Skip to main content

Γ. Χατζής (ΠΟΞ) στη «Ν»: Ας εστιάσουμε πρώτα στα προβλήματα του τουρισμού και όχι στους δασμούς

Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων

Έμμεσες επιπτώσεις από τους δασμούς Τραμπ- Ανάγκη βελτίωσης του πλαισίου επενδύσεων

Δεν πρέπει να περιμένουμε κάποιες άμεσες επιπτώσεις στον ελληνικό τουρισμό από τους δασμούς Τραμπ εκτιμά ο πρόεδρος της ΠΟΞ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων), Γιάννης Χατζής, σε συνέντευξή του στη “Ν” και αντιπροτείνει ότι θα ήταν πιο παραγωγικό και ωφέλιμο να λυθούν τα ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα και αρνητικά τον ελληνικό τουρισμό, όπως ο πολύ υψηλός ΦΠΑ διαμονής, το τέλος ανθεκτικότητας, οι ανεξέλεγκτες βραχυχρόνιες μισθώσεις κ.α.

Παράλληλα ζητεί τη βελτίωση του αδειοδοτικού πλαισίου για τις ξενοδοχειακές επενδύσεις σε μια πιο φιλοεπενδυτική κατεύθυνση.

 Κύριε Χατζή, η χρονιά μέχρι την ανακοίνωση των δασμών Τραμπ ξέρουμε ότι έτρεχε με ρυθμούς τουριστικής ανάπτυξης της τάξης του 7%-8%. Αν και υπάρχει τελικά αναβολή των δασμών για 90 ημέρες, πρόλαβε η εξαγγελία τους να επηρεάσει αρνητικά την τουριστική κίνηση, τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και γενικότερα, λόγω του παγκόσμιου κλίματος ανασφάλειας και ύφεσης που προκάλεσε και της υποχώρησης του δολαρίου; Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας σήμερα ενόψει και της έναρξης της νέας θερινής σεζόν;

«Ο ελληνικός τουρισμός έχει επιδείξει μια αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα και σε αυτή τη φάση τουλάχιστον δεν πρέπει να περιμένουμε κάποιες άμεσες επιπτώσεις. Προφανώς υπάρχει αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο με την πολιτική για τους δασμούς που θα ακολουθήσει τελικά ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσονται πλέον ως η τρίτη σημαντικότερη αγορά εισερχόμενου τουρισμού για την Ελλάδα (χωρίς κρουαζιέρα), συνεισφέροντας έσοδα ύψους περίπου €1,6 δισ. και φέρνοντας πάνω από 1,5 εκατομμύριο επισκέπτες. Σε σύγκριση με το 2019, καταγράφεται εντυπωσιακή αύξηση τόσο στις εισπράξεις (+€392 εκατ., +33%) όσο και στον αριθμό των αφίξεων (+368 χιλιάδες, +31%).

Αρχικά, το πρόβλημα με τους δασμούς είναι ότι προκαλούν πληθωριστικές πιέσεις και μειώνουν την αγοραστική δύναμη. Αυτό κατά κύριο λόγο βαραίνει την χώρα που επιβάλει τους δασμούς, στην προκειμένη περίπτωση τις ΗΠΑ. Επίσης, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του επενδυτικού χαρτοφυλακίου στις ΗΠΑ είναι μετοχικής φύσης, οι απώλειες αυτές πλήττουν κυρίως τα εύπορα στρώματα, τα οποία αποτελούν και τον βασικό πυρήνα εν δυνάμει τουριστών για διεθνή και υπερατλαντικά ταξίδια. Τέλος, ρόλο επίσης θα παίξουν και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ευρώ – δολαρίου. Η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου παρέμεινε σχεδόν σταθερή σε αυτή την περίοδο, με το ευρώ να διαμορφώνεται στα 1,12 δολάρια τον Ιούλιο του 2019 και στα 1,08 τον Ιούλιο του 2024 – παρόμοια επίπεδα και σήμερα.

Με βάση τα παραπάνω, είναι φανερό πως η δυναμική της αμερικανικής αγοράς θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της τουριστικής περιόδου συνολικά. Πράγματι, μια σειρά από πρόσφατες εξελίξεις δημιουργούν ενδείξεις ότι η εικόνα μπορεί να αποδειχθεί λιγότερο ευοίωνη απ’ ό,τι αρχικά αναμενόταν. Για την ώρα όμως όλα αυτά είναι θεωρητικά σενάρια και μόνο μεσομακροπρόθεσμα και δευτερογενώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον ελληνικό τουρισμό. Αυτό που έχουμε ως δεδομένο από παγκόσμιες έρευνες για το 2025 είναι πως τα ταξίδια είναι η κορυφαία προαιρετική δαπάνη στις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, την Κίνα και την Ινδία και υπάρχει η εκτίμηση πως τα έσοδα από ταξίδια θα φτάσουν σε νέα υψηλά για όλη την τουριστική αλυσίδα. Ακόμη κι αν υπάρξει μια μικρή κάμψη λόγω αβεβαιότητας, τουλάχιστον άμεσα δεν θα δούμε αυτές τις τάσεις να ανατρέπονται.

