Skip to main content

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: «…προτιμώ να δουλεύω στο θέατρο, που δίνει χώρο στην τέχνη…»

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Το αριστούργημα του Φρανκ Βέντεκιντ, «Λούλου», ζωντανεύει στο Θέατρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με έναν εξαιρετικό θίασο πρωταγωνιστών.

Ποια είναι η Λούλου, τι είναι η Λούλου; Είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση, ο Έρως και ο Θάνατος, μια δύναμη της φύσης, αποκύημα της φαντασίας, όλες οι γυναίκες και όλες οι ιδέες για τη γυναίκα. Πώς, όμως, μπορεί κανείς να συλλάβει, πολύ λιγότερο να καταλάβει, ένα τέτοιο πλάσμα;

Γύρω της ένας φαντασμαγορικός θίασος αρσενικών και θηλυκών μορφών, χαρακτηρισμένων από τον ίδιο τον Βέντεκιντ ως «τέρατα», παίζουν κάθε είδους νούμερα αστικού δράματος, τσίρκου, μπουρλέσκ και μελοδράματος, στην απεγνωσμένη τους απόπειρα να λύσουν τον μέγα γρίφο.

Μια από αυτές τις μορφές ενσαρκώνει η μεγάλη πρωταγωνίστρια της ελληνικής σκηνής, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Είχαμε τη μεγάλη χαρά να μιλήσουμε μαζί της.

Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το έργο;

«Η “Λούλου” είναι ένα έργο που διερευνά την ανθρώπινη σεξουαλικότητα σε σχέση με τις δομές της αστικής κοινωνίας· μιας κοινωνίας ασφυκτικής που έχει δημιουργηθεί με βάση τις ανάγκες της οικονομίας, στηρίζεται σε συντηρητικούς θεσμούς και θρησκευτικά πρότυπα, και αγνοεί την αληθινή φύση του ανθρώπου, που περιλαμβάνει τον άναρχο έρωτα, τα ένστικτα και τις φαντασιώσεις του. Αποτέλεσμα αυτής της καταπίεσης είναι σώματα που πάσχουν και ψυχές που νοσούν και οδηγούνται σε απίστευτες τραγωδίες».

Μια περιγραφή του ρόλου σας;

«Υποδύομαι την Κόμισσα Γκέσβιτς, μια γυναίκα που ερωτεύεται με πάθος τη  Λούλου και βιώνει την απόλυτη καταστροφή. Ο Βέντεκιντ τολμά στην εποχή του να παρουσιάσει επί σκηνής ένα θέμα ταμπού. Η Γκέσβιτς είναι ένα πλάσμα που περιθωριοποιείται λόγω της ιδιαιτερότητάς της. Στα μάτια των άλλων είναι ένα τέρας άξιο του χλευασμού και της περιφρόνησής τους, που εξελίσσεται ακόμα και σε βιαιοπραγία εναντίον της. Εκείνη, όμως, μέσα στη σπαρακτική μοναξιά της και τη βαθιά της αγάπη, θα θυσιάσει τα πάντα για τη Λούλου, μένοντας δίπλα της μέχρι το τέλος. Μέσα από την ιστορία αυτού του πλάσματος που είναι εγκλωβισμένο σε λάθος σώμα, το έργο μιλάει για τις βαθιές κοινωνικές φοβίες και προκαταλήψεις απέναντι στα θέματα της ρευστότητας του φύλου και της διαφορετικότητας».   

Και μία της Λούλου;

«Η Λούλου είναι η απόλυτη αντρική φαντασίωση, διαφορετική για κάθε άντρα. Αθώο παιδί, femme fatale, άγγελος και δαίμονας, αρχετυπική γυναίκα, άγριο σεξουαλικό ζώο, θύτης και θύμα. Έρχεται από τα σκοτεινά βάθη της κοινωνίας, είναι σεξουαλικά έμπειρη από παιδί, στα δώδεκά της μπαίνει στα ανώτερα στρώματα της αστικής κοινωνίας αρχικά ως ερωμένη και μετά ως σύζυγος, κανένας δεν θα την καταλάβει ούτε θα την αγαπήσει ποτέ και τέλος θα οδηγηθεί ξανά πίσω στη μοίρα της, την πορνεία και την εξαθλίωση. Η Λούλου είναι η ενσάρκωση της σεξουαλικότητας ως φυσικής δύναμης, η οποία γίνεται απειλητική για την αστική κοινωνία, σε ένα παιχνίδι αμοιβαίας καταστροφής».

