Skip to main content

Επάρκεια κεφαλαίων στην ασφαλιστική αγορά

Από την έντυπη έκδοση

Επάρκεια κεφαλαίων καλής ποιότητας εμφανίζει η εγχώρια ασφαλιστική αγορά, η οποία έχει επιδείξει υψηλό βαθμό συνέπειας και προσαρμοστικότητας στις εποπτικές απαιτήσεις του νέου πλαισίου. Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, το 92% των επιλέξιμων κεφαλαίων ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας, ενώ οι εταιρείες του κλάδου προσαρμόστηκαν στη Φερεγγυότητα ΙΙ που επέφερε υψηλότερο βαθμό διαφάνειας και σημαντικές αλλαγές τόσο στον τρόπο λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς όσο και στην άσκηση της εποπτείας.

Η Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας (SCR) για το σύνολο της ασφαλιστικής αγοράς στις 31.12.2016 διαμορφώθηκε σε 1,73 δισ. ευρώ, με τα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,72 δισ. ευρώ. Επιπροσθέτως, η συνολική ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση (MCR) διαμορφώθηκε σε 634 εκατ. ευρώ, με τα αντίστοιχα συνολικά επιλέξιμα ίδια κεφάλαια να ανέρχονται σε 2,55 δισ. ευρώ και να αφορούν εξ ολοκλήρου κεφάλαια Κατηγορίας 1.

Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ζημιών που είναι 23 στην εγχώρια αγορά, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ασφαλιστικός, ο οποίος συνεισφέρει κατά 68,6% στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους, ενώ ο αμέσως επόμενος κίνδυνος, αλλά σημαντικά μικρότερος, είναι ο κίνδυνος αγοράς, ο οποίος συνεισφέρει στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους κατά 34%. Ο επόμενος κατά σειρά σημαντικότητας κίνδυνος είναι ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου (με συνεισφορά 12,1%), ενώ ο λειτουργικός κίνδυνος είναι αρκετά μικρός, περίπου 7%.

Τέλος, τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του προφίλ κινδύνου τους αφαιρετικά, καθώς μειώνουν τον κίνδυνο κατά 23,2% περίπου. Η ΤτΕ καταγράφει μεγάλη ανομοιογένεια στο προφίλ κινδύνου μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στον κίνδυνο αγοράς και στον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου, όπου τα ποσοστά συνεισφοράς των συγκεκριμένων κινδύνων στο προφίλ κινδύνου τους κυμαίνονται από 2,7% μέχρι και 79% και από 1,2% μέχρι και 58,5% αντίστοιχα.

Στις τρεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζωής ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ασφαλιστικός, με ποσοστό περίπου 56,8%, ενώ ο αμέσως μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος αγοράς με 29%. Στις ασφαλίσεις ζωής ο λειτουργικός κίνδυνος είναι υψηλός, καθώς ανέρχεται στο 22,8%, ενώ αντίθετα ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου αντιστοιχεί μόλις στο 6,4%. Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων κινούνται σε παρόμοιο επίπεδο με των ασφαλιστικών κατά ζημιών (περίπου 23,2%).

Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις (17 τον αριθμό) που ασκούν ταυτοχρόνως ασφαλίσεις ζωής και κατά ζημιών (ασφαλιστικές εταιρείες μικτής δραστηριότητας), η συνεισφορά των διαφόρων κινδύνων στο προφίλ των κινδύνων τους διαφοροποιείται σημαντικά. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτός της αγοράς, καθώς συνεισφέρει κατά 42,1% περίπου, ενώ οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι κατά ζημιών, ζωής και ασθενείας συνεισφέρουν με ποσοστό 36,5%, 24% και 18,2% αντίστοιχα. Επιπλέον, ο κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλομένου κινείται σε υψηλά επίπεδα (περίπου 15%). Τα οφέλη από τη διαφοροποίηση είναι αρκετά σημαντικά (μειώνουν τον κίνδυνο κατά 42,5% περίπου), καθώς οι επιχειρήσεις αυτές έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες ανάληψης ασυσχέτιστων ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρνητικά συσχετισμένων κινδύνων.

Καταγράφεται δε, μεγάλη ανομοιογένεια των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μικτής δραστηριότητας διαχωρίζονται σε αυτές που αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο κινδύνους ασφαλίσεων ζωής, καθώς δεν μπορούν να ασκήσουν ασφαλίσεις κατά ζημιών πέραν από αυτές που περιλαμβάνουν κινδύνους ασθενείας και σε αυτές που αναλαμβάνουν κατά κύριο λόγο κινδύνους ασφαλίσεων κατά ζημιών. Ομοίως, η μεγάλη ανομοιογένεια που εμφανίζει ο κίνδυνος ασφαλίσεων ζωής οφείλεται στον μικρό αριθμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν σημαντικό ασφαλιστικό κίνδυνο ζωής.