Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Οι καύσωνες και οι υψηλές θερμοκρασίες, πέραν των άλλων, στοιχίζουν στην ελληνική οικονομία το 0,01% των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, ποσοστό που μπορεί να φαντάζει χαμηλό αλλά αν αντιληφθεί κανείς την ταχύτητα με την οποία αλλάζει το περιβάλλον μας με την κλιματική αλλαγή, μπορεί να καταλάβει ότι σε λίγο καιρό το θερμικό στρες δεν θα είναι πρόβλημα μόνο για τους εργάτες, αλλά και για τα στελέχη, δηλαδή και για τα… μπλε και για τα λευκά κολάρα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες το θερμικό στρες -ένα είδος δυσανεξίας του οργανισμού σε θερμοκρασίες άνω των 35 βαθμών Κελσίου με υψηλά επίπεδα υγρασίας- εκδηλώνεται με δυσφορία, προβλήματα στις φυσικές λειτουργίες, τραυματισμούς, εξανθήματα, κράμπες, μέχρι και θερμοπληξία. Πιο ευάλωτοι στις συνέπειες του καύσωνα είναι οι εργαζόμενοι στην αγροτική παραγωγή, τον κατασκευαστικό κλάδο, την εστίαση, τα ορυχεία κ.α.
Η πιο προφανής συνέπεια του καύσωνα και του θερμικού στρες είναι η ελάττωση της ικανότητας των επιχειρήσεων να λειτουργούν με το 100% των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού τους.
Η προσαρμογή σε αυτές τις νέες και απειλητικές συνθήκες είναι δαπανηρή, ενώ συνδέεται ακόμη και με το φαινόμενο της μετανάστευσης, αφού μπορεί να αποτρέψει επιχειρηματίες από την ενασχόληση με γεωργικές εργασίες, που σημαίνει εγκατάλειψη αγροτικών περιοχών και αναζήτηση καλύτερων προοπτικών σε πόλεις ή άλλες χώρες.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ILO, της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του ΟΗΕ, η αυξημένη συχνότητα και η ένταση του φαινομένου του καύσωνα, αλλά και γενικότερα των ημερών με υψηλές θερμοκρασίες θα μπορούσε να έχει επιζήμιες επιπτώσεις στην υγεία και την παραγωγικότητα των κατοίκων της περιοχής μας. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη και η Κεντρική Ασία επηρεάζονται λιγότερο συγκριτικά με άλλες περιοχές από την έκθεση στη θερμότητα, κυρίως επειδή χαρακτηρίζονται από χαμηλά ποσοστά γεωργικής απασχόλησης, υψηλή ικανότητα προσαρμογής και σχετικά χαμηλές τιμές WBGT (wet bulb globe temperature – μονάδα που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της επίδρασης της θερμοκρασίας, της ηλιακής ακτινοβολίας και της ταχύτητας του ανέμου στο ανθρώπινο σώμα).
Περιστατικά
Ενδεικτικά του υψηλού κινδύνου είναι περιστατικά τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες. Το καλοκαίρι του 2003, όπως υπενθυμίζει η έκθεση, εκτιμάται ότι προκλήθηκαν 22.000 με 35.000 θάνατοι που σχετίζονται με τη θερμότητα στην Ευρώπη κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες του Αυγούστου. Σε μια μελέτη στην Ισπανία που αξιολογεί τη σχέση μεταξύ θερμοκρασιών περιβάλλοντος και επαγγελματικών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια της περιόδου των 20 τελευταίων ετών, από το 1994 έως το 2003, εκτιμάται ότι 2,7% των τραυματισμών θα μπορούσαν να αποδοθούν στις «ακραίες» συνθήκες από τις θερμοκρασίες του περιβάλλοντος.
Αυτό το ποσοστό είναι ισοδύναμο με ετήσια απώλεια 42 εργάσιμων ημερών ανά 1.000 εργαζόμενους, ή 0,03% του ισπανικού ΑΕΠ. Μια άλλη μελέτη που διεξήχθη σε ένα σλοβενικό εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων διαπίστωσε ότι πάνω από το 90% των ερωτηθέντων εργαζομένων θεώρησε ότι οι υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι του 2016 δημιούργησαν πονοκεφάλους και κόπωση στο 50% των εργαζομένων. Υψηλή θερμική δυσφορία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού έχουν επίσης παρατηρηθεί σε εργοστάσια σιδήρου και χάλυβα στην Τουρκία και άλλες χώρες.