Το συγκεκριμένο έργο είναι αγαπημένη επιλογή στο ελληνικό θέατρο –σε ένα, μάλιστα, ανέβασμα, στο παρελθόν, έχετε ενσαρκώσει τη Λούλου. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται ο διαχρονικά ελκυστικός χαρακτήρας του;

«Έχω παίξει πριν από χρόνια τη Λούλου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, στην παράσταση του Ανοιχτού Θεάτρου που γνώρισε πολύ μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Το θεατρικό κείμενο έχει δώσει, επίσης, την αφορμή να γίνει η βωβή ταινία του Γκέοργκ Παμπστ “Το κουτί της Πανδώρας”, καθώς και η όπερα του Άλμπαν Μπεργκ. Είναι ένα έργο που αρέσει πολύ σε όλες τις εποχές, λόγω της θεματολογίας του, και επειδή είναι τολμηρό χωρίς να γίνεται διδακτικό, διαθέτει εξαιρετική πλοκή και μια απαράμιλλη γραφή, που περνάει από το τραγικό στο κωμικό με εκπληκτική επιδεξιότητα».

Κάποιο σχόλιό σας για τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Χουβαρδά;

«Ο Γιάννης Χουβαρδάς θέλησε να αναδείξει αυτά ακριβώς τα προτερήματα του έργου με μια παράσταση που συνδυάζει τον εξπρεσιονισμό, την τραγωδία, το μπουρλέσκ, το μελόδραμα, το γκροτέσκο, τη μαύρη κωμωδία και το τσίρκο. Μάλιστα, υιοθετεί την αισθητική του τσίρκου τόσο στο εικαστικό της μέρος, όσο και στην εκτέλεση κάποιων σκηνών εν είδει κάποιου τσιρκολάνικου νούμερου. Απαιτεί, λοιπόν, από τους ηθοποιούς να ισορροπούν ανάμεσα στα διαφορετικά θεατρικά ύφη με ακροβατική δεξιοτεχνία, ακρίβεια, χιούμορ, ελαφράδα, αλλά και απόλυτη εσωτερική αλήθεια».   

Πείτε μας μια ατάκα, περιγράψτε μας μια σκηνή. Ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.

«Η Γκέσβιτς λέει σε ένα μονόλογό της: “Εγώ δεν είμαι άνθρωπος. Το σώμα μου δεν έχει τίποτα κοινό με τα ανθρώπινα σώματα. Είμαι ακρωτηριασμένη. Το σώμα μου είναι ακρωτηριασμένο. Και ψυχή; Έχω ανθρώπινη ψυχή;”».

Στις 19 Δεκεμβρίου θα βγει στις αίθουσες η ταινία «Ευτυχία» που αφηγείται τη ζωή της μεγάλης Ελληνίδας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, στην οποία πρωταγωνιστείτε. Πείτε μας κάτι και γι’ αυτή την ερμηνευτική σας εμπειρία.

«Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υπήρξε μια σπουδαία γυναίκα, πρωτοπόρα για την εποχή της. Έζησε και δημιούργησε σε έναν απόλυτα ανδροκρατούμενο χώρο, γράφοντας ιστορία στο λαϊκό τραγούδι. Ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο, γεμάτο χιούμορ και ανθρωπιά. Έζησε μεγάλες τραγωδίες, από τη Μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά, μέχρι τον θάνατο της κόρης της. Τον πόνο της τον μετέτρεπε σε τραγούδι και έδωσε πολύ δυνατούς στίχους που έχουν εγγραφεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο. Ζούσε για το σήμερα, κάπνιζε με μανία, είχε πάθος με τη χαρτοπαιξία και δεν δίσταζε να πουλάει τους στίχους της για ελάχιστα χρήματα, αδιαφορώντας για τα πνευματικά της δικαιώματα και την υστεροφημία της. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον  Άγγελο Φραντζή και μοιραζόμαστε τον ρόλο με την Κάτια Γκουλιώνη, που την ερμηνεύει στα νεανικά της χρόνια. Πρόκειται για εξαιρετική δουλειά και ήταν για μένα σπουδαία εμπειρία».

«Κίτρινος φάκελος», «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», «Η αγάπη άργησε μια μέρα», -σειρές που πολλοί θυμούνται ακόμα, παραγωγές που άφησαν εποχή. Τι κυριαρχεί, όταν θυμάστε εκείνες τις τηλεοπτικές δουλειές σας και ποια η σχέση σας με την τηλεόραση σήμερα;