Σε κάθε περίπτωση το τι θα γίνει στην παγκόσμια οικονομία,  μας ξεπερνάει. Θα ήταν πιο σοφό να σκύψουμε πάνω από ζητήματα που είναι στο δικό μας χέρι να τα αντιμετωπίσουμε με τις κατάλληλες πολιτικές όπως είναι ο ΦΠΑ διαμονής που είναι ο υψηλότερος στην Μεσόγειο ή το τέλος ανθεκτικότητας που επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητά μας, η βεβιασμένη εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας , οι βραχυχρόνιες μισθώσεις που επί της ουσίας παραμένουν ανεξέλεγκτες. Αντί να προσπαθούμε να μπούμε στο μυαλό του Τραμπ για να δούμε τι θα γίνει με τους δασμούς θα ήταν πιο παραγωγικό και ωφέλιμο να λύσουμε αυτά τα ζητήματα που επηρεάζουν αρνητικά και άμεσα τον ελληνικό τουρισμό».

Τι εικόνα έχετε ειδικότερα για τις Κυκλάδες που επλήγησαν από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του Εγκέλαδου το δίμηνο Φεβρουαρίου-Μαρτίου για το Πάσχα και για το καλοκαίρι;

«Μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί μείωση στα αεροδρόμια Μυκόνου (-23%) και Σαντορίνης (-31%) αλλά τα νούμερα του πρώτου τριμήνου είναι μικρά και συνεπώς η δράση μικρών μεταβολών μεγάλη. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα στις Κυκλάδες βελτιώνεται διαρκώς και σίγουρα είναι καλύτερη σε σχέση με το πως είχαν τα πράγματα τον προηγούμενο μήνα. Οι κρατήσεις έχουν ανακάμψει ωστόσο υφίσταται το κενό που δημιουργήθηκε το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου.

Για τη Σαντορίνη αυτό μεταφράζεται σε ένα -25% για την χρονιά του 2025, όμως είναι ενθαρρυντικό πως οι κρατήσεις πλέον κινούνται σε ρυθμούς υψηλότερους από αυτούς του 2024.

Θα δυσκολευτούν πάντως όπως όλα δείχνουν να ανακάμψουν πλήρως σε αυτή τη φάση τα ξενοδοχεία πολυτελείας. Σε κάθε περίπτωση ο Απρίλιος και ο Μάιος μπορεί να κινηθούν χαμηλότερα σε σχέση με πέρυσι αλλά όσο προχωράμε προς την καλοκαιρινή σεζόν προσβλέπουμε σε μια επιστροφή της κανονικότητας».

Ακόμη και εάν επιτευχθεί νέο ρεκόρ τουριστικής κίνησης φέτος, ποια είναι η κατάσταση όσον αφορά τα έσοδα και ακόμη περισσότερο τα κέρδη των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων;

«Η συζήτηση για τα ρεκόρ είναι εξαιρετικά επιφανειακή και γίνεται κάθε φορά περισσότερο για πολιτικούς και επικοινωνιακούς λόγους. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα των αφίξεων δεν αντανακλάται στα ταμεία των ξενοδοχείων. Οι αυξήσεις στα λειτουργικά κόστη, από την ενέργεια και τις πρώτες ύλες μέχρι τα χρηματοοικονομικά έξοδα, ασκούν σημαντική πίεση στα οικονομικά των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.

Παρά λοιπόν την ονομαστική αύξηση του κύκλου εργασιών, έρευνα της ICAP CRIF έχει δείξει πως τα καθαρά προ φόρου κέρδη των ξενοδοχείων μειώθηκαν κατά 16,3% το 2023. Με όρους πραγματικής κερδοφορίας,  έτος αναφοράς μέχρι και σήμερα,  ήταν και παραμένει το 2019».

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αρκετές νέες επενδύσεις – ιδιαίτερα πεντάστερες – από ξενοδοχειακούς Ομίλους που έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ή από ήδη υφιστάμενους που διευρύνουν την παρουσία τους, τόσο στα νησιά και τα δημοφιλή θέρετρα, όσο και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πιστεύετε ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί – δεδομένων των εξελίξεων στο διεθνές επιχειρηματικό προσκήνιο με τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας – και σε ποιες περιοχές;

«Αξίζει πρώτα απ’ όλα να σημειώσουμε πως κάθε χρόνο ένα 1 δις ευρώ, λίγο κάτω από το 10% του ετήσιου ξενοδοχειακού τζίρου, επιστρέφει στην πραγματική οικονομία με τη μορφή επενδύσεων είτε σε υπάρχουσες είτε σε νέες ξενοδοχειακές μονάδες. Και ταυτόχρονα διατηρείται υψηλό το επενδυτικό ενδιαφέρον για τοποθέτηση στην Ελλάδα.

Αυτή η τάση έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή ποιοτική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού προϊόντος μας  που είναι και η βασική προϋπόθεση για να παραμείνει ο τουρισμός βασικός πυλώνας της εθνικής οικονομίας.

Οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε πως το αδειοδοτικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την έκφραση αυτής της δυναμικής αφού είναι πλέον ελάχιστες οι άδειες που βγαίνουν για νέα ξενοδοχεία. Χρειάζεται άμεσα να υπάρξει μια επαναξιολόγηση αυτού του πλαισίου σε πιο φιλοεπενδυτική κατεύθυνση, με αυστηρές προδιαγραφές ασφαλώς, διότι διαφορετικά έχουμε μια έμμεση πριμοδότηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων χωρίς προδιαγραφές και με σοβαρές αρνητικές κοινωνικές συνέπειες».