Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Μια σημαντική ευκαιρία για νέες επενδύσεις, δημιουργία θέσεων εργασίας και βελτίωση οικονομικών επιδόσεων προοιωνίζονται για την αγορά του ελληνικού κοσμήματος οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης του τουρισμού σε συνδυασμό με τις πολιτικές δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την προσέλκυση ενός πιο ποιοτικού μίγματος επισκεπτών.
Οι επιχειρηματίες του κλάδου δηλώνουν ετοιμότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του τουρισμού πολυτελείας, ενώ πέρα από τις μεμονωμένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες ο κοινός στόχος προωθείται και μέσω συνεργασιών. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται π.χ. και η συνεργασία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Αργυροχρυσοχόων – Κοσμηματοπωλών – Ωρολογοποιών (ΠΟΒΑΚΩ) και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, προκειμένου να δημιουργηθεί σχολή ΑΕΙ αργυροχρυσοχοΐας.
Έτσι ο κλάδος θα αναδειχθεί ως εθνικό κεφάλαιο που μπορεί να φέρει ακόμη πιο υψηλή προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία. Ας σημειωθεί ότι το ελληνικό κόσμημα είναι συνδεδεμένο με τον πολιτισμό της χώρας κι έχει ιστορία χιλιάδων ετών, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι αναφορές περί μεταλλοτεχνίας στα κυκλαδικά κοσμήματα με τη χρήση υλικών όπως κυρίως ασήμι και χαλκός και η αναβάθμιση της τέχνης της κοσμηματοποιίας με την ανάπτυξη των ανακτόρων της Κρήτης. Μόνο η Αθήνα έχει παράδοση 3.500 ετών στη χειροτεχνία των κοσμημάτων, με πολλούς Έλληνες δημιουργούς να έχουν κατακτήσει διεθνή αναγνώριση, μεταξύ των οποίων οι επιχειρηματικές οικογένειες Ζολώτα και Λαλαούνη. Ο Ευθύμιος Ζολώτας έκανε την αρχή το 1895 για να αναπτυχθεί ο ιστορικότερος οίκος κοσμηματοποιίας της Ελλάδας, ενώ ο Ηλίας Λαλαούνης έγραψε τη δική του ιστορία, αναλαμβάνοντας το 1940 θέση διευθυντή στην κοσμηματοποιία «Ζολώτα» του θείου του, δημιουργώντας αποκλειστικά εκείνος τα σχέδια των κοσμημάτων. Σήμερα οι δύο οίκοι συνεχίζουν να αναπτύσσουν δραστηριότητα, διατηρώντας τον οικογενειακό τους χαρακτήρα και τιμώντας την ιστορία των ιδρυτών τους.
Οι τάσεις
Σήμερα ο κλάδος αναζητά νέα ισορροπία, σε συνέχεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, που ήρθε να δοκιμάσει τις αντοχές εδραιωμένων και νεοεισερχόμενων brands. Αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά ήδη πριν από την κρίση επηρεαζόταν από τις μεγάλης κλίμακας εισαγωγές απομιμήσεων από χώρες χαμηλού κόστους, όπως η Τουρκία και η Κίνα, κάτι που επηρέασε τον ανταγωνισμό στην ελληνική παραγωγή, η οποία επιβαρύνθηκε και από την υψηλή φορολογία, αφού οι βιοτεχνίες αργυροχρυσοχοΐας υποχρεώνονταν να προπληρώνουν τον ΦΠΑ με την αγορά της πρώτης ύλης.
Έτσι ο κλάδος έχει περιορίσει τη δυναμική του. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της έρευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (κατηγοριοποίηση NACE, έτος βάσης 2016) για την παραγωγή και πώληση βιομηχανικών προϊόντων, το μητρώο επιχειρήσεων δείχνει ότι σε τρεις βασικές υποκατηγορίες: των κοσμημάτων και μερών αυτών από πολύτιμα μέταλλα, των ειδών χρυσοχοΐας ή αργυροχρυσοχοΐας και των απομιμήσεων κοσμημάτων και συναφών ειδών, περιλαμβάνονται μόλις 40 εταιρείες, ενώ το σύνολο αυτού του υποκλάδου της μεταποίησης περιλαμβάνει περίπου 130. Στην αγορά θα πρέπει ωστόσο να συνυπολογίσουμε και μερικές εκατοντάδες εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας και μεμονωμένους επαγγελματίες, που κατά τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς φθάνουν τις δύο χιλιάδες, ενώ τριπλάσιες είναι οι επιχειρήσεις πώλησης, που αυξάνουν σταθερά το μερίδιό τους, τάση παράλληλη με τις αθρόες εισαγωγές. Υπενθυμίζεται ότι τα λουκέτα και οι απώλειες τζίρου για τα κοσμηματοπωλεία της χώρας την περίοδο της κρίσης κατά μέσο όρο έφθασαν το 40% (με μεγαλύτερη πτώση να καταγράφεται για τους επαγγελματίες της συμπρωτεύουσας) και παρά το γεγονός ότι για πολλούς Έλληνες στα πρώτα χρόνια αυτής ο χρυσός αποτέλεσε ένα ασφαλές καταφύγιο για την επένδυση των αποταμιεύσεών τους.
Τax free shopping
Από τα στοιχεία για την εξέλιξη της αγοράς tax free shopping στη χώρα μας προκύπτει ότι οι Κινέζοι επισκέπτες πρωταγωνιστούν, με τη μέση δαπάνη ανά συναλλαγή να κυμαίνεται γύρω στα 1.000 ευρώ για την πρωτεύουσα, όταν το αντίστοιχο ποσό για τη Βόρεια Ελλάδα δεν ξεπερνά τα 420 ευρώ. Επαγγελματίες του κλάδου κοσμήματος μεταφέρουν στη «N» ότι οι προερχόμενοι από την Ανατολική Ευρώπη τουρίστες δείχνουν να προτιμούν brands, συχνά, χαμηλής αισθητικής και όχι κοσμήματα που έχουν δουλευτεί στο χέρι. Και στο πλαίσιο αυτό θεωρούν σημαντικό, σε επίπεδο προωθητικών ενεργειών, να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ αξεσουάρ και κοσμημάτων. Στην Ελλάδα έχουμε ισχυρή παρουσία στην αγορά των premium brands, με μερίδιο 33%, έναντι 16% σε άλλες συγκρίσιμες χώρες, ενώ τα είδη πολυτελείας ελέγχουν 22% (από 28% αντίστοιχα). Μάλιστα, ειδικά στα τελευταία η μέση δαπάνη ανά tax free συναλλαγή προσδιορίζεται σε περίπου 3.390 ευρώ (από 3.940 ευρώ που είναι σε συγκρίσιμες χώρες). Όσο για τα είδη προσιτής πολυτέλειας, με μερίδιο 21%, εμφανίζουν μέση δαπάνη ανά συναλλαγή 1.160 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο καταναλωτικό κοινό, σύμφωνα με τη θέση που έχει διατυπώσει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Αργυροχρυσοχόων Κοσμηματοπωλών Ωρολογοπωλών (ΠΟΒΑΚΩ) και του Συλλόγου Κοσμηματοπωλών Ωρολογοπωλών Θεσσαλονίκης (ΣΚΩΘ), Πέτρος Καλπακίδης, οι όποιες αγορές κοσμημάτων περιορίζονται στα πιο οικονομικά είδη και στα απολύτως απαραίτητα. Ουσιαστικά αναφέρεται στις βέρες και στα παραδοσιακά δώρα που συνδέονται με γάμους ή στους σταυρούς όταν πρόκειται για βαφτίσεις. Αν και η επιθυμία για την απόκτηση κοσμημάτων εξακολουθεί να υφίσταται, οι καταναλωτές είναι συγκρατημένοι. Έτσι, αν και οι Έλληνες στηρίζουν το ελληνικό κόσμημα, δεν έχουν την αγοραστική ικανότητα και δεν μπορούν να επενδύσουν σ’ αυτό όπως παλαιότερα, λόγω του υψηλού κόστους των πολύτιμων υλικών κατασκευής τους.
Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι υπάρχει σημαντική τεχνογνωσία στον ελληνικό κλάδο κοσμήματος. Για ιδιαιτερότητα μη τεχνολογικής καινοτομίας του κλάδου είχε μιλήσει στο 14ο πολυσυνέδριο «Καινοτομία και Ανάπτυξη» ο κ. Καλπακίδης.
Διεθνές «τοπίο»
Παγκοσμίως η βιομηχανία κοσμημάτων αποτελεί ένα σημαντικό υποσύνολο της αγοράς πολυτελών ειδών (που σύμφωνα με στοιχεία της McKinsey ανέρχεται σε 330 τρισ. ευρώ). Η ζήτηση για χρυσό, που αυξήθηκε πάνω από τις 4 χιλιάδες μετρικούς τόνους, αφορά μια σειρά βιομηχανιών, με βασικότερη τη βιομηχανία κοσμημάτων (μερίδιο περίπου 52%). Η Κίνα και η Ινδία αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας ζήτησης. Ειδικά η Ινδία αναδεικνύεται σε ηγέτη της παγκόσμιας αγοράς, αφού η κατανάλωση συχνά προσεγγίζει τους 1.000 τόνους ετησίως. Στην ινδική κοινωνία οι αποταμιεύσεις ενός ολόκληρου βίου ενδέχεται να ξοδεύονται σε πολυέξοδες γαμήλιες τελετές, με 35-50% του συνόλου των εξόδων του γάμου να κατευθύνεται στην αγορά χρυσού και κοσμημάτων. Επίσης η κοσμηματοποιία και η αγορά πολύτιμων λίθων της Ινδίας είναι από τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες βιομηχανίες της χώρας, με ρυθμό ανάπτυξης περίπου 15% (World Gold Consul).
Όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η Κίνα συνεισέφερε πάνω από το μισό της παγκόσμιας αύξησης δαπανών στα είδη πολυτελείας την περίοδο 2012-2018, ποσοστό που αναμένεται να φθάσει στο 65% μέχρι το 2025, σύμφωνα με έρευνα βασισμένη στις συναλλαγές της UnionPay (McKinsey «China Luxury Report 2019»).
Αρνητικό ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών
Από το 2010 μέχρι το 2018 μόνο στην Αθήνα, με βάση στοιχεία που προέρχονται από το μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, 288 επιχειρήσεις του κλάδου του κοσμήματος προχώρησαν σε εγγραφή και 704 επιχειρήσεις έκλεισαν οριστικά τα βιβλία τους. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη, με τις επιχειρήσεις που έπαυσαν λειτουργία κατά τη διάρκεια του εξεταζόμενου διαστήματος να αριθμούν τις 143 και όσες έκαναν έναρξη εργασιών να ανέρχονται σε 90. Χειρότερη χρονιά για τους Θεσσαλονικείς επιχειρηματίες του κλάδου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του μητρώου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, ήταν το 2012, όταν πραγματοποιήθηκαν μόλις 10 εγγραφές, έναντι 31 διαγραφών, ενώ αρνητικό είναι το ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών για την οκταετία 2010-2018 και στον Πειραιά, όπως προκύπτει και από το μητρώο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιά, καθώς σημειώθηκαν 14 εγγραφές και 52 διαγραφές επιχειρήσεων στον συγκεκριμένο κλάδο.
Επομένως, σήμερα μπορεί να αναδύονται ευκαιρίες για τον κλάδο, αλλά η σταθεροποίηση δεν έχει επέλθει. Αναφορικά με τη διάρθρωση της αγοράς, το μερίδιο των κοσμημάτων ελληνικής παραγωγής βαίνει συρρικνούμενο, αποτελώντας περίπου το 40% του συνόλου, με το υπόλοιπο 60% να επιμερίζεται στα κοσμήματα εισαγωγής, νομίμως και μη. Στην επικράτεια σημειώνεται ότι περίπου το 85% των επιχειρήσεων είναι εγκατεστημένο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και αν σκεφθεί κανείς ότι τη συμπρωτεύουσα επισκέπτονται, συνήθως, τουρίστες με χαμηλά βαλάντια, όπως παρατηρούν επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην τοπική αγορά, η πρωτεύουσα απολαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στο σύνολο της αξίας της αγοράς.