Την ίδρυση, στελέχωση και λειτουργία «Δομής για την Αντιμετώπιση του Δικτύου Παράνομων Παιγνίων» καθώς και «Παρατηρητήριου της αγοράς των τυχερών παιγνίων» με στόχο την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς δρομολογεί η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.
Σύμφωνα με την ΕΕΕΠ, η δημιουργία του «Επιχειρησιακού Συντονιστικού Κέντρου Δίωξης Παράνομων Παιγνίων» (Ε.Σ.ΚΕ.ΔΙ.Π.Π.) κάτω από τον έλεγχο της Ε.Ε.Ε.Π., αποτελεί ένα θεμελιώδες βήμα για την αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου των δικτύων παράνομων παιγνίων.
Στόχος είναι να δημιουργηθούν 4 κύρια τμήματα, το Τμήμα Διοικητικών Διαδικασιών, Πληροφορικής και Τεχνολογίας, το Τμήμα Συντονισμού και Έρευνας, το Τμήμα Ανάλυσης και Στρατηγικού Σχεδιασμού, καθώς και το Τμήμα Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης. Αντίστοιχα προτείνεται η δημιουργία ενός Παρατηρητήριου, το οποίο θα λειτουργεί ως οργανωτική μονάδα βάσει δικού της Κανονισμού με μεγαλύτερη διοικητική/οικονομική/ διαχειριστική ευελιξία και αυτοτέλεια εντός της ΕΕΕΠ υπαγόμενη απ’ ευθείας στον Πρόεδρο.
Το Παρατηρητήριο θα αξιοποιεί τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη και το blockchain για τη βελτίωση της εποπτείας, θα παρέχει πρόσβαση σε δεδομένα για επιστημονική έρευνα, θα ενισχύει την ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους των τυχερών παίγνιων και θα υποστηρίζει δράσεις πρόληψης και θεραπείας για τον εθισμό στα τυχερά παίγνια. Σύμφωνα με την Ετήσια Απολογιστική Έκθεση της ΕΕΕΠ για το 2024 «το 60% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας παίζει και το 10% παίζει στα παράνομα δίκτυα. Το 3% περίπου των παικτών αναπτύσσει επικίνδυνο εθισμό».
Γιατί ανθίζουν
Σύμφωνα με τη μελέτη σκοπιμότητας της ΕΕΕΠ, μεταξύ των λόγων άνθησης των παράνομων παιγνίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα για συμμετοχή χωρίς την άμεση ανάγκη διάθεσης χρημάτων. Επίσης σε αντίθεση με τα νόμιμα παιχνίδια, όπου οι παίκτες είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν μόνο τα χρήματα που έχουν διαθέσιμα, στα παράνομα παίγνια συχνά υπάρχει η δυνατότητα πίστωσης. Η απώλεια εσόδων από τα παράνομα παίγνια είναι σημαντική, καθώς τα χρήματα που χάνονται από τη φορολογία και τον μη επαρκή έλεγχο είναι εξαιρετικά υψηλά. Πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Καζίνο (ECA), αναδεικνύει σοβαρές προκλήσεις για την ευρωπαϊκή αγορά καζίνο.
