Skip to main content

«Μόνο μία στις 5 εμπορικές επιχειρήσεις έχει πρόσβαση στις Τράπεζες – Οι συγχωνεύσεις θα έδιναν λύση »

Μόνο μία στις πέντε εμπορικές επιχειρήσεις έχει σχέση με τον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με τον Ν. Μαγγίνα  PhD, επικεφαλής Οικονομολόγου, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, καθώς όπως σημείωσε κατά την ομιλία του στην παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2020.το κατά κανόνα μικρό τους μέγεθος δεν συμβάλλει θετικά στη δανειοδότησή τους.

Όπως τόνισε η ενίσχυση του μεγέθους και οι συγχωνεύσεις θα μπορούσαν να διευκολύνουν την πρόσβασή τους.

Εξάλλου, συμφωνα και με τον Τάσο  Αναστασάτο, επικεφαλής Οικονομολόγου του ομίλου της Eurobank  οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές που θα φέρει η πανδημία προσαρμόζοντας το επιχειρηματικό τους μοντέλο και αυξάνοντας το μέγεθός τους μέσω συγχωνεύσεων και συνεταιριστικών σχημάτων.

Αναλυτικά

Ο Νίκος Μαγγίνας PhD, επικεφαλής Οικονομολόγος, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σημείωσε πως μόνο μία στις πέντε εμπορικές επιχειρήσεις έχει σχέση με τον τραπεζικό τομέα ενώ κατά κανόνα μικρό τους μέγεθος δεν συμβάλλει θετικά στη δανειοδότησή τους. Συνεπώς, η ενίσχυση του μεγέθους και οι συγχωνεύσεις θα μπορούσαν να διευκολύνουν την πρόσβασή τους. Στη συνέχεια, υπογράμμισε πως ο τρόπος αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων που έχουν ήδη εκχωρηθεί σε τρίτους θα διαμορφώσει σε καίριο βαθμό το περιβάλλον την επόμενη ημέρα. Πρόσθεσε πως οι μικρές επιχειρήσεις μπορούν να επιβιώσουν αρκεί να διαθέτουν μια διαφορετική πρόταση, γεγονός που θα τις βοηθήσει και στις επαφές τους με τις τράπεζες, χωρίς όμως να αναμένονται θεαματικές αλλαγές βραχυπρόθεσμα. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως η πώληση των «κόκκινων» δανείων περιορίζει το βάρος των ισολογισμών των τραπεζών καθιστώντας το τραπεζικό σύστημα πιο φιλικό, ενώ οι οφειλέτες αποκτούν πρόσβαση σε περισσότερες λύσεις. Τέλος, υποστήριξε πως το λιανικό εμπόριο ίσως επωφεληθεί ταχύτερα από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (πχ δίκτυο 5G), αφού προσομοιάζει με τη Ναυτιλία σε ότι αφορά την ευελιξία και τη δημιουργικότητα, ενώ δεν είναι τυχαία η διατήρηση του στους πλέον σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

 Ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής Ομίλου Τράπεζας Πειραιώς τόνισε πως παρά το γεγονός ότι οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές αλλά και γενικότερες κοινωνικές συνθήκες υπαγορεύονται από την εξέλιξη της πανδημίας COVID-19 και την ταχύτητα και το εύρος του προγράμματος εμβολιασμών, η πεποίθησή του είναι ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας προδιαγράφονται ιδιαίτερα θετικές. Στήριξε, δε, την εκτίμησή του αυτή στην ύπαρξη μιας σειράς παραγόντων που θεωρεί ότι θα ασκήσουν ιδιαίτερα θετική επίδραση στην ελληνική οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι τα επόμενα χρόνια η ελληνική οικονομία θα ωφεληθεί σημαντικά από τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής σε Ελλάδα και Ευρωζώνη, τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας που έχουν επικρατήσει μετά την επιστροφή καταθέσεων, τη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου ως αποτέλεσμα της συμπερίληψης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης PEPP της ΕΚΤ καθώς και από το ταμείο  «Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» που έχει δρομολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Ιδιαίτερα η τελευταία πρωτοβουλία είναι καίριας σημασίας, όπως είπε, καθώς η Ελλάδα δικαιούται να λάβει επιπλέον πόρους ύψους 32 δισεκ. ευρώ (ή 20% του ΑΕΠ 2020), γεγονός που ισοδυναμεί με διπλασιασμό της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας από ευρωπαϊκά κονδύλια για όλη την περίοδο 2021-2027.

Ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής Οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών σημείωσε πως η πορεία της πανδημίας κατατείνει στην εκτίμηση ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι πιο σταδιακή, με ένα μέρος αυτής να μετατίθεται για το 2022. Σε αυτό το πλαίσιο, οι προοπτικές του εμπορίου πλήττονται βραχυπρόθεσμα, ανέφερε, από την καθυστέρηση της αποκατάστασης της κοινωνικής επαφής αλλά μεσοπρόθεσμα ωφελούνται από την συμπιεσμένη ζήτηση και την συσσωρευμένη αποταμίευση των νοικοκυριών. Ωστόσο, υποστήριξε πως η πανδημία θα αφήσει διαρκείς αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες και την διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου. Κατ΄ αυτόν, οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν τη μεταβολή προσαρμόζοντας το επιχειρηματικό τους μοντέλο και αυξάνοντας το μέγεθός τους μέσω συγχωνεύσεων και συνεταιριστικών σχημάτων. Αυτό, υπογράμμισε, αποτελεί προϋπόθεση και για την πλήρη αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, δεδομένου ότι αυτό δεν θα είναι πηγή ρευστότητας για την αντιμετώπιση τρεχουσών αναγκών αλλά κεφαλαίων για τη συγχρηματοδότηση επενδύσεων σε στοχευμένους τομείς και τη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος. Η ταχύτητα στην υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών και η κουλτούρα συνέπειας, η οποία εξασφαλίζει καλύτερους όρους χρηματοδότησης, θα αποτελέσουν σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, πρόσθεσε

Δρ. Παναγιώτης Καπόπουλος, Chief Economist, διευθυντής Οικονομικών Μελετών και Ανάλυσης, Alpha Bank υποστήριξε πως η πανδημική κρίση λειτούργησε ως επιταχυντής των εξελίξεων στον κλάδο του εμπορίου. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η αυτοματοποίηση ενισχύουν τις πωλήσεις. Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις οφείλουν να αναπτύξουν νέες εμπορικές στρατηγικές ώστε να δημιουργήσουν συνθήκες πολυκαναλικής πώλησης και εξυπηρέτησης των καταναλωτών και οι επιχειρηματίες του κλάδου πρέπει να επενδύσουν στη βελτίωση της εφοδιαστικής αλυσίδας και της ταχύτητας παράδοσης των προϊόντων, καθώς αυτό αποτελεί πλέον ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Υπογράμμισε πως το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει μία μεγάλη ευκαιρία άντλησης πόρων για επενδύσεις που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Επιπλέον, τόνισε ότι αξίζει να δοθεί έμφαση στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού στο λιανικό εμπόριο, ώστε να ανταποκριθεί στη νέα πραγματικότητα της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών. Πρότεινε οι μικρότερες επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας και φάσματος μέσω της διεύρυνσης της κλίμακας των πωλήσεων και του φάσματος των προϊόντων τους, ακόμη και μέσω συμπράξεων.  Για τις επιχειρήσεις που θα διατηρήσουν μικρό μέγεθος υπογράμμισε πως είναι απαραίτητο να διαφοροποιήσουν το προϊόν τους σε όρους ποιότητας και καινοτομίας, ώστε να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των φυσικών και on line αλυσίδων διανομής.