Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» είναι ένα ιστορικό, περιπετειώδες ερωτικό αφήγημα μυστηρίου του Γιάννη Μαρή που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση όταν δημοσιεύθηκε σε δεκαεννέα συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1959. Δεν εκδόθηκε ποτέ έως τώρα σε βιβλίο –και είναι το δέκατο βιβλίο του Μαρή που αποκατέστησαν οι εκδόσεις Άγρα, από δημοσιεύσεις σε συνέχειες σε εφημερίδες της εποχής.
Συγκαταλέγεται στα δύο-τρία πιο επιδέξια μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, και ως προς την πλοκή του και ως προς το αμφίσημο του κεντρικού χαρακτήρα, του Μιχαήλ Βερύκκιου, και ως προς τη διφορούμενη ερμηνεία των πράξεών του –«Όπως τον κοιτάζω σκέπτομαι για μια ακόμη φορά πόσο απίστευτα όμορφος είναι αυτός ο άνθρωπος. Ξανθά μαλλιά, σχεδόν χρυσά μάτια με ένα χρώμα μενεξελί, το λεπτό μουστάκι πάνω από τα κόκκινα χείλη. Μοιάζει με πρίγκιπα παραμυθιού ή με Αρχάγγελο, όπως τον φαντασθήκαμε στα παιδικά μας χρόνια. Πρέπει να είναι περισσότερο από τριάντα χρόνων κι όμως έχει μια φρεσκάδα που τον δείχνει σχεδόν παιδί, αν δεν υπήρχε το χαμόγελό του. Αυτό το χαμόγελο που ήταν τόσο ξένο προς το υπόλοιπο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο δαιμονικό, γεμάτο σαρκασμό, ανθρώπου που έχει δει πολλές ασχήμιες κι έχει ζήσει πολλές βρομιές. Τα μακριά δάχτυλά του χάιδευαν τα πλήκτρα του πιάνου. Στις πρώτες νότες ανατριχιάζω. Ο Μιχαήλ το βλέπει και μου χαμογελά.
– Η Σονάτα υπό το σεληνόφως, λέει. Θυμάσαι;»
Η «Σονάτα» εξελίσσεται το 1896 στην Αθήνα, αλλά όχι των Ολυμπιακών Αγώνων. Το ιστορικό φόντο είναι οι εχθροπραξίες στα σύνορα, παραμονές της ήττας από τον οθωμανικό στρατό και της παρ’ ολίγον διάλυσης του ελληνικού κράτους, που έφθανε τότε μέχρι και τη Θεσσαλία.
Ο Μαρής παίζει, επίσης, με την εγχώρια λογοτεχνική σκηνή της εποχής: Ο αφηγητής του συνευρίσκεται με τον Σουρή και τον Ροΐδη, ο οποίος μάλιστα του δίνει πληροφορίες για τον Μιχαήλ Βερύκκιο!
Σκηνογραφία της «Σονάτας» είναι η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα, η Πλάκα, οι στύλοι του Ολυμπίου Διός, η οδός Πειραιώς, το Πεδίον του Άρεως, η οδός Πινακωτών -σημερινή Χαριλάου Τρικούπη, τα αραιά σπίτια γύρω από τα αμπέλια Καλλιφρονά, τα σημερινά Πατήσια. Κι ο αφηγητής, ένας εικοσιπεντάχρονος, περίεργος για το πραγματικό ποιόν του πανέμορφου Μιχαήλ Βερύκκιου, γίνεται μάρτυρας μιας ιστορίας απάτης και πάθους, που τον συγκλονίζει, ενώ η νεαρή χώρα του βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης –«Ξέρω πως η μέρα που ξημερώνει είναι η τελευταία της φιλίας μας και της ζωής του. Της ζωής του Μιχαήλ Βερύκκιου, του φίλου που αγάπησα και θαύμασα όσο κανέναν άλλον κι όμως μόλις τώρα, αυτές τις τρεις μέρες, τον γνώρισα πραγματικά. Του Μιχαήλ Βερύκκιου, του ανθρώπου με το αγγελικό πρόσωπο και το χαμόγελο του σατανά».