Από την έντυπη έκδοση
Του Γιάννη Κανουπάκη
[email protected]
Περίπου το 30% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και το 13% των μμε στην Ιρλανδία, στην Ιταλία και τις Κάτω Χώρες θεωρούν ως το πλέον σημαντικό πρόβλημά τους την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, σε σύγκριση με περίπου 7% των μμε στην Αυστρία, στη Φινλανδία και τη Γερμανία (μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ 11%). Σε άλλες βαριά πληγείσες από την κρίση χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία αναφέρεται 12% και 11%, αντίστοιχα. Στη Σλοβακία καταγράφεται ένα επίπεδο της τάξης του 8%.
Επιπλέον, οι μμε στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και την Πορτογαλία εκτιμούν ότι η διαθεσιμότητα των δανείων είναι υψηλότερη από τις ανάγκες τους, ενώ η χώρα μας είναι η μόνη που δηλώνει το αντίθετο. Τα πολύ ενδιαφέροντα αυτά συμπεράσματα προκύπτουν από την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Μαΐου, με θέμα «Εμπόδια στην ανάπτυξη των μμε στην Ευρώπη». Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, σχολιάζοντας συνολικά τη μελέτη, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ειδικότερο τμήμα της που αφορά την πρόσβαση στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ. Υπογραμμίζει δε, βάσει στοιχείων της ΕΚΤ, πως, παρά τη συνολική μείωση του επιπέδου ανησυχίας των ευρωπαϊκών μμε σχετικά με την πρόσβαση στη χρηματοδότηση, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των αγορών.
Μια ολοκληρωμένη ανάλυση που συνέκρινε τα εμπόδια για τη χρηματοδότηση μεταξύ των λεγόμενων «παλαιών χωρών» (Ε.Ε.-15) και των «νέων» (Ε.Ε.-13), αποκαλύπτει ότι η ευκολία με την οποία οι μμε μπορούν να αποκτήσουν εξωτερικούς πόρους, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μακροοικονομικό πλαίσιο, την κατάσταση και τη δομή του τραπεζικού τομέα. Η πρόσβαση σε εξωτερικά κεφάλαια τείνει να είναι πιο εύκολη για τις μμε που βρίσκονται σε κράτη μέλη με τα υψηλότερα επίπεδα ανάπτυξης των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, πιο προηγμένες χρηματιστηριακές αγορές, πιο αποτελεσματικά νομικά συστήματα ή υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Διαφορές παλαιών-νέων
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι το σημερινό μακροοικονομικό πλαίσιο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η δομή του τραπεζικού τομέα εξακολουθούν να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των παλαιών και των νέων χωρών.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι τράπεζες στις νέες εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με εκείνες στις παλαιές, η έκθεση υποστηρίζει ότι οι μμε στη δεύτερη περίπτωση είναι λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίζουν μεγάλα εμπόδια εάν βρίσκονται σε ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες ή σε χώρες με πιο υγιή τραπεζικό τομέα.
Επιπλέον, το επίπεδο της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης είναι ακόμα χαμηλότερο στις παλαιές χώρες, σε σχέση με τις νέες: ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε (εκτός από Κύπρο και Μάλτα) σε 64% στις νέες, έναντι 148% στις παλαιές.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν στο 11% στις νέες, σε σύγκριση με το 7% στις παλαιές και αντιμετωπίζουν μεγάλα εμπόδια, εάν βρίσκονται σε ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες ή σε χώρες με πιο υγιή τραπεζικό τομέα.
Στις νέες χώρες, περίπου, το 18% των μμε λαμβάνουν τραπεζικά δάνεια και το 14% εμπορικές πιστώσεις, ενώ στις παλαιές, περίπου 23% των μμε έχουν τραπεζικό δανεισμό και 20% εμπορικές πιστώσεις.
Εγγύηση η φερεγγυότητα
Ακόμη, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ένα προηγούμενο «θετικό ιστορικό» με τραπεζικό δάνειο είναι ευνοϊκό για ένα νέο δανεισμό, αλλά αυτό ισχύει μόνο για τις παλαιές αγορές, υποδεικνύοντας έτσι ότι οι μμε στις νέες αγορές έχουν περισσότερες δυσκολίες οικοδόμησης εμπιστοσύνης και καλής φήμης με τις τράπεζες που τείνουν να αγνοούν τις προηγούμενες (ακόμη και θετικές) εμπειρίες στις αποφάσεις τους για τη χορήγηση δανείων.
Μια άλλη ερευνητική εργασία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις παλαιές χώρες της Ε.Ε. η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού ξένων τραπεζών σχετίζεται με τη βελτίωση των αντιλήψεων σχετικά με την πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια, αλλά αυτό δεν είναι τόσο έντονο στις 10 χώρες που προσχώρησαν στην Ε.Ε. το 2004.
