Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Το σχέδιο σωτηρίας της Ηλεκτρονικής το 2015 δεν ολοκληρώθηκε και έμεινε στα χαρτιά, γεγονός που επέφερε ένα χρόνο μετά την επώδυνη εμπειρία της πτώχευσης για τους 450 εργαζόμενους και τη διοίκησή της και ένα ακόμη ισχυρό χτύπημα στην επιχειρηματικότητα.
Όπως τονίζει στη «Ν» ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γιάννης Στρούτσης, τον Απρίλιο του 2015 υπεγράφη μνημόνιο μεταξύ των πιστωτριών τραπεζών της εταιρείας και του βασικού μετόχου κ. Στρούτση για κούρεμα των δανείων της Ηλεκτρονικής κατά 50% (τα 50 εκατ. ευρώ βραχυπρόθεσμος δανεισμός θα γίνονταν 25 εκατ. ευρώ), μετατροπής του βραχυπρόθεσμου δανεισμού σε μακροπρόθεσμο με πιο ευνοϊκούς όρους και χαμηλά επιτόκια, παράλληλα με την εισροή νέων κεφαλαίων στο ταμείο της εταιρείας ύψους 6 εκατ. ευρώ και πέρασμα της εταιρείας σε θετικά ίδια κεφάλαια.
Ταυτόχρονα οι μεγάλοι προμηθευτές της ελληνικής αλυσίδας είχαν πιστοποιήσει και από τη δική τους πλευρά εγγράφως τη σύμφωνη γνώμη τους για τη στήριξη της πορείας της Ηλεκτρονικής στην αγορά. Το συγκεκριμένο σχέδιο που περιελάμβανε και άλλες κινήσεις εξυγίανσης της λειτουργίας της ήταν στην κυριολεξία το χέρι βοηθείας που θα την τραβούσε από το χείλος του γκρεμού, δίνοντάς της μια ακόμη ευκαιρία.
Η υλοποίησή του θα συνέπιπτε και με τη νέα οικονομική χρήση (1/7/2015-30/6/2016), η έναρξη της οποίας θα συνοδευόταν με κάποια μικρά θετικά δείγματα γραφής όσον αφορά τον τζίρο της εταιρείας που είχαν ήδη καταγραφεί στον ισολογισμό της χρήσης που ολοκληρώθηκε στις 30/6/2015.
Οπως επισημαίνει ο κ. Στρούτσης, το σχέδιο ενεργοποιήθηκε ως προς την εισροή κεφαλαίων ύψους 4 εκατ. ευρώ από τα 6 εκατ. ευρώ που είχαν συνολικά βεβαιωθεί, αλλά δεν οριστικοποιήθηκε ποτέ αναφορικά με το κούρεμα των δανείων της εταιρείας κατά 25 εκατ. ευρώ, ώστε να αποτυπωθεί και λογιστικά στις οικονομικές της καταστάσεις στις 30/6/2015.
Καθυστερήσεις, κωλυσιεργίες και κυρίως το δυσχερές μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό εγχώριο περιβάλλον δεν ευνόησαν την υλοποίηση της λύσης σωτηρίας της εταιρείας.
Το τελειωτικό χτύπημα
Λίγο μετά ακολούθησε η επιβολή των capital controls που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα αλλάζοντας ραγδαία προς το χειρότερο τις σχέσεις της με τους προμηθευτές, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση της στην αγορά.
Σύμφωνα με τον κ. Στρούτση, η διοίκηση κοιτώντας πίσω αναγνωρίζει πως θα μπορούσε να έχει προβεί πιο νωρίς στη λήψη δυναμικών αποφάσεων αρχικά για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού από το εξωτερικό και κατόπιν της οικονομικής κρίσης που επέφερε μείωση του τζίρου της αγοράς και της κατανάλωσης, μηδενισμό των καταναλωτικών πιστώσεων από τις τράπεζες που ήταν το 35% του τζίρου της Ηλεκτρονικής και κλείσιμο καταστημάτων για τόνωση της ρευστότητας.
Η εταιρεία μέχρι το 2008 τηρούσε με ευλάβεια τους κανόνες του αείμνηστου Π. Στρούτση, ιδρυτή της εταιρείας το 1959, σύμφωνα με τους οποίους ο έμπορος κατακτά πρώτα την καρδιά του καταναλωτή και μετά το πορτοφόλι του, πληρώνει τους πιστωτές του νωρίτερα και δεν έχει σχέση με τις τράπεζες.