Το 70% των εσόδων από παράνομους παρόχους
Σύμφωνα με τα ευρήματα, σχεδόν το 70% των εσόδων από διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, που ανέρχονται σε 32 δισεκατομμύρια ευρώ, προέρχονται από παράνομους παρόχους, ενώ τα παράνομα επίγεια καζίνα συνεισφέρουν 10 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε φορολογικά έσοδα για τα κράτη μέλη, υπονομεύοντας την οικονομία και την προστασία των παικτών.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εκτιμάται ότι οι Αμερικανοί επενδύουν περίπου 63,8 δις. δολ. σε παράνομες στοιχηματικές πλατφόρμες και υπεράκτιους ιστότοπους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα απώλειες 3,8 δις. δολ. σε έσοδα από τυχερά παιχνίδια και 700 εκατομμύρια δολάρια σε κρατικούς φόρους. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι παράνομοι φορείς εκμετάλλευσης αθλητικών στοιχημάτων κατέχουν σχεδόν το 40% της συνολικής αγοράς αθλητικών στοιχημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα στοιχεία για την Ελλάδα
Στην Ελλάδα τα στοιχεία της ΕΕΕΠ δείχνουν ότι το 9,5% του πληθυσμού έχει συμμετάσχει σε παράνομα τυχερά παίγνια, έστω και μία φορά το 2024. Το 52,2% των παικτών μη αδειοδοτημένων παιχνιδιών είναι νεότερων ηλικιών (έως 44 ετών) και το 47,8% άνω των 45 ετών. Μισθωτοί και ελεύθεροι επαγγελματίες, όπως και το 2023, είναι οι πολυπληθέστερες ομάδες μεταξύ των παικτών μη αδειοδοτημένων παιχνιδιών. Οι δύο αυτές ομάδες αποτελούν αθροιστικά την πλειοψηφία των παικτών (περίπου 58%). Τέλος είναι πλέον σημαντικό το ποσοστό των φοιτητών, μαθητών μεταξύ των παικτών, ήτοι 9,9%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, 799.000 άτομα έπαιξαν σε μη αδειοδοτημένο περιβάλλον το 2024, 390.000 άτομα έπαιξαν διαδικτυακά αυτόνομα (μόνοι τους π.χ. από το σπίτι, με κινητό/PC), 215.000 άτομα έπαιξαν με φυσική παρουσία σε οργανωμένο χώρο (π.χ. λέσχη, παράνομο κλαμπ, Internet café), 194.000 άτομα έπαιξαν και διαδικτυακά αυτόνομα και με φυσική παρουσία σε οργανωμένο χώρο, 401.000 άτομα έπαιξαν στοίχημα, 392.000 άτομα έπαιξαν ρουλέτα, 309.000 άτομα έπαιξαν φρουτάκια, 18.000 άτομα έπαιξαν κάτι άλλο (άλλα τυχερά παίγνια). Παρατηρείται ότι οι νεότερες ηλικίες παίζουν διαδικτυακά αυτόνομα σε μη αδειοδοτημένα τυχερά παιχνίδια.
Τα τρία σημαντικότερα κίνητρα συμμετοχής σε μη αδειοδοτημένα παιχνίδια μέσω διαδικτύου βάσει του χαρακτηρισμού αυτών ως «πολύ σημαντικά» είναι κατά σειρά, η μη φορολόγηση των κερδών των παικτών με 65,2%, οι τρόποι κατάθεσης και ανάληψης που διασφαλίζουν ανωνυμία με 58,0% και η προσφορά καλύτερων bonus με 56,2%.
Ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι σε σχέση με όλους τους ανωτέρους κινδύνους, ο κίνδυνος της διάπραξης παραβατικής συμπεριφοράς λόγω, αυτής καθεαυτής, της συμμετοχής στο παράνομο δίκτυο συγκεντρώνει πολύ μικρότερο ποσοστό (47%), γεγονός που ενισχύει τη θέση ότι η συμμετοχή στο παράνομο δίκτυο πραγματοποιείται χωρίς οι συμμετέχοντες να επιδεικνύουν ενσυναίσθηση, παραγνωρίζοντας τις επιπτώσεις που ενδεχομένως μπορεί να έχει η παραβατική αυτή συμπεριφορά.
Χρηματοδότηση δράσεων
Το πιο ρεαλιστικό μοντέλο χρηματοδότησης για το Ε.Σ.ΚΕ.ΔΙ.Π.Π. περιλαμβάνει άμεση χρηματοδότηση μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (Υπουργείο Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη, Ψηφιακής Διακυβέρνησης), επιχορήγηση από την Ε.Ε.Ε.Π. μέσω των εσόδων από τη νόμιμη αγορά τυχερών παιγνίων ή μόνιμη εισφορά (ποσοστό επί του GGR), χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια μέσω ISF ή ΕΣΠΑ, ποσοστό από τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε παράνομους παρόχους.
Για το Παρατηρητήριο στις πηγές χρηματοδότησης περιλαμβάνονται κρατική επιχορήγηση από τα έσοδα της ΕΕΕΠ, χρηματοδότηση από πρόστιμα μη συμμόρφωσης των παρόχων, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα και ερευνητικές συνεργασίες.
Στόχοι για τα πρώτα 3 χρόνια είναι η δημιουργία εθνικής βάσης δεδομένων και ενιαίου μηχανισμού ανάλυσης δεδομένων, με ενίσχυση της συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς, η εφαρμογή προγραμμάτων υπεύθυνου στοιχηματισμού και λειτουργική ένταξή τους σε εθνικές στρατηγικές πρόληψης των συμπεριφορικών εθισμών, η διεθνής αναγνώριση του Παρατηρητηρίου μέσω συστηματικής συμμετοχής σε ευρωπαϊκά ρυθμιστικά όργανα.