Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Υπερδυνάμεις καλούνται να αναπτύξουν σήμερα τα στελέχη προκειμένου να διαχειριστούν τις ραγδαίες αλλαγές που φέρνουν στις επιχειρήσεις οι νέες τεχνολογίες, με τη μεθοδολογία του self leadership να αναδεικνύεται σε μαγικό φίλτρο για τον τύπο superman/superwoman που απαιτεί το νέο περιβάλλον.
Καθώς ο κόσμος αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, οι εταιρείες προσβλέπουν στη νέα γενιά προκειμένου να ηγηθεί στο νέο περιβάλλον και παραβλέπουν ότι δεν αρκεί ένας κομιστής της γνώσης, αλλά θα πρέπει το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού να εξοικειωθεί με τις αλλαγές, αναπτύσσοντας τις κατάλληλες δεξιότητες. Με άλλα λόγια η γνώση δεν μπορεί να διδαχθεί από τον προϊστάμενο, ο οποίος όμως έχει την ευθύνη να δημιουργήσει τον τρόπο και το περιβάλλον που θα βοηθήσει τον εργαζόμενο να αναζητήσει τη γνώση.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η αυτοηγεσία, το self leadership, μπορεί να δώσει λύση σε αυτή την πρόκληση, φέρνοντας οφέλη τόσο για τον εργαζόμενο όσο και για την επιχείρηση. Κατ’ ουσίαν με το self leadership το άτομο αναλαμβάνει την ευθύνη να δημιουργήσει τις συνθήκες της επιτυχίας του, που κατά μία έννοια συνδέεται με την ευτυχία του. Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στις έρευνες ικανοποίησης των πολιτών και στον Παγκόσμιο Δείκτη Ευτυχίας.
Δείκτης Ευτυχίας
Ειδικότερα, η Ελλάδα εμφανίζει την έβδομη χειρότερη επίδοση (-1.040) στην έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την ευτυχία των λαών, όταν αναλύεται η εξέλιξη της ευτυχίας των πολιτών την περίοδο 2016-2018 συγκριτικά με την περίοδο 2005-2008. Πιο δυστυχισμένοι αυτή την περίοδο έγιναν οι πολίτες της Βενεζουέλας (-1.944) και ακολουθούν πολίτες από χώρες όπως η Συρία, η Μποτσουάνα, η Ινδία, η Υεμένη και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Τη δεκάδα των χωρών με τις χειρότερες επιδόσεις σε αυτήν τη σύγκριση (προ και μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης) συμπληρώνουν οι Τανζανία, Μαλάουι και Ρουάντα.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα είναι στη χειρότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αφού Ιταλία και Ισπανία, αν και βρέθηκαν επίσης στη δίνη της κρίσης χρέους, προηγούνται στη συγκεκριμένη κατάταξη (με σκορ -0.512 και -0.793 αντίστοιχα).
Η σύνθεση του Παγκόσμιου Δείκτη Ευτυχίας του ΟΗΕ για το 2019 είναι ενδεικτική για τη «θλιβερή» θέση της Ελλάδας, η οποία υποβαθμίστηκε τρεις θέσεις και είναι 82η μεταξύ των 156 χωρών που εξετάστηκαν. Η κατάταξη διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κατά κεφαλήν εισόδημα, την κοινωνική στήριξη, το προσδόκιμο ζωής, την ελευθερία να λαμβάνει κανείς αποφάσεις, τη γενναιοδωρία, την απουσία διαφθοράς κ.ά. Αξίζει να αναφερθεί ότι στον συγκεκριμένο δείκτη από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο η Βουλγαρία είναι σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα (97η). Μάλιστα πιο ευτυχισμένοι από τους Έλληνες εμφανίζονται Λίβιοι, Σέρβοι, Πακιστανοί, Τούρκοι κ.ά.
Τις κορυφαίες θέσεις στον δείκτη έχουν παραδοσιακά οι σκανδιναβικές χώρες, όπου οι πολίτες εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους, πληρώνουν υψηλούς φόρους, αλλά απολαμβάνουν υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, από υγεία και ασφάλεια μέχρι εκπαίδευση και κοινωνική στήριξη. Η Φινλανδία ηγείται του δείκτη και ακολουθούν Δανία, Νορβηγία, Ισλανδία και Ολλανδία. Στις τελευταίες θέσεις του δείκτη κατατάσσονται χώρες που αντιμετωπίζουν έντονες κοινωνικές αναταραχές εξαιτίας πολέμων, με το Νότιο Σουδάν στην τελευταία θέση (156η) ακολουθούμενο από την Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, το Αφγανιστάν, την Τανζανία και τη Ρουάντα.
Ευτυχία στην εργασία
Εστιάζοντας στο εργασιακό περιβάλλον, φαντάζει ιδανικό να μπορεί κανείς να δημιουργήσει συνθήκες ευτυχίας, αφού αυτό έχει αντίκτυπο στον οργανισμό που απασχολείται. Κάποιος που αισθάνεται καλά για τη δουλειά του είναι πιο πιθανό να θέλει να συνεχίσει να την εκτελεί με πάθος, ανεβάζοντας συνεχώς τον πήχη. Το αντίθετο ισχύει για ένα άτομο που αισθάνεται αρνητικά για τη δουλειά του.
