Skip to main content

Ηρακλής Δασκαλόπουλος: Βελτίωση υπηρεσιών υγείας και μείωση κόστους με ΣΔΙΤ

Από την έντυπη έκδοση

Στην Άννα Δόγα
[email protected]

Πάνω από το 40% των δαπανών υγείας πληρώνουν από την τσέπη τους οι Έλληνες και μόνο το 4% προέρχεται από την ιδιωτική ασφάλιση. Το αποτέλεσμα είναι ένα υψηλό κόστος για τον μεμονωμένο ιδιώτη, τη στιγμή που οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να επιτύχουν χαμηλότερο κόστος για τον πελάτη τους, ελέγχοντας αποτελεσματικά την υπερκατανάλωση και την ποιότητα των υπηρεσιών.

Όπως τονίζει στη «Ν» ο Ηρακλής Δασκαλόπουλος, αναλογιστής, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Εθνικής Ασφαλιστικής, η κατάλληλη μορφή ΣΔΙΤ θα οδηγήσει σε αποτελεσματικότερο σύστημα ασφάλισης και παροχής υπηρεσιών υγείας.

Η πορεία του κλάδου υγείας παραμένει σταθερή τα τελευταία χρόνια, ανεξαρτήτως της πορείας της οικονομίας και των άλλων κλάδων. Πώς εξηγείτε την πορεία αυτή και ποιες προοπτικές βλέπετε στη συγκεκριμένη αγορά;

«Όπως συνέβη με τους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, η ιδιωτική ασφάλιση επλήγη ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, χάνοντας το 30% του συνόλου των ασφαλίστρων μεταξύ 2009 και 2016. Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά το διάστημα αυτό, ο μοναδικός κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης ο οποίος δεν υπέστη ουσιαστική μείωση εργασιών είναι αυτός των ασφαλίσεων υγείας. Το γεγονός αυτό βέβαια, δεν είναι τυχαίο.

Οι πολίτες που άμεσα ή έμμεσα έρχονται σε επαφή με το δημόσιο σύστημα υγείας αντιμετωπίζουν προβλήματα τόσο σε ό,τι αφορά στην πρόσβαση στις κατάλληλες υπηρεσίες περίθαλψης όσο και στο επίπεδο των υπηρεσιών αυτών. Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνουν ότι οι ιδιωτικές υποδομές περίθαλψης προσφέρουν υψηλότερου επιπέδου υπηρεσίες, η πρόσβαση όμως σε αυτές, χωρίς την ύπαρξη ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, έχει σημαντικό κόστος. Είναι κατά συνέπεια λογικό να υφίσταται ζήτηση για ιδιωτικά ασφαλιστήρια υγείας ακόμη και κατά τη διάρκεια της περιόδου της κρίσης.  

Παρ’ όλα αυτά, όμως, η αγορά των ασφαλίσεων υγείας είναι ακόμη πολύ μικρή συγκρινόμενη με τη συνολική αγορά υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας, αφού οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τις επιχειρήσεις ιδιωτικής ασφάλισης καλύπτουν μόλις το 3,4% του συνόλου των δαπανών για υπηρεσίες υγείας. Η βασική αιτία είναι ότι η ιδιωτική ασφάλιση δεν εντάχθηκε ποτέ μέχρι σήμερα σε ένα συνολικό πλαίσιο ασφάλισης υγείας στη χώρα, αντίθετα αντιμετωπίζεται από την πολιτεία ως πολυτέλεια και ως τέτοια τιμωρείται φορολογικά.

Πράγματι, σε πολύ μεγάλο βαθμό οι παροχές που προσφέρονται από τα ιδιωτικά προγράμματα ασφάλισης υγείας είναι επικαλυπτόμενες με αυτές που -θεωρητικά τουλάχιστον- προσφέρει το δημόσιο σύστημα.  Κατά συνέπεια ο ασφαλισμένος με ιδιωτικό πρόγραμμα υγείας πληρώνει τόσο το κρατικό σύστημα υγείας, χρησιμοποιώντας ελάχιστα ως καθόλου τις υποδομές του, όσο και το ασφάλιστρο του συμβολαίου του για να εξασφαλίσει καλύτερο επίπεδο περίθαλψης. Το ασφάλιστρο, μάλιστα, επιβαρύνεται και με φόρο 15%.

