Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Οι επιδόσεις που καταγράφουν στο ράφι οι τρεις βασικές κατηγορίες γαλακτοκομικών προϊόντων στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς αποτελούν ακόμα έναν λόγο ο οποίος δικαιολογεί το γιατί ο κλάδος βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο των εγχώριων επιχειρηματικών εξελίξεων.
Ακόμα και κατά την ιδιαίτερη συγκυρία της πανδημίας, ο κλάδος των γαλακτοκομικών αναδείχθηκε στον «πρωταγωνιστή» των εξαγορών και συγχωνεύσεων, καθώς μια σειρά από ηχηρά deals έλαβαν χώρα, ενώ οι ζυμώσεις εξακολουθούν να είναι έντονες.
Μέσα σε διάστημα λίγων μηνών τα δεδομένα στη γαλακτοβιομηχανία ανατράπηκαν, με βασικό «καταλύτη» των εξελίξεων να αποτελεί η εξαγορά της Δέλτα, ενός βασικού βραχίονα της Vivartia, που πέρασε στον έλεγχο της CVC Partners. Ακολούθησε και η απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου της Δωδώνης από το ίδιο fund, αλλά και η αποεπένδυσή του από τη Μεβγάλ, η οποία πλέον «ανοίγει» μια νέα σελίδα, υπό τον έλεγχο των Μ. Χατζάκου – Σπ. Θεοδωρόπουλου.
Εξίσου σημαντικό deal είναι η νέα συνέργεια μεταξύ Δέλτα και Danone, με τους Γάλλους να επιλέγουν να κινηθούν στρατηγικά εισερχόμενοι στην παραγωγή στραγγιστού γιαουρτιού στην Ελλάδα σε αυτή τη συγκυρία.
Ερωτηματικό παραμένει τι μέλλει γενέσθαι με την Κολιός και εάν θα αλλάξει ή όχι χέρια στο άμεσο μέλλον, ενώ σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους ισχυρούς παίκτες, Ελληνικά Γαλακτοκομεία, Φάγε, Optima Α.Ε., Κρι-Κρι, Friesland, το ξαναμοίρασμα της τράπουλας οδηγεί σε αναπροσαρμογή στρατηγικών, ενδεχομένως μέσω επιθετικότερων σχεδιασμών.
Διαρκής «μάχη»
Στο κάδρο, πέρα από τις επιχειρηματικές συμφωνίες, περιλαμβάνεται και μια σειρά από ζητήματα, όπως οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τη σήμανση των προϊόντων, τις τιμές και την προέλευση των πρώτων υλών, τη θωράκιση των ΠΟΠ εντός ευρωπαϊκού εδάφους αλλά και τη διατήρηση της όποιας κυριαρχίας σε τρίτες χώρες, ενώ ο κλάδος «χρωματίζεται» και από «σκάνδαλα» νοθείας που αφορούν κυρίως το κομμάτι των εξαγωγών.
Η διαρκής «μάχη» των γαλακτοβιομηχανιών αφορά μια αγορά που συνολικά προσεγγίζει τα 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περί το 1,4 δισ. είναι οι scanned κωδικοί στη λιανική τροφίμων.
Η κρίση Covid-19 ενίσχυσε σημαντικά τις επιδόσεις στο ράφι την περσινή χρονιά, και όπως υποδεικνύουν τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2021 (περίοδος έως 4 Ιουλίου 2021) οι τζίροι της λιανικής, παρά την επαναλειτουργία του καναλιού της εστίασης, καταφέρνουν να διατηρούν σημαντικό μέρος της δυναμικής τους.
Την ίδια ώρα, τα δυνατά εξαγωγικά χαρτιά που αφορούν το γιαούρτι και τη φέτα παραμένουν σε ανοδική τροχιά, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία για τις αναπτυξιακές προοπτικές του κλάδου.
Εγχώρια λιανική
Σε ό,τι αφορά την εγχώρια λιανική, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, στο εξεταζόμενο διάστημα 1/1 έως 4/7/2021 το λευκό γάλα καταγράφει τζίρο 122,2 εκατ. ευρώ σημειώνοντας μείωση 2,8% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, ενώ οι όγκοι υποχώρησαν κατά 3,4%. Στο γιαούρτι οι ρυθμοί μείωσης είναι ηπιότεροι, με τον τζίρο της κατηγορίας συνολικά να υποχωρεί κατά το εξεταζόμενο διάστημα κατά 2,1%, στα 113 εκατ. ευρώ, ενώ οριακή υποχώρηση 0,1% σημειώνουν οι όγκοι πωλήσεων.
Σε ό,τι αφορά το τυρί, το οποίο διατηρεί τη μερίδα του λέοντος στη συνολική κατηγορία των γαλακτοκομικών, το πρόσημο στα έσοδα είναι θετικό στο 1%, στα 379,2 εκατ. ευρώ, ενώ οι όγκοι πωλήσεων σημειώνουν μείωση περί το 0,6%.
