Από την έντυπη έκδοση
Του Γιάννη Κανουπάκη
[email protected]
Στο ιστορικό κτήριο της Ροτόντας, στο παλιό μηχανοστάσιο στον Πειραιά, στεγάζεται πλέον το Εθνικό Σιδηροδρομικό Μουσείο, το οποίο εγκαινιάστηκε, χθες, από τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστο Σπίρτζη, στο πλαίσιο του εορτασμού για τα 150 χρόνια ελληνικού σιδηρόδρομου. Σημειώνεται ότι το υφιστάμενο μουσείο βρισκόταν στα Σεπόλια, όπου πλέον ξεκίνησαν οι εργασίες υπογειοποίησης των γραμμών. Όλα καλά μέχρι εδώ.
Τα μουσεία είναι θησαυροφυλάκια της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα «αρχεία» της ιστορίας, οι αποθήκες μνήμης κάθε κοινωνικής ή άλλης δραστηριότητας και καλόν είναι να τα εμπλουτίζουμε, να τα συντηρούμε, να τα εκσυγχρονίζουμε, από πλευράς υποδομών.
Ωστόσο, στην ομιλία του ο κ. Σπίρτζης, αφού τόνισε πως η πορεία του σιδηρόδρομου ήταν άρρηκτα δεμένη με την πορεία της ανάπτυξης της χώρας (στο απώτερο παρελθόν προφανώς), δήλωσε υπερήφανος «για τα έργα υποδομών σε όλη τη χώρα, για την κατάσταση που είναι ο ελληνικός σιδηρόδρομος», και, μάλιστα, «εκατό φορές περήφανος» όπως είπε, γιατί έπειτα από 50-60 χρόνια ολοκληρώθηκε η διπλή σιδηροδρομική ηλεκτροκίνητη γραμμή Αθήνα – Θεσσαλονίκη, κ.λπ. κ.λπ. Με εξαίρεση, λοιπόν, τον προαστιακό Αεροδρόμιο-Κιάτο, που, κάπως, λειτουργεί αξιοπρεπώς ως σύστημα σιδηροδρόμου (ήδη, παλιώνει και αυτό πριν καν ολοκληρωθεί έως την Πάτρα), η γραμμή Πειραιάς-Αθήνα-Θεσσαλονίκη στο μεγαλύτερο τμήμα της, παραπέμπει σε ταινία του Αγγελόπουλου, θυμίζει τριτοκοσμική χώρα από κάθε άποψη, με σταθμούς απαράδεκτους, κτήρια-φαντάσματα, οθόνες διαλυμένες, παγκάκια σπασμένα, κακό φωτισμό έως ανύπαρκτο, γέφυρες παρατημένες, με κακοτεχνίες και ερείπια, καθώς επίσης με δεκάδες διαβάσεις φυλασσόμενες μόνον κατ’ όνομα.
Για την κατάσταση των συρμών, καλύτερα να μην αναφερθούμε… Καθημερινά, οι πολίτες της Αττικής -και όχι μόνο- μετακινούνται σε συνθήκες Καλκούτας και ακόμη χειρότερα. Αυτό μας κάνει υπερήφανους;