Παρά τα σοβαρά αντικίνητρα, οι συνθήκες που επικρατούν στο χώρο της υγείας στη χώρα μας ευνοούν την ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Μάλιστα, αναμένεται ότι η ασφάλιση υγείας θα είναι ένας από τους κλάδους που θα οδηγήσουν την ανάπτυξη της ασφαλιστικής αγοράς τα επόμενα έτη».
 
Οι ανάγκες του κλάδου υγείας απαιτούν τη σύμπραξη του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα, τα περίφημα ΣΔΙΤ; Σε ποιο σημείο βρίσκονται τα ΣΔΙΤ και τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτές τις συνεργασίες;

«Οι περίφημες συμπράξεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ουσιαστικά ποτέ δεν έγιναν πράξη στο χώρο της ασφάλισης υγείας. Όσες απόπειρες έγιναν στο παρελθόν, ήταν πρόχειρες, αποσπασματικές και δεν ήταν ενταγμένες σε ένα γενικότερο σχέδιο αναβάθμισης των υπηρεσιών υγείας και αποτελεσματικότερης διαχείρισης των πόρων, με αποτέλεσμα να μη λειτουργήσουν στην πράξη. 

Υπάρχει ωστόσο μεγάλο περιθώριο συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου συστήματος υγείας και της ιδιωτικής ασφάλισης, που μπορεί μάλιστα να οδηγήσει σε ένα πολύ αποτελεσματικότερο συνολικό σύστημα ασφάλισης υγείας από το υφιστάμενο.

Πράγματι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Ελληνική Στατιστική Αρχή, η συνολική δαπάνη για υπηρεσίες υγείας στη χώρα ήταν 14,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 5,8 δισ. ευρώ, δηλαδή το 39%, ήταν ιδιωτικές δαπάνες. Στο ίδιο διάστημα, οι αποζημιώσεις του κλάδου υγείας της ιδιωτικής ασφάλισης ανήλθαν σε 541 εκατ. ευρώ, δηλαδή μόλις στο 9,4% των ιδιωτικών δαπανών. 

Με απλά λόγια, για κάθε 10 ευρώ που δαπανώνται για υπηρεσίες υγείας, τα 4 ευρώ καταβάλλονται από την τσέπη των πολιτών και μόλις 40 λεπτά είναι ασφαλισμένα μέσω προγραμμάτων υγείας. 

Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρά τις αυταπάτες που καλλιεργούνται συστηματικά, το σύστημα υγείας είναι κατά 40% ιδιωτικό. 

Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ένα σύστημα, στο οποίο κατά ένα μεγάλο ποσοστό οι υπηρεσίες αγοράζονται ιδιωτικά και ανεξάρτητα από μεμονωμένους πολίτες, είναι σίγουρα αναποτελεσματικό και σπάταλο. 

Σε αντίθεση με τους μεμονωμένους καταναλωτές, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι στρατηγικοί αγοραστές υπηρεσιών υγείας με αποτέλεσμα να επιτυγχάνουν χαμηλότερο κόστος, ενώ έχουν στη διάθεσή τους μηχανισμούς ελέγχου της υπερκατανάλωσης και διασφάλισης της ποιότητας των υπηρεσιών. 

Κατά συνέπεια, αν κατευθυνόταν το μεγαλύτερο μέρος των υφιστάμενων ιδιωτικών δαπανών μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης, τότε θα επιτυγχάναμε ταυτόχρονα, βελτίωση των υπηρεσιών και σημαντική μείωση του κόστους. 

Σε αυτό το σημείο μπορεί να θεμελιωθεί μια πολύ αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ασφάλισης υγείας που θα λειτουργήσει υπέρ των πολιτών. Με την προϋπόθεση ενός πλαισίου που θα διασφαλίζει καθολικά τη συμπληρωματικότητα, η ιδιωτική ασφάλιση θα μπορούσε να αναλάβει τη χρηματοδότηση του μεγαλύτερου μέρους των παροχών που δεν καλύπτονται από τη δημόσια ασφάλιση. Ο συμπληρωματικός αυτός τρόπος λειτουργίας μόνον οφέλη θα είχε για τους πολίτες, βελτιώνοντας την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, την αποτελεσματικότητα αυτών και περιορίζοντας τη συνολική δαπάνη». 

Οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν και τον κλάδο υγείας. Ποιες αλλαγές βλέπετε τα επόμενα χρόνια και πώς θα επηρεάσουν τους ασφαλισμένους;

«Η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας έχει τεράστια επίδραση στον τρόπο που ασκείται η ιατρική παγκοσμίως. Νέες μέθοδοι διάγνωσης και θεραπείας που βασίζονται στη σύγχρονη τεχνολογία αντικαθιστούν διαρκώς τις παραδοσιακές μεθόδους ως τα νέα αποδεκτά πρότυπα.  Οι νέες αυτές μέθοδοι είναι κατά κανόνα αποτελεσματικότερες και ασφαλέστερες από αυτές που αντικαθιστούν, αλλά έχουν πάντοτε πολύ υψηλότερο κόστος.  

Ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του κόστους των υπηρεσιών υγείας οφείλεται στη νέα τεχνολογία. Τα σύγχρονα ιατρικά μηχανήματα έχουν πολύ μεγάλο κόστος αγοράς και συντήρησης, ενώ για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων απαιτούνται πολύ μεγάλες επενδύσεις. Είναι λογική συνέπεια, οι τιμές των υπηρεσιών υγείας να αυξάνονται προκειμένου να ανακτηθούν τα τεράστια κονδύλια που επενδύονται. 

Η αύξηση όμως του κόστους των υπηρεσιών υγείας μεταφράζεται σε αντίστοιχη αύξηση του κόστους ασφάλισης, τόσο για τον ιδιωτικό όσο και για το δημόσιο τομέα. Η αυξητική αυτή τάση είναι μακροχρόνια, καθώς σε βραχυχρόνια βάση οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις -και πρόσφατα το Δημόσιο- εφαρμόζουν αποτελεσματικές μεθόδους ελέγχου του κόστους και της υπερκατανάλωσης υπηρεσιών υγείας. 

Η τεχνολογική πρόοδος που αυξάνει το κόστος της υγείας παρέχει ταυτόχρονα και τα εργαλεία για τη συγκράτησή του. Πράγματι, υπάρχουν ήδη συνδεδεμένες διαγνωστικές συσκευές που παρακολουθούν συστηματικά ή σε συνεχή βάση ζωτικά δεδομένα (π.χ. αρτηριακή πίεση, επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κ.ά.), όπως και απλοί φορητοί αισθητήρες (wearables) που μετρούν παραμέτρους σωματικής δραστηριότητας (π.χ. αριθμός βημάτων, καρδιακοί παλμοί κ.ά.).

Οι καινοτόμες αυτές τεχνολογίες σε συνδυασμό με κατάλληλες ιατρικές υπηρεσίες παρέχουν τη δυνατότητα πρόληψης ασθενειών, έγκαιρης διάγνωσης αυτών και καλύτερου ελέγχου της εξέλιξής τους. Η χρήση αυτών των τεχνολογιών από πληθυσμιακές ομάδες θα βελτίωνε το επίπεδο υγείας τους, μειώνοντας σημαντικά τις ανάγκες περίθαλψής τους και το επαγόμενο κόστος. 

Κάποιες πρωτοπόρες εταιρίες έχουν ήδη αναπτύξει προγράμματα που βασίζονται σε αυτή την τεχνολογία και συνδυάζουν ασφαλιστικές παροχές με υπηρεσίες πρόληψης και διάγνωσης. Τα ασφάλιστρα και οι παροχές αυτών των προγραμμάτων σχεδιάζονται έτσι ώστε να ενθαρρύνουν τους υγιείς ασφαλισμένους να διατηρούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής και να εξασφαλίζουν ότι οι ασθενείς ασφαλισμένοι λαμβάνουν την περίθαλψη που χρειάζονται και διατηρούν ένα καλό επίπεδο ζωής.

Με αυτόν τον τρόπο ανατρέπεται το παραδοσιακό μοντέλο ασφάλισης, καθώς η ασφαλιστική εταιρία γίνεται σύμμαχος της υγείας του ασφαλισμένου, προσφέροντας υπηρεσίες αξίας αντί απλής αποζημίωσης, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει το κόστος περίθαλψης. Τα προγράμματα αυτής της κατηγορίας δείχνουν το δρόμο για το μέλλον στην ασφάλιση υγείας και θεωρώ ότι δε θα αργήσουμε να δούμε να διατίθενται και στη χώρα μας».