Την αίτηση ακύρωσης τόσο του τηλεοπτικού σταθμού Mega όσο και των 112 εργαζομένων του, απέρριψε σήμερα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας ότι η μη συμμετοχή στον πρόσφατο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες έχει ως συνέπεια τον τερματισμό της λειτουργίας του.
Οι προσφεύγοντες είχαν ζητήσει την ακύρωση της απόφασης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, η οποία διέταζε τον τερματισμό λειτουργίας του σταθμού.
Το Mega από τον Σεπτέμβριο του 2016 διέκοψε τη μετάδοση ειδήσεων και ενημερωτικών προγραμμάτων. Στην συνέχεια δεν υπέβαλε δήλωση αλλαγής φυσιογνωμίας του προγράμματός του, ενώ δεν συμμετείχε και στη διαδικασία χορήγησης αδειών «επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρο-εκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου».
Κατόπιν αυτών το ΕΣΡ αποφάσισε τον τερματισμό της λειτουργίας του, απόφαση που είχε ανασταλεί προσωρινά από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ωστόσο, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι «στην περίπτωση μη συμμετοχής ή απαράδεκτης ή ανεπιτυχούς συμμετοχής τηλεοπτικού σταθμού σε προκηρυχθείσα διαδικασία αδειοδότησης επιβάλλεται κατά δέσμια αρμοδιότητα ο τερματισμός λειτουργίας του μετά την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, χωρίς να καταλείπεται στάδιο εκτίμησης των κατ’ ιδίαν περιστάσεων».
Η Ολομέλεια επεσήμανε επίσης, ότι «σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου που επιβάλλει τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου, ως τύπος προγράμματος που αφορά την ενεστώσα λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, νοείται ο δηλωθείς κατά την προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία τύπος του προγράμματος, ο οποίος και προσδιορίζει τον χαρακτήρα του σταθμού ως ενημερωτικού ή μη και όχι ο τύπος προγράμματος ο οποίος έχει τυχόν δημιουργηθεί αυθαιρέτως με τη μεταβολή της φυσιογνωμίας του δηλωθέντος προγράμματος του σταθμού, κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων με τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε τηλεοπτικούς σταθμούς για μη νόμιμη μετατροπή του προγράμματός τους από ενημερωτικό, όπως είχε δηλωθεί, σε μη ενημερωτικό».
«Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 14Α του εν λόγω νόμου, από τις οποίες ουδόλως προκύπτει ότι ο νομοθέτηςσκοπούσε στην προστασία de facto δημιουργηθεισών καταστάσεων και τούτο ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας μιας διάταξης με τέτοιο περιεχόμενο με την οποία απαγορεύεται η εκτός αδειοδοτικής διαδικασίας μεταβολή της φυσιογνωμίας του προγράμματος (και της εμβέλειας εκπομπής) των παρόχων».
«Η τηλεοπτική εκπομπή τελεί (κατ’ άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος) υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι επιδιωκόμενοι σκοποί (εξασφάλιση τηλεοπτικής στάθμης προγραμμάτων, πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας κ.λπ.) και δύναται να συνίσταται ο έλεγχος αυτός στην υπαγωγή της τηλεοπτικής εκπομπής σε καθεστώς προηγούμενης άδειας, χορηγουμένης κατά ισότιμο, αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο, σχετικοί όροι και προϋποθέσεις» έσπευσε να εξηγήσει το ΣτΕ.
Ως εκ τούτου, συνέχισε, «δεν αντίκειται στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 15 ή στις αρχές της αναλογικότητας και του κράτους δικαίου νόμος που επιβάλλει τον κατά δέσμια αρμοδιότητα τερματισμό της λειτουργίας των τηλεοπτικών σταθμών που δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλήρως τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις λειτουργίας».
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