«Όλες αυτές οι σειρές ήταν διασκευές λογοτεχνικών έργων και πολύ πλούσιες παραγωγές, που έγιναν με όρους κινηματογραφικούς. Έδιναν μεγάλη σημασία στους διαλόγους, την αισθητική, την αναπαράσταση της εποχής. Είχαν έντονα ποιητική ατμόσφαιρα, υπέροχους φωτισμούς και εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς. Και σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο μοναδικός Κώστας Κουτσομύτης. Όταν τις θυμάμαι, κυριαρχούν μέσα μου η νοσταλγία για μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί, η θλίψη για τις μεγάλες απώλειες που έφερε ο χρόνος και ένα αίσθημα θυμού και απογοήτευσης που δεν γίνονται πια τέτοιες δουλειές. Η σημερινή ελληνική τηλεόραση δίνει το προβάδισμα στην εύκολη ψυχαγωγία και δεν επενδύει σε οράματα καλλιτεχνικά. Γι’ αυτό και προτιμώ να δουλεύω στο θέατρο, που δίνει χώρο στην τέχνη. Είναι κρίμα να βλέπεις αυτή την ύφεση, όταν στο εξωτερικό υπάρχει αυτή τη στιγμή μια έκρηξη δημιουργικότητας στις τηλεοπτικές σειρές, που συχνά ξεπερνούν και τις κινηματογραφικές παραγωγές. Και θλίβεσαι ξανά, γιατί ξέρεις πως τέτοιες σειρές δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν στην Ελλάδα».

Από τους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει –θεατρικούς, κινηματογραφικούς ή τηλεοπτικούς- είναι κάποιος ή κάποιοι που «δεθήκατε» περισσότερο;

«Έρχομαι πάντα σε αμηχανία όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση, γιατί είχα την τύχη να παίξω κάποιους από τους σπουδαιότερους ρόλους που έχουν γραφτεί ποτέ και μάλιστα με εξαιρετικούς συνεργάτες. Ποιον ρόλο να πρωτοδιαλέξει κανείς, την Αντιγόνη, τη Μήδεια, τις Ηλέκτρες, τις Κλυταιμνήστρες, την Ελένη, την Άτοσσα, τη Μεγάρα στον “Ηρακλή μαινόμενο”, τον Άμλετ, τη Λαίδη Μάκβεθ, τον Άριελ, την Αναμπέλα του “Κρίμα που είναι πόρνη”, τη Λούλου, τη Μάσα στις “Τρεις αδελφές”, τη Νίνα και την Αρκάντινα του “Γλάρου”, τη Δεσποινίδα Τζούλια, τη Δούκισσα του Μάλφι, τη Τζένη και την κυρία Πήτσαμ, το Σκράικερ, τη Μαριάννα στις “Σκηνές από ένα γάμο”, την Τσούνγκα, την Κριστίν Μάννον στο “Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα”, τη Ραμόνα της Γλυκερίας Μπασδέκη, την Πέτρα φον Καντ, την κυρία Τσίτελ της “Πλατείας Ηρώων”, την…, την…,  για να μιλήσω μόνο για το θέατρο. Κάθε ρόλος είναι συνδεδεμένος με ένα κομμάτι της ζωής μου, με δίδαξε απίστευτα πράγματα, μου θυμίζει στιγμές ανεπανάληπτες, αγαπημένους φίλους που χάθηκαν. Και πώς να μη μιλήσω για τη Μαρία Πετροπούλου, τη Μάρθα, την Ασπασία -κατ’ αντιστοιχία με τις σειρές που αναφέρατε- τη Θεανώ Γαλάτη στο “Ασθενείς και οδοιπόροι”, την Όλγα στην ταινία “Ελεύθερη κατάδυση” και βέβαια την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου;».  

Ένας στίχος από κάποιο τραγούδι που αγαπάτε;

«Από το ”Imagine” του Τζον Λένον: “Imagine no possessions / I wonder if you can / No need for greed or hunger / A brotherhood of man / Imagine all the people / Sharing all the world…”.
Κι από το «Τσάμικο» του Διονύση Σαββόπουλου: “Ζήτω η Ελλάδα και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό / Ελασσόνα, Λιβαδειά, Μελβούρνη, Μόναχο,  / Αλαμάνα και Γραβιά, Αμέρικα / Βελεστίνο, Άγιοι Σαράντα, Εσκί Σεχίρ / Κώστας, Κώστας, Μανόλης, Πέτρος, Γιάννης, Τάκης,
Πλατεία Ναβαρίνου, Διοικητηρίου και Εξαρχείων, / Αλέκος, Βασίλης, Άγγελος / Μπιζανίου κι Αναλήψεως, Αγίας Τριάδος κι 28ης Οκτωβρίου / Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει / κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει
”».

Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Η θάλασσα. Η φύση».

Κάτι που τη χαλά;
«Οι ειδήσεις».

Μια αγωνία σας;
«Προς τα πού πηγαίνει αυτός ο κόσμος».

Μια ευχή σας;
«Ειρήνη. Αγάπη. Ελευθερία».

Ταυτότητα Παράστασης

Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάνννα Τσάμη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Φαναριώτη
Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη
Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Βοηθός ενδυματολόγου: Ήρα Καραγκούνη
Φωτογραφίες: Άλεξ Κατ
Video: Παντελής Μάκκας

Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά):

Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Γιώργος Μπινιάρης
Άλκηστις Πουλοπούλου
Άκης Σακελλαρίου
Αλέκος Συσσοβίτης
Χάρης Φραγκούλης
Νίκος Χατζόπουλος.