Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Οι πρακτικές νοθείας και η επιθετική τιμολόγηση που υιοθετούν κάποιες εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες «φρενάρουν» την υπεραξία των εξαγωγών της φέτας. Η πρόσφατη αποκάλυψη για, ακόμα, μία περίπτωση διακίνησης νοθευμένης φέτας από ελληνική επιχείρηση προς τα ράφια της Σουηδίας και της Γερμανίας επιβεβαιώνει μια ανησυχητική τροπή στις εξελίξεις, που μπορεί να κοστίσει στο ισχυρό εγχώριο benchmark ακόμα και την εγχώρια αποκλειστικότητα στην παραγωγή του.
Μολονότι τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές φέτας σε όρους όγκου βαίνουν αυξανόμενες, με την τάση αυτή να διατηρείται και στο πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, οι επιδόσεις σε όρους αξίας δεν συμβαδίζουν με την ανοδική πορεία των όγκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒ-ΓΑΠ), την περίοδο 2015 – 2020 οι εξαγωγές φέτας ενισχύθηκαν σε όγκο κατά 53,3% ανερχόμενες σε 80,7 εκατ. κιλά πέρυσι, έναντι 52,7 εκατ. κιλά πριν από πέντε χρόνια. Σε όρους αξίας ο ρυθμός ανάπτυξης είναι συγκριτικά μικρότερος της τάξεως του 37%, με τα έσοδα των εξαγωγών φέτας το 2020 να διαμορφώνονται σε 420 εκατ. ευρώ, έναντι 306,9 εκατ. ευρώ το 2015.
Η δυναμική της φέτας στην παγκόσμια αγορά έχει σημαντικές προοπτικές, καθώς η μοναδικότητα της παραγωγής της αποτελεί ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ωστόσο δεν απολαμβάνει τις τιμές που θα μπορούσε να επιτύχει, όπως άλλα τυριά με παγκόσμια αναγνωσιμότητα, όπως π.χ. το γαλλικό ροκφόρ.
Έντονος ανταγωνισμός
Το περιβάλλον για τη φέτα είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εντός και εκτός συνόρων.
Αρχικά είναι πολλές οι ξένες βιομηχανίες που εδώ και πολλά χρόνια επιδιώκουν την είσοδό τους στην παραγωγή φέτας, και μέχρι τώρα διεκδικούν και «κλέβουν» μερίδια προωθώντας στην αγορά λευκό τυρί, το οποίο το ονομάζουν greek style feta cheese ή greek style white cheese.
Ωστόσο, πιέσεις δεν προκύπτουν μόνο από τους εξωγενείς παράγοντες και την παρουσία ενός άλλου «υποκατάστατου» λευκού τυριού στα διεθνή ράφια, αλλά και από ορισμένες ελληνικές επιχειρήσεις που εξάγουν, οι οποίες, προκειμένου να διευρύνουν την παρουσία τους στο εξωτερικό, υιοθετούν πρακτικές επιθετικής τιμολόγησης, με αποτέλεσμα ακόμα και την περσινή χρονιά, που χαρακτηρίστηκε ως έτος-ρεκόρ για τη φέτα, οι τιμές να είναι 10% μειωμένες σε σχέση με το 2017. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η μέση τιμή εξαγωγής το 2020 διαμορφώθηκε σε 5,23 ευρώ ανά κιλό, όταν πριν από τρία χρόνια κυμαινόταν σε 5,80 ευρώ ανά κιλό.
Αρνητικά φαινόμενα
Σε αυτό το περιβάλλον «ευδοκιμούν» και τα φαινόμενα νοθείας στην προσπάθεια ορισμένων επιχειρήσεων να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν υψηλότερο κέρδος. Να σημειωθεί ότι οι δύο περιπτώσεις νοθείας φέτας που δημοσιοποιήθηκαν τελευταία (εταιρεία στα Τρίκαλα που φέρεται ότι εμπλέκεται στη υπόθεση νοθείας σε Σουηδία και Γερμανία και η Όμηρος εξίσου θεσσαλική εταιρεία) έπειτα από ενεργοποίηση ξένων ελεγκτικών μηχανισμών, δημιουργούν σκεπτικισμό για το πραγματικό μέγεθος του φαινομένου, με εκπροσώπους των παραγωγών να αφήνουν αιχμές ότι δεν είναι οι μόνες εταιρείες που υιοθετούν κακές πρακτικές. Ήδη το υπουργείο, στον απόηχο των νέων αποκαλύψεων από τη Σουηδία, γνωστοποίησε την ύπαρξη ακόμα μίας επιχείρησης που πιάστηκε από τον αρμόδιο οργανισμό ΕΛΓΟ-«Δήμητρα» να μη εφαρμόζει τις διατάξεις για την παραγωγή φέτας ΠΟΠ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει εάν η υπόθεση αφορά εξαγωγές ή εγχώρια διακίνηση.
Το «κόστος» σε ό,τι αφορά αυτές τις πρακτικές δεν περιορίζεται μονάχα στα όρια του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των εγχώριων παικτών, καθώς η «συνταγή» παραγωγής και οι προδιαγραφές που είναι συγκεκριμένες σε ό,τι αφορά την αναλογία αποκλειστικά πρόβειου γάλακτος, αποτελεί το βασικό «όπλο» των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι παγκόσμιων κολοσσών, που καραδοκούν να εισέλθουν στην αγορά της φέτας. Οι πρακτικές νοθείας από τις ίδιες τις ελληνικές επιχειρήσεις αφήνουν περιθώριο ώστε ξένες γαλακτοβιομηχανίες να μπορούν να τις επικαλεστούν, προκειμένου να ενδυναμώσουν το «δικαίωμα» που αξιώνουν στην παραγωγή φέτας.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η στρατηγική της Ελλάδας για τα αγροτικά προϊόντα εστιάζει στα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της ποιότητας, επιδιώκοντας να πρωταγωνιστήσει στη διάθεση premium επιλογών στους διεθνείς καταναλωτές, δεδομένου ότι σε όρους όγκου δεν μπορεί εύκολα να ανταγωνιστεί άλλες χώρες, η απώλεια σε οποιοδήποτε βαθμό της υπεραξίας της φέτας αποτελεί σημαντική απειλή για το μέλλον.
Από τα 127 εκατ. κιλά εγχώριας παραγωγής φέτας το 2020 εξάγεται το 62%, ήτοι 80 εκατ. κιλά, με δεκαπέντε αγορές να απορροφούν σχεδόν το 95% του όγκου. Η ισχυρότερη αγορά που απορροφά σχεδόν το 33% των εξαγωγών φέτας είναι η γερμανική και στην πεντάδα ακολουθούν η Βρετανία, η Ιταλία, η Σουηδία και οι ΗΠΑ.
Για την ελληνική Πολιτεία το θέμα της θωράκισης της φέτας μέσα από την αυστηριοποίηση του πλαισίου των κυρώσεων και την άμεση δημοσιοποίηση της επωνυμίας των εμπλεκόμενων εταιρειών, με ταυτόχρονη περαιτέρω εντατικοποίηση των ελέγχων, κρίνεται αναγκαία και από τον κτηνοτροφικό κόσμο.