Η αγάπη που σε πνίγει και εκείνη που σου δίνει φτερά για να πετάξεις. Οι επιλογές που σε ακολουθούν. Οι κοινωνικές συμβάσεις, η αντισυμβατική στάση απέναντι στη ζωή. Η βία και το χάδι. Οι προκαταλήψεις και η άδολη αποδοχή…
Στο βιβλίο «Χαρακιές πάνω στον χρόνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η Αφροδίτη Βακάλη μιλά για έναν μονόδρομο. Αυτόν της Αλήθειας. Με αφορμή αυτό το νέο, τρίτο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας μίλησε μαζί μας.
Μιλήστε μας λίγο για τον τίτλο του μυθιστορήματός σας. Πώς προέκυψε και τι σημαίνουν για εσάς οι χαρακιές πάνω στον χρόνο;
«Ο τίτλος του βιβλίου γεννήθηκε από τη φράση του κεντρικού ήρωα, του Σίμου: “Ολόκληρη η ζωή μας μια χαρακιά πάνω στον χρόνο, μια γρατζουνιά στο μπράτσο του Θεού”. Κι όπως μέσα στις σελίδες του παρακολουθούμε τη ζωή διαφόρων ηρώων, μου φάνηκε ταιριαστός. Παράλληλα, οι “χαρακιές” έχουν κυριολεκτικό και μεταφορικό χαρακτήρα σε όλο το μυθιστόρημα. Υπάρχει το όνομα της Βασιλικής, χαραγμένο σε κάθε γωνιά του σπιτιού του άντρα της, σε όλους τους τοίχους, τις πόρτες, τα έπιπλα, παντού, καθώς και τα σημάδια στο πρόσωπο της Δάφνης. Υπάρχουν, όμως, και οι αόρατες χαρακιές στις ψυχές των ηρώων που συμβολίζουν τις εμμονές, τα τραύματα, τα συναισθήματα που έχουν ανάγκη να βιώσουν και κυρίως, την έλλειψη αυτών. Για μένα προσωπικά, σημαίνουν το στίγμα που αφήνει κάποιος στον κόσμο τούτο. Και θα ήθελα να πιστεύω ότι οι δικές μου χαρακιές υπάρχουν στο μυαλό και στην καρδιά των μαθητών μου και των αναγνωστών των βιβλίων μου».
Ποια είναι η δική σας σχέση με τον χρόνο;
«Με γοητεύει η άπιαστη έννοια του χρόνου. Έχουμε την απατηλή αίσθηση ότι ζούμε στο παρόν, ενώ ακροβατούμε πάνω σε μια κινούμενη αλυσίδα στιγμών, όπου το κάθε δευτερόλεπτο, από μέλλον γίνεται παρελθόν. Δε με τρομάζει, όμως, αυτό. Έχω συμφιλιωθεί με τον χρόνο που τρέχει ανεξέλεγκτα, τον θεωρώ αρωγό στο ταξίδι προς την αυτογνωσία και την εξέλιξή μου ως άτομο. Μου φέρνει εμπειρίες, τροφοδοτεί με αυτές τη σκέψη μου και μου δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξω πίσω, να επεξεργαστώ τα λάθη μου, να ανακαλύψω για ποιο λόγο οδηγήθηκα σε αυτά και να βαδίσω πιο ώριμη προς το μέλλον».
Τι είναι αυτό που ταλανίζει περισσότερο τους ήρωές σας;
«Οι εμμονές, οι ανασφάλειές τους, η αναζήτηση δικαιοσύνης και αποδοχής και η βαθύτερη ανάγκη να ανακαλύψουν τον εαυτό τους για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να αντιμετωπίσουν τον περίγυρό τους, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό. Να ωριμάσουν, εντέλει, έτσι ώστε να καταφέρουν να ευτυχίσουν».
Ποια εμπόδια καλούνται να ξεπεράσουν οι χαρακτήρες σας -εξωγενή και πιο εσωτερικά- για να έρθουν αντιμέτωποι με την Αλήθεια, τη δική τους και των άλλων;
«Η Αλήθεια των ηρώων μου, όπως άλλωστε και του καθενός από μας, βρίσκεται κρυμμένη βαθιά μέσα τους, στον πυρήνα της ύπαρξής τους. Καλούνται, λοιπόν, να ξεφλουδίσουν κομμάτι- κομμάτι όλες τις εσφαλμένες ιδέες και εικόνες που τους έχουν δημιουργήσει, είτε οι επιταγές της κοινωνίας όπου ζουν, είτε οι προσδοκίες των άλλων, και να απαλλαγούν από αυτές για να κατορθώσουν να φτάσουν στον πυρήνα τους, να δουν ποιοι είναι πραγματικά και τι ζητούν. Καλούνται, επίσης, να έχουν το σθένος να αποδεχτούν αυτήν την Αλήθεια, έτσι ώστε να καταφέρουν να ισορροπήσουν αλλά και να συμπορευτούν αρμονικά με τα άτομα εκείνα που θέλουν να έχουν κοντά τους».
