Από την έντυπη έκδοση
Tης Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Στο προσκήνιο βρίσκεται ο εγχώριος γαλακτοκομικός κλάδος, καθώς οι εξαγορές, οι συνεργασίες και τα κυοφορούμενα νέα deals «ανακατεύουν» εκ νέου την τράπουλα σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, μεταποίησης και λιανεμπορίου. Η CVC Capital Partners από την αρχή έδειξε την «επεκτατική» της διάθεση και στον κλάδο των γαλακτοκομικών, προχωρώντας, αμέσως μετά την απόκτηση της Δέλτα και του 43% της Μεβγαλ μέσα από το deal της εξαγοράς της Vivartia, στην εξαγορά του πλειοψηφικού ποσοστού της Δωδώνης. Σε λιγότερο από έναν μήνα, το συγκεντρωτικό μοντέλο των αμερικανικών κεφαλαίων έρχεται να αλλάξει τις ισορροπίες στον εγχώριο γαλακτοκομικό κλάδο, ενώ ενδέχεται το σχήμα να ενδυναμωθεί περαιτέρω.
Σε ό,τι αφορά το deal με την Κολιός, οι πληροφορίες είναι διφορούμενες, καθώς από τη μία πλευρά θέλουν τον δίαυλο επικοινωνίας με τη CVC να παραμένει ανοιχτός, από την άλλη ακούγεται ότι με τη βορειοελλαδίτικη εταιρεία συζητούν κι άλλοι παίκτες. Το κατά πόσο τα αμερικανικά κεφάλαια θα διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους για την απόκτηση της Κολιός ή θα αναζητήσουν άλλες ευκαιρίες μένει να φανεί. Πάντως, οι πληροφορίες της «Ν» αναφέρουν ότι το επιδιωκόμενο ύψος της αποτίμησης (enterprise value) της Κολιός κινείται σε υψηλά επίπεδα, περί τις 12-15 φορές υψηλότερη από το EBITDA, γεγονός που δίνει ένα στίγμα για τις προσδοκίες που μπορούν να δημιουργηθούν σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη πώληση.
Το «κόσκινο» της Ε.Α.
Σε κάθε περίπτωση, το εγχείρημα της δημιουργίας ενός «πρωταθλητή» στον κλάδο μέσα από τη σύμπραξη τουλάχιστον τριών ισχυρών σημάτων, Δέλτα, Δωδώνη και Μεβγάλ, βρίσκεται υπό την αίρεση της έγκρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο παρελθόν η Επιτροπή είχε περάσει από «κόσκινο» τη συμφωνία μεταξύ Vivartia και Μεβγάλ, συλλέγοντας στοιχεία από όλη σχεδόν την αγορά για να εξασφαλίσει ότι δεν εγείρονται θέματα δεσπόζουσας θέσης, εκτιμάται ότι ανάλογη «ευαισθησία» θα υπάρξει και αυτήν τη φορά. Το έργο της Επιτροπής δεν είναι απλό, αφού το εν δυνάμει νέο σχήμα που επιδιώκει να δημιουργήσει το CVC έχει ένα διευρυμένο χαρτοφυλάκιο προϊόντων που «ακουμπά» σε όλες τις βασικές κατηγορίες: γάλα, γιαούρτι, τυροκομικά. Ωστόσο, αθροιστικά τα μερίδια αγοράς ανά κατηγορία δεν φαίνεται να δημιουργούν προσκόμματα. Εξάλλου, θεωρείται βέβαιο ότι η CVC εξέτασε την εικόνα του κλάδου, το βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο κατακερματισμός, γεγονός που δίνει περιθώρια συγκέντρωσης.
Θετικό momentum
Ταυτόχρονα, οι ξένοι επενδυτές φέρεται να έχουν καταλάβει τη δυναμική του κλάδου. Η επιλογή του fund να προχωρήσει σε γρήγορες κινήσεις δεν είναι τυχαία. «Το momentum είναι ιδιαίτερα θετικό για το γιαούρτι και περισσότερο για τη φέτα, και αυτό αποδείχθηκε και κατά την περίοδο της πανδημίας» αναφέρουν μιλώντας στη «Ν» στελέχη που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στον κλάδο. O εγχώριος γαλακτοκομικός κλάδος μεταφράζεται σε μια αγορά που προσεγγίζει τα 3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,4 δισ. αφορά scanned κωδικούς στο ράφι, και αναδεικνύεται ιδιαίτερα ελκυστικός, αφού πέρα από τα περίπου 4,4 εκατ. εγχώρια νοικοκυριά έχει σημαντική προοπτική εξωστρέφειας. Το γιαούρτι και η φέτα αποτελούν δυνατά «χαρτιά» για τις διεθνείς αγορές, ενώ το γάλα, αν και εμφανίζει χαμηλά περιθώρια κέρδους, «απολαμβάνει» το πλεονέκτημα του είδους ανελαστικής δαπάνης.
Διάρθρωση της αγοράς
Σύμφωνα με τα στοιχεία από τις επιδόσεις στην εγχώρια λιανική τροφίμων, η διάρθρωση της αγοράς ανά κατηγορία διαμορφώνεται ως εξής: το τυρί έχει την πρωτοκαθεδρία συμμετέχοντας στο σύνολο των πωλήσεων με ποσοστό 54,7%, ακολουθούν το γάλα με 22,8%, το γιαούρτι με 17,4%, το βούτυρο με 3% και οι κρέμες γάλακτος με 2,1%. Κατά την περίοδο της πανδημίας και με κλειστό το κανάλι HoReCa, οι επιδόσεις στο ράφι ήταν ιδιαίτερα ανοδικές και διατηρούν αντίστοιχο ρυθμό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τις μετρήσεις της IRI στο πρώτο δίμηνο του έτους τα γαλακτοκομικά κατέγραψαν αύξηση 9% σε όρους αξίας και 6,5% σε όγκο.
