγά σιγά γινόμαστε τα πρόσωπα του έργου.
Στην αφήγηση υπάρχει κάτι που συνεχώς μας κινητοποιεί. Να πάμε παρακάτω την ιστορία. Ο θεατής να δει και να ακούσει μαζί μας το έργο.
Ένα άλλο, επίσης, σημαντικό στοιχείο για την παράσταση, ήταν να φέρουμε, όπως είπα και στην αρχή, την προσωπική μας ιστορία στη σκηνή. Νομίζω πως τον Γιάννη τον ενδιέφερε περισσότερο να δει την Γιώτα στην Αρκάντινα, ή τον Λάμπρο στον Γιάκοφ κ.ο.κ. για τους υπόλοιπους ρόλους, παρά ένας προκαθορισμένος στο μυαλό του χαρακτήρας.
Η παράσταση για τον Γιάννη ήταν πάντα μια ζωντανή έρευνα. Τον ενδιέφερε να εκθέτει κανείς διαδικασία περισσότερο, παρά αποτέλεσμα.
Είπε πολλές φορές για τον Γκαλ, που ερμηνεύει τον Τρέπλιεφ, πως θα ήθελε να δει τι πιστεύει ο Γκαλ για το θέατρο σήμερα, όπως ο Τρέπλιεφ πριν εκατό χρόνια.
Και βέβαια πάντα το “κλειδί είναι ο άλλος”.
Οι αλλαγές που έγιναν για την παράσταση εδώ ήταν κατ’ αρχάς η αντικατάσταση, λόγω καλλιτεχνικών υποχρεώσεων, της Ιωάννας Δεμερτζίδου από την Έφη Γούση.
Και, βέβαια, ο χώρος του θεάτρου Τέχνης στον οδό Φρυνίχου σε οδηγεί σε διαφορετικά στησίματα που, στην περίπτωσή μας, ήταν πολύ αποκαλυπτικά μιας και εκμεταλλευτήκαμε όλους τους χώρους εντός και εκτός σκηνής».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Ο Τριγκόριν, ο συγγραφέας του έργου, που ερμηνεύει ο Γιώργος Βεργούλης, λέει:
“…αρχίζω πάλι να γράφω, να γράφω χωρίς σταματημό. Και πάντα έτσι γίνεται , πάντα ο εαυτός μου δε μ’ αφήνει να ησυχάσω. Νιώθω πως καταβροχθίζω την ίδια μου τη ζωή… είμαι ή δεν είμαι τρελός;” –είναι μια φράση που συγγενεύει πολύ με τη σημερινή ζωή μας, με τις αγωνίες μας για το πώς πρέπει να ζούμε…»
Μια σκέψη, κάποιο συναίσθημα από την επαφή σας με το έργο?
«Εκείνο που λείπει είναι πάντα αυτό που μας κάνει και να ζούμε, και να παίζουμε και να γράφουμε αλλά και να μιλάμε».
Κάποια πρόσωπα, κάποιες στιγμές που ξεχωρίζετε από την καλλιτεχνική σας διαδρομή;
«Ο Στέλιος Βόκοβιτς, η Μαίρη Αρώνη, ο Μίνως Βολανάκης, ο Σπύρος Βραχωρίτης ήταν τα πρόσωπα, στην αρχή της καλλιτεχνικής μου ζωής, που επηρέασαν το γούστο μου, την αισθητική μου αλλά τις απόψεις μου για τον τρόπο που ήθελα να δουλέψω. Με όλους τους ανθρώπους που δούλεψα όμως κι αργότερα ανακάλυψα, κατά καιρούς, πολύ σημαντικά στοιχεία για τη δουλειά μας. Οι στιγμές, επίσης, που δούλεψα στο σινεμά, και δούλεψα πολύ, ήταν πολύ συχνά στιγμές πολύ απολαυστικές. Βλέπω πως χρησιμοποίησα πολύ συχνά τη λέξη δουλειά κι ίσως αυτό να μην είναι τυχαίο».
Μια καλή συμβουλή που σας έχουν δώσει;
«Να μην με απασχολεί ποτέ η γνώμη των κριτικών!».
Μια αγαπημένη σας συνήθεια;
«Να περπατάω στον Λυκαβηττό με το σκυλί μου, τη Ρόζα!».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Να βρίσκομαι κοντά και να βλέπω τη θάλασσα».
Κάτι που τη χαλά;
«Η έλλειψη ευγένειας στην καθημερινότητά μας».
Μια αγωνία σας;
«Να μην μπορώ να δω».
Και μια ευχή σας
«Να είναι καλά οι αγαπημένοι μου άνθρωποι».
Συντελεστές παράστασης
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Παρασκευόπουλος
Συνεργάτης Δραματουργός: Σοφία Ευτυχιάδου
Σκηνικά: RichardAntony
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Κοστούμια: Βασίλης Μπαρμαρίγος
Μουσική: Μάνος Μυλωνάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρέας Παράσχος
Παραγωγή: Θέατρο Του Νέου Κόσμου – PanEntertainment
Διανομή
Σόριν: Θανάσης Μιχαηλίδης
Αρκάντινα: Γιώτα Φέστα
Τριγκόριν: Γιώργος Βεργούλης
Τρέπλιεφ: Γκαλ Α. Ρομπίσα
Νίνα: Χρυσή Μπαχτσεβάνη
Σαμράγιεφ: Στέλιος Νίνης
Πωλίνα: Ζωή Ιωαννίδη
Ντόρν: Αρτέμης Χαραλαμπίδης
Μάσα: Έφη Γούση
Μεντβεντέγκο: Γιάννης Κοντός
Γιάκοφ: Λάμπρος Γραμματικός