Ποια μηνύματα θα θέλατε να περάσετε μέσα από αυτό το βιβλίο;
«Όπως είπα και πιο πάνω, θεωρώ πολύ σημαντικό ο καθένας από μας να συνειδητοποιήσει ποιος είναι πραγματικά και τι θέλει από τη ζωή, έτσι ώστε να μπορέσει να γαληνέψει και να ευτυχίσει. Παρόλα αυτά, ο σκοπός μου δεν είναι να περάσω κάποια συγκεκριμένα μηνύματα στον αναγνώστη, αλλά να μοιραστώ μαζί του τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου πάνω σε καίρια κοινωνικά θέματα. Να παρουσιάσω τη δική μου οπτική και, πιθανόν, να του δώσω τροφή για σκέψη».
Εκτός από συγγραφέας είστε και εκπαιδευτικός. Τι ενέργειες, κατά τη γνώμη σας, θα πρέπει να γίνουν ώστε ν’ αγαπήσουν οι έφηβοι το βιβλίο;
«Καταρχάς πιστεύω ότι στο μάθημα της Λογοτεχνίας, αντί για μικρά αποσπάσματα και επιλεγμένους στίχους, θα έπρεπε οι μαθητές να διαβάζουν ολόκληρο το βιβλίο ή το ποίημα ενός συγγραφέα, και στη συνέχεια, να καλούνται να απαντήσουν ερωτήσεις ή να γράψουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα που τους προκάλεσε η ανάγνωσή του. Με αυτόν τον τρόπο, όλοι θα έχουν διαβάσει κάποια, λίγα έστω, βιβλία στη ζωή τους -πράγμα που, δυστυχώς, τώρα δεν συμβαίνει. Κι όποιοι απολαύσουν αυτή τη διαδικασία, θα συνεχίσουν, ελπίζω, να διαβάζουν και θα βυθιστούν σιγά-σιγά στον κόσμο του βιβλίου. Κάπως έτσι, άλλωστε, δεν ξεκίνησε το ταξίδι όλων μας στη λογοτεχνία; Και, τέλος, θα έπρεπε σε όλα τα σχολεία να λειτουργεί δανειστική βιβλιοθήκη. Βλέποντας ο ένας τον άλλο, ίσως παρακινηθούν. Και ασφαλώς, όσοι τελικά αγαπήσουν το βιβλίο, θα έχουν άμεση και εύκολη πρόσβαση σε αυτό».
Μένετε μόνιμα στη Μύκονο. Ποιο μέρος του νησιού αποτελεί πηγή έμπνευσης για εσάς;
«Πηγή έμπνευσης για μένα αποτελεί πάντα η θάλασσα. Αφήνοντας τη ματιά μου να ταξιδέψει απάνω στο γαλάζιο εκείνο εύρος που σμίγει με τον ουρανό, και παρακολουθώντας χείλη καμωμένα από αφρό και σύννεφα να ανταλλάσσουν φιλιά, χαλαρώνω, γαληνεύω και νιώθω να γεννιούνται ιδέες και σκέψεις στο μυαλό μου. Ξεπηδούν αβίαστα απ’ το πουθενά, σαν να τα φέρνει κοντά μου η αύρα της θάλασσας».
Αν το βιβλίο σας γινόταν ταινία, με τι μουσική θα την «ντύνατε»;
«Δύσκολη επιλογή. Ίσως με κομμάτια από τις “Τέσσερεις Εποχές” του Βιβάλντι, υπό την έννοια ότι οι έντονες εναλλαγές της φύση, ο άλλοτε γρήγορος κι άλλοτε αργός ρυθμός του βιολιού και των εγχόρδων, θα μπορούσε να συμβολίζει τις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων μου, αλλά και τις εσωτερικές αλλαγές που υφίστανται καθώς πορεύονται στη ζωή».
Τι σας κάνει να αισιοδοξείτε και τι σας εξοργίζει;
«Με κάνουν να αισιοδοξώ οι μικρές, απρόσμενες πράξεις καλοσύνης από άγνωστους ανθρώπους και με εξοργίζει η ανικανότητα κάποιων να αναλάβουν τις ευθύνες τους».
Τι είναι πιο σημαντικό κατά τη διάρκεια της συγγραφής, η έμπνευση ή η πειθαρχία;
«Και τα δύο, πιστεύω, ότι είναι απαραίτητα. Παρόλα αυτά, κλίνω προς την έμπνευση καθώς όση πειθαρχία κι αν έχει ένας συγγραφέας, όσες ώρες κι αν περνά πάνω από το κείμενό του, αν δεν νιώθει τη μαγική ανάσα της έμπνευσης στο σβέρκο του, δε ξέρω αν μπορεί να προχωρήσει. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην ισχύει για όλους. Η συγγραφή είναι πολύ προσωπική υπόθεση και ο καθένας την αντιμετωπίζει καθαρά με τον δικό του τρόπο».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]