Αντίκτυπος σε κλάδους
Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, το θερμικό στρες σε επαγγέλματα που σχετίζονται με τη γεωργία, τις κατασκευές, τη βιομηχανία, τη διαχείριση φυσικών πόρων και τις υπηρεσίες, αναμένεται να μεταφραστεί σε μείωση της παραγωγικότητας, που προβλέπεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2030. Σε παγκόσμιο επίπεδο η ζημιά θα ισοδυναμεί με 80 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Δηλαδή, το 2,2% του συνόλου των δεδουλευμένων ωρών παγκοσμίως θα χαθεί εξαιτίας των αυξημένων θερμοκρασιών.
Ο αντίκτυπος θα είναι μεγαλύτερος στη Νότια Ασία και τη Δυτική Αφρική, όπου περίπου 5% των δεδουλευμένων ωρών ενδέχεται να χαθεί το 2030. Συνολικά, οι οικονομικές απώλειες αντιπροσωπεύουν περίπου 2,4 δισ. δολ. σε παγκόσμια κλίμακα. Οι δύο πιο ευάλωτοι τομείς είναι η γεωργία, όπου απασχολούνται 940 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως και αναμένεται να αντιπροσωπεύει το 60% των ωρών εργασίας που θα χαθούν έως το 2030 και ο κατασκευαστικός κλάδος, με ποσοστό 19% στην απώλεια παραγωγικότητας. Συνολικά 1 δισεκατομμύριο εργαζόμενοι στον τομέα της γεωργίας και 66 εκατομμύρια στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, σε εργαστήρια χωρίς κλιματισμό, καθώς και εργαζόμενοι στη συλλογή απορριμμάτων, σε μεταφορές, τουρισμό και αθλητισμό αντιμετωπίζουν θανάσιμο κίνδυνο σε θερμοκρασίες άνω των 39 βαθμών Κελσίου. Τέτοιες θερμοκρασίες μπορούν να προκαλέσουν ατυχήματα, να οδηγήσουν σε αναπηρίες και περιορισμένη ικανότητα απασχόλησης.
Το δημογραφικό
Η Βόρεια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι σημαντικά λιγότερο ευάλωτες στο θερμικό στρες συγκριτικά με τη Νότια Ευρώπη. Ειδικότερα η ηλικία του ανθρώπινου δυναμικού αναβαθμίζει τον κίνδυνο σε χώρες όπως η Ελλάδα. Σύμφωνα με την έκθεση του ILO ο παγκόσμιος πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15 ετών και άνω) αναμένεται να αυξηθεί σε 6,6 δισεκατομμύρια το 2030 (αύξηση 66% από 3,9 δισεκατομμύρια το 1995). Η αύξηση αυτή είναι δυσανάλογα κατανεμημένη στις διάφορες περιφέρειες.
Υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού, ήτοι το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας που απασχολείται επί του παρόντος ή αναζητά απασχόληση. Η ανομοιογένεια μεταξύ περιφερειών σχετίζεται επίσης με τα διαφορετικά ποσοστά απασχόλησης στον γεωργικό τομέα, τις κατασκευές κ.ο.κ. Έτσι, τα αραβικά κράτη λόγω σημαντικού αριθμού εργαζομένων σε έργα υποδομών ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κινδύνους που σχετίζονται με τη θερμότητα. Επίσης, ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξής τους, ορισμένες περιοχές έχουν μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής από άλλες.
Τα δημογραφικά στοιχεία είναι ένας επιπλέον παράγοντας διαφοροποίησης, ο οποίος μάλιστα θα καθορίσει τις μελλοντικές κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες σε πολλά μέρη του κόσμου. Σε ορισμένες περιοχές το μείζον είναι η αύξηση του πληθυσμού και σε ορισμένες άλλες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η γήρανση του πληθυσμού, που επιδεινώνει τις συνέπειες του θερμικού στρες – επειδή οι ηλικιωμένοι γενικά έχουν περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής σε υψηλά επίπεδα θερμότητας.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις στην αγοράς εργασίας, εξετάζεται το μερίδιο των ηλικιωμένων εργαζομένων (ηλικίας 55-64 ετών), το οποίο μετράται ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, δίνεται μια ιδέα για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Στη χώρα μας το 22% σχεδόν των κατοίκων είναι πλέον άνω των 65 ετών και το ποσοστό των 85 και άνω αγγίζει το 3,5% (0,04% το 1951, 3,3% το 2018). Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω είναι κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0-14 ετών).
Τα κύρια ευρήματα των προβολών που διεξήγαγε πρόσφατα για τη χώρα μας το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Παν. Θεσσαλίας συνοψίζονται σε μείωση του πληθυσμού την επόμενη τριακονταπενταετία. Το 2035 το ποσοστό των άνω των 65 ετών και των 85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 3% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% έως 27,2% για τους πρώτους και 4,1% με 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 και 0-18 ετών) αντίστοιχα από 11,0% έως 12,4% και από 15,8% έως 14,2%.