Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Στις ξένες αγορές προσανατολίζεται η Sapoon, μια νεοφυής εταιρεία φυσικών καλλυντικών που ειδικεύεται στην παραγωγή σαπουνιών υψηλής ποιότητας με βάση το ελληνικό βιολογικό παρθένο ελαιόλαδο, χρησιμοποιώντας την ψυχρή μέθοδο σαπωνοποίησης, με μακρά φυσική ωρίμανση των προϊόντων.
Η επιχειρηματική ομάδα της Sapoon είναι προσηλωμένη στην παραγωγή 100% φυσικών προϊόντων, χωρίς χημική παρέμβαση και επεξεργασία και σε αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της μάρκας έναντι άλλων προϊόντων της κατηγορίας.
Για να εξυπηρετήσουν αυτόν τον στόχο οι συνέταιροι της Sapoon έχουν επενδύσει σε μια σύγχρονη μονάδα παραγωγής στο Μοσχάτο, όπου βρίσκεται η έδρα της εταιρείας, η οποία συμπληρώνει αισίως τρία χρόνια λειτουργίας, από τον Φεβρουάριο του 2014 που απέκτησε νομική μορφή ΙΚΕ.
Η Sαpoon αποτέλεσε ανάχωμα της τάσης brain drain για τέσσερις ταλαντούχους επιστήμονες που βρέθηκαν στην Ελλάδα, έπειτα από σπουδές και επαγγελματική εμπειρία σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ιδρυτές και μέτοχοι (με το ίδιο ποσοστό) είναι οι: Alberto Lozano Ballesteros (Ισπανός, χημικός μηχανικός με εμπειρία στον σχεδιασμό διεργασιών πετρελαιοειδών – υπεύθυνος πωλήσεων εξωτερικού), Μαρία Τσιμητάκη (χημικός μηχανικός με εμπειρία στην παραγωγή φυσικών καλλυντικών – υπεύθυνη παραγωγής και ποιοτικού ελέγχου), Σταμάτης Σουεντίε (δρ χημικός μηχανικός με εμπειρία στις τεχνολογίες προστασίας του περιβάλλοντος – υπεύθυνος προμηθειών και επικοινωνίας) και Σεραφείμ Σεραφειμίδης (καλλιτέχνης με εμπειρία στον σχεδιασμό νέων προϊόντων – υπεύθυνος πωλήσεων εσωτερικού και σχεδιασμού νέων προϊόντων).
Η αρχική ιδέα ανήκει στην κα Τσιμητάκη και στον κ. Σεραφειμίδη, οι οποίοι από προσωπική «ανάγκη» (λόγω δερματικών διαταραχών από τη χρήση κοινών σαπουνιών) άρχισαν να μελετούν τη δυνατότητα παρασκευής ενός προϊόντος απολύτως φυσικού. Σταδιακά από την αναπαραγωγή συνταγών εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος πέρασαν στη δημιουργία σύνθετων συνταγών, ισορροπημένων συνδυασμών καλλυντικών και αιθέριων ελαίων. Έτσι, διαπιστώνοντας -και με τους άλλους δύο μετόχους- ότι η αγορά φυσικών καλλυντικών αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς κόντρα στην κρίση, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια πρότυπη μονάδα. Επένδυσαν αρχικό κεφάλαιο περί τα 50.000 ευρώ για μηχανολογικό εξοπλισμό, που μπορεί να υποστηρίξει δεκαπλάσιο όγκο παραγωγής από τη σημερινή (περίπου 6.000 σαπούνια τον χρόνο). Την περασμένη χρονιά έλαβαν πιστοποίηση από τον ΕΟΦ, ενώ επενδύουν στην υιοθέτηση προτύπων και πιστοποιήσεων διασφάλισης ποιότητας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ψυχρή μέθοδος σαπωνοποίησης δεν προσφέρεται για μαζική παραγωγή λόγω του υψηλού κόστους κι επομένως τα προϊόντα καταλήγουν με υψηλότερη τιμή στο ράφι συγκριτικά με τα αντίστοιχα προϊόντα ευρείας διανομής. Όπως εξηγεί στο «ΜΜΕ» ο κ. Σουεντίε, το κανάλι διανομής των προϊόντων Sapoon είναι φαρμακεία, εξειδικευμένα καταστήματα φυσικών καλλυντικών, delicatessen, καταστήματα βιολογικών προϊόντων, κέντρα αισθητικής και e-shops. Σήμερα η εταιρεία διαθέτει e-shop
(www.sapoonstore.com), ενώ στον τομέα της χονδρικής αναπτύσσει εμπορικές συνεργασίες με επιχειρήσεις λιανικής και με πολυτελή ξενοδοχεία εντός και εκτός Ελλάδος.
Επίσης χρηματοδοτεί την ανάπτυξή της μέσω των πωλήσεων και της ίδιας συμμετοχής των μετόχων της, που έχουν θέσει στόχο την επέκταση των πωλήσεων στο εξωτερικό. Το ερχόμενο φθινόπωρο, σύμφωνα με τον κ. Σουεντίε, η εταιρεία θα λάβει μέρος σε έκθεση φυσικών και βιολογικών προϊόντων στη Σουηδία, με εμβέλεια σε όλη τη Σκανδιναβία, τη Δανία και την Ισλανδία, όπου σχεδιάζει να συνάψει συνεργασίες για την εισαγωγή και διάθεση των προϊόντων στις συγκεκριμένες αγορές.
Επιχειρηματικό πλάνο πενταετίας
Το business plan της Sapοon για τα ερχόμενα 3-5 χρόνια περιλαμβάνει: αναγνωρισιμότητα του brand name στον χώρο των 100% φυσικών καλλυντικών υψηλής ποιότητας και ανάπτυξη του δικτύου στην εγχώρια, αλλά και ευρωπαϊκή αγορά. Όπως εξηγεί ο κ. Σουεντίε, ο ανταγωνισμός για τη Sapoon είναι οι λίγες ελληνικές, αλλά και ξένες πιστοποιημένες επιχειρήσεις παρασκευής 100% φυσικών σαπουνιών ή γενικότερα 100% φυσικών καλλυντικών, ενώ στο ευρύτερο πλαίσιο της αγοράς ανταγωνισμός υφίσταται ακόμα και με βιομηχανοποιημένα προϊόντα που αυτοχαρακτηρίζονται «σχεδόν φυσικά».