Για τις γαλακτοβιομηχανίες, η επίτευξη διατήρησης στο σύνολο του 2021 του μεγαλύτερου μέρους των περσινών επιδόσεων στο ράφι είναι μια σημαντική επιτυχία, καθώς ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές εξελίξεις το κλειδί για τη μελλοντική πορεία της αγοράς παραμένει στα χέρια των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, η επόμενη μέρα για την αγορά επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στο κομμάτι των νέων καταναλωτικών συνηθειών.
Ελπιδοφόρα μηνύματα
Σε ό,τι αφορά τις μεταπανδημικές τάσεις για την κατανάλωση γαλακτοκομικών τα μηνύματα εξ Αμερικής φαίνονται ελπιδοφόρα. Πρόσφατη έρευνα της McKinsey (Μάιος 2021) αναφέρει ότι το 70% των ερωτηθέντων καταναλωτών δήλωσε ότι σχεδιάζει να αγοράσει περίπου την ίδια ποσότητα γαλακτοκομικών που είχε αγοράσει κατά την περίοδο της κρίσης. Το 20% σχεδιάζει να αγοράσει περισσότερο τυρί και γιαούρτι. Η αναμενόμενη αύξηση στην αγορά τυριού μπορεί να οφείλεται στην αναμενόμενη αύξηση των κοινωνικών περιστάσεων όπου σερβίρονται ειδικά τυριά. Για το γιαούρτι, ο κύριος παράγοντας της προγραμματισμένης αύξησης των αγορών είναι η δέσμευση για την υγεία, συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσης μεταξύ ζωντανών καλλιεργειών και προβιοτικών και των πιθανών επιπτώσεών τους στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Οι προθέσεις των καταναλωτών για διατήρηση ή αύξηση των γαλακτοκομικών αγορών μετά την πανδημία βρίσκονται σε ακολουθία με τις αισιόδοξες απόψεις που έχουν οι ηγέτες των γαλακτοκομικών για το μέλλον της βιομηχανίας. Σε έρευνα της Διεθνούς Ένωσης Γαλακτοκομικών Τροφίμων (International Dairy Foods Association) του 2020 σε περισσότερα από 40 στελέχη γαλακτοκομικών προϊόντων στις ΗΠΑ, το 84% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αναμένει ετήσια αύξηση εσόδων 3% ή υψηλότερη τα επόμενα τρία χρόνια. Αντίθετα, το 2019, μόνο το 35% των ερωτηθέντων στελεχών γαλακτοκομικών προέβλεπε αύξηση του όγκου πωλήσεων έως το 2022.
Συγκρατημένες προβλέψεις
Ωστόσο στην Ελλάδα οι προβλέψεις παραμένουν ιδιαίτερα συγκρατημένες, καθώς από τη μια πλευρά καταγράφεται -εντόνως κατά τη διάρκεια της πανδημίας- η τάση των καταναλωτών για «υγιή» και «καθαρά σήματα» καθώς και για «λειτουργικά τρόφιμα», ενώ από την άλλη πλευρά σημειώνονται σημαντικές απώλειες εισοδήματος στα νοικοκυριά λόγω των επιπτώσεων της κρίσης Covid-19.
Σε αυτό το πλαίσιο, από τη μια πλευρά οι νέες καταναλωτικές επιλογές που αφορούν πιο υγιεινή διατροφή επιτάσσουν τη βιομηχανία να επενδύσει ακόμα περισσότερο στο πεδίο της καινοτομίας, προκειμένου να διαθέσει νέες προτάσεις προϊόντων υψηλότερου περιθωρίου κέρδους, από την άλλη η συρρίκνωση των εισοδημάτων των καταναλωτών εξίσου επιτάσσει μια αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής, αφού η τιμή στο ράφι παραμένει βασικό κριτήριο επιλογής ενός κωδικού. Η εξίσωση επηρεάζεται και από τη συγκυρία κατά τη διάρκεια της οποίας οι τιμές στις πρώτες ύλες και σε λοιπά βασικά κόστη, όπως π.χ. ενέργεια, μεταφορές, έχουν επιδοθεί σε ράλι αυξήσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό το στοίχημα της γαλακτοβιομηχανίας είναι πολυεπίπεδο. Η διάθεση επιπλέον κεφαλαίων τόσο από τους νεοεισερχόμενους όσο και από τους παλαιούς παίκτες θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Η είσοδος των funds σηματοδοτεί ότι δυνητικά θα υπάρξουν ξανά εξελίξεις και σε αυτήν την περίπτωση οι στρατηγικές πέρα από όλα τα άλλα θα πρέπει να εστιάσουν τόσο στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να κερδίσουν επιπλέον μερίδια όσο και να εξασφαλίσουν ένα υψηλό απόθεμα «αντοχών» για το εγγύς μέλλον.