Το 2008 ο τζίρος της εταιρείας έφτανε τα 227,06 εκατ. ευρώ, 25 εκατομμύρια ευρώ cash flow, ακίνητη περιουσία ύψους 25 εκατ. ευρώ, μηδενικό τραπεζικό δανεισμό, μετοχολόγιο με ξένους επενδυτές.
Μέχρι το 2009 οι ισολογισμοί της εταιρείας ήταν κερδοφόροι και μπορούσε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Από το 2009 μέχρι το 2015 η εταιρεία χάνει σε τζίρο, κέρδη και αυξάνει υποχρεώσεις.
Τo 2014-2015 o τζίρος της ανήλθε στα 67,8 εκατ. ευρώ, οι υποχρεώσεις της ανήλθαν στα 88,4 εκατ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαιά της ήταν αρνητικά και οι ζημιές στα 8,5 εκατ. ευρώ.
Η εταιρεία επιβαρύνθηκε και από την εμπλοκή της σε μία υπόθεση φορολογικής απάτης που κόστισε σε χρήμα, χρόνο και αξιοπιστία.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Ηλεκτρονική διαθέτει 3 καταστήματα στην Κύπρο. Σύμφωνα με πληροφορίες δεν πρόλαβαν να ευοδωθούν οι προσπάθειες πώλησης του δικτύου της Κύπρου σε ενδιαφερόμενο επενδυτή πριν από την πτώχευση της ελληνικής εταιρείας και τώρα τον λόγο τον έχει ο σύνδικος.
Αντιδικούν για τις αποζημιώσεις
Στο μεταξύ, η αίτηση πτώχευσης της Ηλεκτρονικής οδηγεί στην ανεργία 450 εργαζόμενους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση της αίτησης πτώχευσης της εταιρείας και αντιδικούν με τη διοίκηση για το θέμα των αποζημιώσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό έχει προγραμματιστεί συνάντηση μεταξύ των δύο πλευρών την επόμενη εβδομάδα και μέχρι στιγμής στους εργαζόμενους έχει καταβληθεί το δώρο Πάσχα, αναλογία της καλοκαιρινής αδείας και τα μέχρι την πτώχευση δεδουλευμένα.
Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950
Η Ηλεκτρονική Αθηνών ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 από τον αείμνηστο Παναγιώτη Στρούτση. Αρχικά ήταν ένα μικρό μαγαζί πώλησης ηλεκτρικών ειδών, επί της οδού Τσαμαδού στον Πειραιά. Η μετεξέλιξή της σε οργανωμένο δίκτυο καταστημάτων ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών άρχισε τη δεκαετία του 1980 με την ανάληψη της διοίκησης από την επόμενη γενιά της οικογένειας και συγκεκριμένα τον Γιάννη Στρούτση.
Το 1989 ιδρύθηκε η Ηλεκτρονική Αθηνών ΑΕΕ με 3 υποκαταστήματα και προχώρησε η σταδιακή επέκταση στην Αττική. Η εταιρεία εμπλούτισε την γκάμα των προϊόντων της με προϊόντα τεχνολογίας και εξελίχθηκε σε εταιρεία με παρουσία στους τομείς ηλεκτρικών οικιακών συσκευών, συσκευών εικόνας και ήχου, ειδών τηλεφωνίας, κλιματιστικών, μικροσυσκευών, multimedia.
Περισσότεροι από 1.500.000 επισκέπτες περνούσαν τις πόρτες των καταστημάτων της κάθε χρόνο.
Στα τέλη του 1990, η εταιρεία εισήλθε στο Χρηματιστήριο, όπου σημείωσε σημαντικές αποδόσεις για τους μετόχους και τους εργαζομένους της. Ηταν μια οικογενειακή επιχείρηση, με σφιχτή διοικητική δομή, χωρίς εξάρσεις σε αποφάσεις και κινήσεις, ελκυστική για τον ανταγωνισμό και προσιτή στους καταναλωτές.
Το μερίδιο αγοράς της είχε διαμορφωθεί στο 13% στην Ελλάδα και 5% στην Κύπρο, όπου διέθετε 3 καταστήματα.
Στα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα συμπεριλαμβάνονταν η ποικιλία των προϊόντων, το merchandising, το ανταγωνιστικό μάρκετινγκ, αλλά και το κέντρο διανομής της εταιρείας στη Μαγούλα Αττικής, συνολικής επιφάνειας 16.000 τ.μ. Η εταιρεία είχε κάνει άνοιγμα στη Σερβία, χωρίς όμως επιτυχία.
Από το 2008 μέχρι σήμερα, δοκιμάστηκε έντονα από τον διεθνή ανταγωνισμό αλλά και την οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα αρχικά την έξοδο από το Χρηματιστήριο και το 2016 την έξοδο από την αγορά.