Έως και πάνω από 100 ημέρες
Οπως δήλωσε στο δεύτερο συνέδριο επιχειρηματικότητας της «Ν» ο B. Κορκίδης, τo Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει διαπιστώσει ότι οι μμε συχνά βρίσκονται σε αδύναμη θέση από πλευράς κεφαλαιοποίησης, που υπονομεύεται ακόμη περισσότερο από την κουλτούρα των καθυστερήσεων πληρωμών στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, ανάλογα με τη χώρα, οι μμε υποχρεώνονται να περιμένουν από 20 έως και πάνω από 100 ημέρες κατά μέσο όρο για να εισπράξουν τα τιμολόγιά τους. Μία στις τέσσερις πτωχεύσεις οφείλεται σε καθυστερήσεις πληρωμών. Αυτό οδηγεί σε απώλεια 450.000 θέσεων εργασίας και 25 δισ. ευρώ κάθε χρόνο.
Διοικητικά – θεσμικά εμπόδια στην απασχόληση
Σε ό,τι αφορά, τα εμπόδια που μπαίνουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, τονίζεται ότι στις αρχές του 2016 το γραφείο της Ε.Ε. Eurofound δημοσίευσε μια σχετική μελέτη για τις μμε στις 28 χώρες της Ε.Ε. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα εμπόδια μπορεί να είναι τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει, κυρίως, τη διοικητική και θεσμική διάρθρωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (π.χ. η ρύθμιση των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων, η άκαμπτη εργατική νομοθεσία), την τρέχουσα μακροοικονομική κατάσταση (με τη συνακόλουθη μείωση της ζήτησης, την αύξηση των καθυστερήσεων πληρωμών και τη δύσκολη πρόσβαση, φυσικά, σε χρηματοδότηση), τον ανταγωνισμό από μεγαλύτερες ή πολυεθνικές εταιρείες και την παραοικονομία, όπως και το υψηλό κόστος εργασίας που συνοδεύεται από χαμηλή διαθεσιμότητα ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Η τελευταία περιλαμβάνει την οικονομική απόδοση των μμε, την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, τη χαμηλή ικανότητα να λειτουργήσουν σε διεθνές επίπεδο και να καινοτομούν, την αναποτελεσματική οργανωτική δομή και την ικανότητα διαχείρισης, την αδυναμία να προσελκύσουν τους εργαζόμενους, καθώς και την έλλειψη κινήτρων και την αρνητική στάση των ιδιοκτητών / διευθυντών. Τα ευρήματα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνα και με προγενέστερη ανάλυση του 2013 του Ευρωκοινοβουλίου ότι οι μμε «μπορεί να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας με την προϋπόθεση της διαμόρφωσης σωστών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων της απλούστευσης των διοικητικών διαδικασιών, της πρόσβασης σε χρηματοδότηση, των δεξιοτήτων, των γνώσεων και του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, παραλλήλως και της στήριξης των καινοτόμων προσπαθειών τους».
Κρίση και προστιθέμενη αξία
Η ετήσια έκθεση της Επιτροπής, για το 2015 σημείωνε ότι μετά το 2013 (οπότε η προστιθέμενη αξία των μμε αυξήθηκε κατά 1,6% και η απασχόληση μειώθηκε κατά 0,5%), οι ευρωπαϊκές μμε παρουσίασαν βελτιωμένες επιδόσεις, το 2014 με την προστιθέμενη αξία να αυξάνεται κατά 3,3% και την απασχόληση κατά 1,2%.
Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη – μέλη προέκυψε μείωση της προστιθέμενης αξίας, ενίοτε σε συνδυασμό με τη μείωση της απασχόλησης.
Η εικόνα είναι επίσης σύνθετη όσον αφορά στην ανάκαμψη από την κρίση. Από το 2008 έως το 2014, είκοσι κράτη – μέλη παρουσίασαν καθαρή μείωση της απασχόλησης των μμε, και 4 στις 8 παρουσίασαν διψήφιες απώλειες στις καθαρές θέσεις απασχόλησης.
Είναι σημαντικό ότι πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες είναι πιο ευάλωτες στις συνέπειες της κρίσης, στους κύκλους της αγοράς και τις σφιχτές συνθήκες χρηματοδότησης, παίζουν σχετικά μεγαλύτερο ρόλο στη νότια και ανατολική Ευρώπη σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. των «28».
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η καθαρή μείωση του μέσου όρου απασχόλησης των μμε συνέβη, κυρίως, λόγω της μάχης πολύ μικρών επιχειρήσεων να επιβιώσουν, όπως τονίζει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ.