Skip to main content

Πώς πήγαν οι ελληνικές τράπεζες στα stress tests

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]

Για τον Οκτώβριο μετατίθεται η πλήρης αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών που υπέστησαν τη βάσανο των stress tests νωρίτερα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες κι αυτό διότι τον Αύγουστο λήγει το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας και προκειμένου να συμβεί αυτό, δεν θα έπρεπε να υπάρχει εκκρεμότητα σε σχέση με τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα.

Έτσι πολλά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί υπόψη σχετικά με την πορεία των τραπεζών (πρόοδος στα κόκκινα δάνεια κλπ) δεν ελήφθησαν. Παρ’ όλα αυτά, οι τράπεζες προβιβάστηκαν τόσο στο δυσμενές όσο και στο βασικό σενάριο. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών σεναρίων κοστολογείται σε 15,5 δισ. ευρώ ή 9 μονάδες βάσης στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας  των τραπεζών. Το τεστ κατέγραψε πως τόσο σε ακραίες καταστάσεις όσο και σε κανονικές οι τράπεζες διαθέτουν την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια.

Η ολοκληρωμένη εικόνα του Οκτωβρίου θα καταγράψει πιθανόν κάποιες κεφαλαιακές ανάγκες τις οποίες οι τράπεζες θα έχουν μπροστά τους μεγάλο χρονικό ορίζοντα να τις καλύψουν και όχι μόνον με αυξήσεις κεφαλαίου.

Ειδικότερα, κατά 9 περίπου μονάδες μειώθηκε ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας από το βασικό στο δυσμενές σενάριο με αποτέλεσμα το Cor Tier I, ενώ ισοδυναμεί με 15,5 δισ. ευρώ όπως καταγράφουν τα αποτελέσματα των stress tests που δημοσιοποιήθηκαν πριν από λίγο από τον SSM.

Η διαφοροποίηση της άσκησης όπως σημειώνει η EBA είναι το επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμα. Τα αποτελέσματα της δοκιμασίας ακραίων καταστάσεων 2018 των ελληνικών σημαντικών ιδρυμάτων δείχνουν ότι η μέση υποτίμηση του κεφαλαίου στο αρνητικό σενάριο, η οποία κάλυπτε μια τριετή περίοδο με βάση στατικούς υποθετικούς ισολογισμούς ήταν 9 εκατοστιαίες μονάδες, που αντιστοιχούσαν σε 15,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η μείωση κεφαλαίου ανερχόταν σε 8,56 ποσοστιαίες μονάδες για την Alpha Bank, 8,68 ποσοστιαίες μονάδες για την Eurobank, 9,56 ποσοστιαίες μονάδες για την Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) και 8,95 ποσοστιαίες μονάδες για την Τράπεζα Πειραιώς.

Οι τέσσερις τράπεζες υποβλήθηκαν σε δοκιμασία προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία και προσέγγιση με την άσκηση EBA σε ολόκληρη την Ε.Ε., αλλά με ένα επιταχυνόμενο χρονοδιάγραμμα προκειμένου να ολοκληρωθεί η δοκιμασία πριν από το τέλος του Προγράμματος Στήριξης Σταθερότητας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την Ελλάδα τον Αύγουστο.

Ο έλεγχος ακραίων καταστάσεων δεν αποτελεί άσκηση ή αποτυχία. Τα αποτελέσματά της, μαζί με άλλες σχετικές πληροφορίες εποπτείας, χρησιμοποιούνται για να διαμορφώσουν μια συνολική εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης των τραπεζών.

Όπως καθίσταται φανερό, στο αρνητικό σενάριο οι τράπεζες διαμορφώνουν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας 9,69% Alpha Bank, 6,75% Eurobank, 6,92% Εθνική, και 5,90% η Tράπεζα Πειραιώς.

Οι παραδοχές που έγιναν ως προς το ΑΕΠ προβλέπουν αύξηση 2,4% το 2018, 2,5% το 2019 και 2,5% το 2020 στο βασικό σενάριο και ύφεση 1,3% , 2,1% το 2018 και 2019 και ανάπτυξη 0,2% το 2020 στο δυσμενές σενάριο.

O SSM σημειώνει ότι λόγω της υπόθεσης για στατικούς ισολογισμούς, οι εκποιήσεις που δεν είχαν ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του 2017 δεν ελήφθησαν υπόψη στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι κεφαλαιακοί δείκτες να είναι χαμηλότεροι από ό,τι θα ήταν εάν αυτές οι εκποιήσεις με θετική κεφαλαιακή επίδραση είχαν ληφθεί υπόψη στην τελική επίδραση.

Η διαφορά μεταξύ του αρχικού επιπέδου κεφαλαίου CET1 και του εκτιμώμενου κεφαλαίου CET1 για το 2020 για την Eurobank δεν συμπεριλαμβάνει αρνητική επίδραση 250 μονάδων βάσης που σχετίζεται με τη σταδιακή κατάργηση προνομιούχων μετοχών του ελληνικού Δημοσίου που είχαν εκδοθεί για την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία. Αυτές οι προνομιούχες μετοχές μετατράπηκαν σε μέσα της κατηγορίας ΙΙ τον Ιανουάριο του 2018 και λόγω της υπόθεσης για στατικούς ισολογισμούς δεν συμπεριλήφθηκαν στα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

Πιστωτικός κίνδυνος: ενώ υπό το βασικό σενάριο η αρνητική επίδραση του πιστωτικού κινδύνου στους δείκτες κεφαλαίου CET1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης, υπό το δυσμενές σενάριο αυξήθηκε στις 850 μονάδες βάσης.

Καθαρά έσοδα από τόκους: τα καθαρά έσοδα από τόκους υπό το δυσμενές σενάριο μειώθηκαν κατά 22,5% σε σύγκριση με το βασικό σενάριο.

Τα σενάρια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων περιλαμβάνουν τις ακόλουθες προβολές για το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας, όπως παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα:

Τα αποτελέσματά της, μαζί με άλλες σχετικές εποπτικές πληροφορίες, χρησιμοποιούνται για να σχηματιστεί μια συνολική εποπτική αξιολόγηση της κατάστασης μιας τράπεζας (SREP), τον Οκτώβριο. 

Έκθεση της Goldman Sachs

To ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα απαιτήσει το χρόνο του. Αυτό εκτιμά η Goldman Sachs ενώ ο διεθνής οίκος χαρακτηρίζει ως ένα από τα σημαντικότερα ορόσημα του ελληνικού banking τα αποτελέσματα των stress tests των ελληνικών τραπεζών .

Ειδικότερα, στην τελευταία ανάλυσή της με τίτλο «Οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν το αποτέλεσμα των stress tests», ο διεθνής οίκος τονίζει ότι η ανακοίνωση των stress tests θα είναι ένα σημαντικό ορόσημο, ικανό να εξαλείψει τους κινδύνους βραχυπρόθεσμου dilution για τις τραπεζικές μετοχές, το οποίο και θα είναι καθοριστικό και στις διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα του ESM.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Goldman Sachs αυξάνει την τιμή στόχο της Alpha bank στα 2,55 ευρώ, από 2,36 ευρώ προηγουμένως, της Εθνικής στα 0,30 ευρώ, από 0,28 ευρώ προηγουμένως, στα 1 ευρώ από 0,88 ευρώ προηγουμένως στη Eurobank, ενώ στην Πειραιώς αύξησε την τιμή στόχο στα 3,55 ευρώ, από 3,10 ευρώ προηγουμένως. Παρ’ όλα αυτά, η Goldman Sachs μειώνει τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) κατά 20%-11% κατά μέσο όρο την περίοδο 2018-2019, ενώ κάνει μικρές αναπροσαρμογές για τα έτη 2020-2022.

Η Alpha Bank (Σύσταση Αγορά) παραμένει η κορυφαία επιλογή της στην Ελλάδα, ενώ για τις άλλες τρεις συστημικές η σύσταση είναι ουδέτερη.