Σημαντικές επιδόσεις καταγράφηκαν και στις εξαγωγές στο γιαούρτι και στη φέτα, τάση που διατηρούν και στους πρώτους μήνες του 2021. Υπό το πρίσμα αυτό, η επιθετική στρατηγική της CVC αναμένεται να εντείνει τον ανταγωνισμό στη βιομηχανία, με εξίσου ισχυρά σήματα όπως Ελληνικά Γαλακτοκομεία, Φάγε, Optima Α.Ε., Κρι-Κρι, Friesland και Danone να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, προχωρώντας ενδεχομένως σε επαναπροσδιορισμό των στρατηγικών τους. Ξεκινώντας από τους Γάλλους της Danone, που δεν έχουν παραγωγική παρουσία, η κίνηση εισόδου στην αγορά του στραγγιστού γιαουρτιού μέσα από τη συνέργεια με τη Δέλτα σίγουρα δείχνει την πρόθεση της εταιρείας να πάρει θέση σε μια κατηγορία με ισχυρή διεθνή δυναμική, χωρίς ωστόσο να «ρισκάρει» κεφάλαια στη δημιουργία μονάδας, τουλάχιστον στην παρούσα χρονική στιγμή. Σε ό,τι αφορά τις άλλες ισχυρές βιομηχανίες, αυτό που αναμένεται είναι να επαναπροσεγγίσουν τις στρατηγικές τους προκειμένου να επιτυγχάνουν μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακος ώστε να αποκτήσουν περαιτέρω ευελιξία κινήσεων, ενώ υψηλά κεφάλαια εκτιμάται ότι θα στραφούν και στα τμήματα έρευνας και καινοτομίας.
Οι νέες ισορροπίες
«Το brand αναμένεται να απασχολήσει πολύ περισσότερο από το θέμα της τιμής τις βιομηχανίες. Το τρίπτυχο ποιότητα, κόστος και αειφορία αναμένεται να είναι ο βασικός άξονας των σχεδιασμών για την επόμενη μέρα του κλάδου. Οι επιχειρηματικές εξελίξεις αυτού το βεληνεκούς που λαμβάνουν χώρα σίγουρα έχουν μια θετική επίπτωση στον κλάδο, καθώς θα διατεθούν νέα κεφάλαια σε επενδύσεις στην κατεύθυνση της περαιτέρω ενδυνάμωσης των σημάτων», σημειώνουν τα ίδια στελέχη, προσθέτοντας ωστόσο ότι «το πώς θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες στην εγχώρια αγορά θα φανεί από το 2023 και μετά. Δεν απειλούνται όλοι οι παίκτες στον ίδιο βαθμό. Σημαντική παράμετρος είναι ότι τα χαρτοφυλάκια των τριών σημάτων Δωδώνη, Δέλτα και Μεβγάλ δεν “κανιβαλίζουν” το ένα το άλλο. Άλλη δυναμική στη φέτα έχει η Δωδώνη, άλλη η Μεβγάλ με το γάλα στη Βόρεια Ελλάδα. Συνεπώς δεν θα ανατραπούν στον ίδιο βαθμό όλοι οι συσχετισμοί στην αγορά».
Για τους «μικρομεσαίους» παίκτες της αγοράς, όπως Εβροφάρμα, Φάρμα Κουκάκη, αλλά και αγροτικοί συνεταιρισμοί όπως ΕΒΟΛ, ΕΑΣ Νάξου, ΕΑΣ Καλαβρύτων, καθώς και μικρότερα γαλακτοπωλεία με αναγνωρίσιμα σήματα όπως Στάμου και Δημητρίου, οι εξελίξεις ενδέχεται να αποτελέσουν μια «ευκαιρία» περαιτέρω ενδυνάμωσης και δυνατότητα να «ξεχωρίσουν» με γνώμονα ότι η μερίδα των καταναλωτών που ήδη τα επιλέγουν εμφανίζει υψηλό ποσοστό πιστότητας.
Για το κομμάτι του λιανεμπορίου, η συγκέντρωση στη βιομηχανία δύναται να ανατρέψει τους συσχετισμούς των σχέσεων στις διαπραγματεύσεις, αφού το γάλα, το τυρί και το γιαούρτι αποτελούν βασικά καταναλωτικά είδη. Ειδικά το γάλα αποτελεί σταθερό «κράχτη» στο ράφι.
Για τον κτηνοτροφικό κλάδο, οι εξελίξεις δύναται να δημιουργήσουν νέα περιθώρια στις διαπραγματεύσεις των παραγωγών για την τιμή, ενώ η λογική των σταθερών συμβολαίων που είθισται να ακολουθούν οι ισχυροί παίκτες θωρακίζει σημαντικά τους γαλακτοπαραγωγούς.
Ενδιαφέρον έχει, τέλος, να σημειωθεί ότι στα «πηγαδάκια» της αγοράς το βασικό ερώτημα που κυριαρχεί είναι κατά πόσο το εγχείρημα του συγκεντρωτισμού που επιχειρεί η CVC Capital Partners θα φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και πόσο εύκολα θα μπορέσει έπειτα το αμερικανικό fund να αποεπενδύσει από τον κλάδο, πουλώντας το σχήμα που θα έχει δημιουργήσει. Βέβαια αυτές οι συζητήσεις αναμένεται να απασχολήσουν πολύ περισσότερο τον κλάδο από το 2027-2028 και μετά.