Ο κ. Σπύρος Παολινέλης, ιδρυτής της Blanchard Greece και της AMNIS Learning & Growth, εξηγεί στη «N» ότι η αυτοηγεσία προϋποθέτει ότι το άτομο γνωρίζει τι σημαίνει επιτυχία για το ίδιο, έχει ένα αρκετά ξεκάθαρο όραμα για τη ζωή του, δηλαδή ποιος είναι, πού θέλει να πάει και τι θα τον κατευθύνει στην πορεία του. Έτσι, έχοντας ένα όραμα και λειτουργώντας για την υλοποίησή του σε ένα πλαίσιο αξιών, κατακτά μια εσωτερική ικανοποίηση, που για πολλούς είναι «ευτυχία». Αν αυτό το όραμα είναι «ξένο» με την επαγγελματική καριέρα, το άτομο θα έχει μια μίζερη ζωή, κάτι που ένας αυτοηγέτης δεν θα το επιτρέψει στον εαυτό του.
Ο self leader εξ ορισμού έχει ένα όραμα και ένα αξιακό σύστημα, το οποίο διατηρεί σε όλη την πορεία προς την υλοποίηση του πλάνου του. Με αυτόν τον τρόπο έχει την παρακίνηση να συνεχίζει την πορεία του, να μη δειλιάζει, να μπορεί να σηκώνεται παρά τις αποτυχίες του και να μπορεί να συνεχίζει μέχρι να πετύχει τον στόχο του. Όλη αυτή η διαδικασία απελευθερώνει και τη δημιουργικότητα. Για αυτό άλλωστε, πολλές εταιρίες σήμερα επιλέγουν άτομα εστιάζοντας λιγότερο στις εξειδικευμένες γνώσεις και δεξιότητες και περισσότερο στο κατά πόσο οι αξίες των ατόμων είναι ευθυγραμμισμένες με αυτές της εταιρίας και στο αν το όραμα και ο σκοπός, που υπηρετεί η εταιρία, είναι κάτι που και αυτά τα άτομα θέλουν να υπηρετήσουν.
Η διαδικασία αναζήτησης του τι σημαίνει επιτυχία και πώς γίνεται κανείς self leader για τον ίδιο ποικίλλει. Πολλοί έχουν από μόνοι τους αυτήν την αίσθηση του προσωπικού οράματος και των στόχων τους και άλλοι χρειάζονται πιθανόν βοήθεια από έναν coach.
Όμως, όπως επισημαίνει ο κ. Παολινέλης, το να έχει κάποιος το δικό του όραμα δεν αρκεί, χρειάζεται να έχει την κατάλληλη νοοτροπία και τις δεξιότητες (skillset) για να το υλοποιήσει και να επιτύχει τους στόχους του, επαγγελματικούς και προσωπικούς. Ο κ. Παολινέλης σημειώνει ότι η νοοτροπία του αυτοηγέτη έχει τρία βασικά συστατικά: (α) αμφισβήτηση των υποτιθέμενων περιορισμών του, που βασίζονται σε παλιές του εμπειρίες και τον κατατροπώνουν πριν ακόμη ξεκινήσει, (β) επιστράτευση των σημείων ισχύος του για να ξεπεράσει τους περιορισμούς του και (γ) προληπτική δράση για εξασφάλιση των πόρων, που απαιτούνται για την επιτυχία των στόχων.
Οι βασικές δεξιότητες (το skillset) αφορούν (α) ξεκαθάρισμα στόχων, (β) διάγνωση αναγκών για την επιτυχία και (γ) αποτελεσματική διεκδίκηση των απαιτούμενων πόρων.
Ένας γρήγορος τρόπος για να τα αποκτήσει αυτά ένα στέλεχος είναι να εκπαιδευτεί ή/και να συνεργαστεί με έναν coach.
Το self leadership πάντως απευθύνεται σε όλα τα στελέχη ανεξαρτήτως βαθμίδας, αφού η νοοτροπία και οι δεξιότητες είναι που κάνουν τη διαφορά.
Βέβαια στο σύγχρονο περιβάλλον όπου οι αλλαγές είναι συνεχείς και τα στελέχη απαιτείται να διαθέτουν τις δεξιότητες της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητας, τίθεται το ερώτημα πώς γίνεται ο συνδυασμός με το πλάνο self leadership, όπου οι αποφάσεις είναι ειλημμένες. Εδώ ο κ. Παολινέλης θυμίζει τον Steve Jobs όταν έλεγε: «Δεν προσλαμβάνουμε έξυπνους ανθρώπους για να τους λέμε τι να κάνουν. Τους προσλαμβάνουμε για να μας λένε αυτοί τι να κάνουμε!».
Δηλαδή, ακριβώς επειδή η ταχύτητα και συχνότητα των αλλαγών αυξάνονται και θα συνεχίσουν να αυξάνονται λογαριθμικά, χρειαζόμαστε άτομα που θα είναι ευθυγραμμισμένα πίσω από ένα κοινό εταιρικό όραμα και κοινούς μεγάλους εταιρικούς στόχους και θα κάνουν το καλύτερο που μπορούν για την υλοποίησή τους, εξηγεί ο κ. Παολινέλης και προσθέτει ότι «θα φέρνουν τις νέες ιδέες, που θα οδηγούν σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα, σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες, σε μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για τον οργανισμό. Έτσι θα είναι οι κύριοι συντελεστές της ζωτικότητας του οργανισμού, ενώ παράλληλα θα έχουν και τη μοναδική, κατά Tom Peters, επαγγελματική ασφάλεια, που μπορεί να έχει ένας υπάλληλος: να προσθέτει αξία και να κάνει τη διαφορά».