Skip to main content

Η ελληνική αμυντική βιομηχανία θέλει μερίδιο από τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης

Οι επιδιώξεις των ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών στο πλαίσιο του Readiness 2030

Τον ρόλο της στο νέο αμυντικό ευρωπαϊκό χάρτη με τη μορφή της βιομηχανικής συμμετοχής αναζητά η Ελλάδα, προτάσσοντας την αξιοποίηση της ευκαιρίας για επένδυση στην καινοτομία, τις τεχνολογίες αιχμής και τις στρατηγικές συμμαχίες.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις του αμυντικού κλάδου, τουλάχιστον όσες μπορούν, προβάλλουν ευθαρσώς την αξίωση της ανάδειξης της παρουσίας τους στην αμυντική δράση που δρομολογούν οι Βρυξέλλες, διεκδικώντας δικαίως μερίδιο αγοράς και ενεργούς συμμετοχής, που εκτείνεται από το σχεδιασμό, την παραγωγή και την υλοποίηση των αμυντικών έργων, πάντα στο μέτρο του δυνατού και του εφικτού από την πλευρά τους.

Όπως τονίζουν οι γνώστες του χώρου πρόκειται για ιδιαίτερη επιχειρηματική δραστηριότητα που έχει εθνικό αντίκτυπο μιας και αφορά την ασφάλεια της χώρας αλλά και οικονομική υπεραξία εάν τηρούνται οι προϋποθέσεις και δεν εξυπηρετούνται μόνο πρόσκαιρα ιδιωτικά οφέλη.

Στο κρίσιμο ερώτημα εάν η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας μπορεί να βοηθήσει την χαμένη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και κατ’επέκταση των κρατών μελών της Ε.Ε. οι ειδικοί επισημαίνουν πως μπορεί να γίνει υπό προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν τόσο στην ύπαρξη αντικειμένου, δηλαδή την ύπαρξη αγοράς-ευρωπαϊκός στρατός, στην οποία θα διοχετευτεί το παραγόμενο προϊόν όσο και στον εξαγωγικό προσανατολισμό της, δηλαδή την ανάδειξη ευρωπαϊκών εταιρειών στον κλάδο που θα λειτουργήσουν μακροπρόθεσμα ως βιομηχανική οντότητα με συνεργασίες στο σύνολο των κρατών-μελών της Ε.Ε. αλλά και διεθνώς για τη διάθεση των προϊόντων και της τεχνογνωσίας τους σε άλλες αγορές, με διττό προσανατολισμό για την κάλυψη αμυντικών αναγκών εν πολέμω αλλά και εν ειρήνη.

Ειδικά για την Ελλάδα οι αναλυτές επισημαίνουν πως η συσχέτιση μεταξύ αμυντικών δαπανών και οικονομικής μεγέθυνσης είναι μάλλον ασαφής, δεδομένης, μάλιστα, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν βασίζεται στη βαριά βιομηχανία.

Η εικόνα στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία η συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών στα νυν εξοπλιστικά προγράμματα είναι κάτω από 5% και η συμβολή της αμυντικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ της χώρας είναι μόλις 0,7%.

Σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ) η ελληνική Αμυντική Βιομηχανία χρήζει θεσμικής και κανονιστικής ολοκλήρωσης με τη δημιουργία ξεχωριστής Κυβερνητικής Δομής για να σταματήσει η “a la carte” αντιμετώπιση της συμμετοχής της στα Εξοπλιστικά Προγράμματα. Άλλωστε, η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων με τους νέους εξοπλισμούς θα έχει μειωμένη αξία, αν δεν εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στην παραγωγή, αλλά και στην εν συνεχεία υποστήριξή τους.

Απαραίτητη είναι η απαίτηση από τους αναδόχους των Εξοπλιστικών Προγραμμάτων, είτε αφορούν προμήθεια είτε εκσυγχρονισμό-αναβάθμιση, να δεσμεύονται για Βιομηχανικές Επιστροφές, που δεν μπορούν να είναι μικρότερες του 30% του κόστους των αντίστοιχων συμβολαίων, όπως απαιτείται από όλες τις χώρες διεθνώς.

Σύμφωνα με τον ΣΕΚΠΥ μετέπειτα, οι Βιομηχανικές αυτές Επιστροφές θα διασπείρονται σε όλο το φάσμα της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας, και θα αφορούν σε ανάθεση υποκατασκευαστικού έργου για την εγχώρια αλλά και διεθνή αγορά, μεταφορά τεχνολογίας, συμμετοχή από κοινού σε R&D προγράμματα με ελληνικές εταιρείες, με στόχο να διαρκούν σε βάθος χρόνου αντίστοιχου με την επιχειρησιακή ζωή των οπλικών συστημάτων.

Απαραίτητη η απαίτηση από τους αναδόχους των Εξοπλιστικών Προγραμμάτων, να δεσμεύονται για δημιουργία σε συνεργασία με την εγχώρια βιομηχανία υποδομής και υπηρεσιών «Εγχώριας Τεχνικής Υποστήριξης», που δεν μπορούν να είναι μικρότερες του 50% του κόστους των αντίστοιχων συμβολαίων συντήρησης και υποστήριξης. Σημαντική είναι η υποστήριξη ελληνικών εταιρειών που αναπτύσσουν πρωτοποριακά προϊόντα σε τεχνολογίες αιχμής και με τη διάθεση σημαντικών εθνικών πόρων στην Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α), σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις, τις επιχειρήσεις του κλάδου και της ερευνητικής κοινότητας της χώρας. Απαραίτητη η ενεργό συμμετοχή και προετοιμασία στο πλαίσιο διεθνών αμυντικών βιομηχανικών πρωτοβουλιών, τόσο μέσω της συμμετοχής σε κοινά προγράμματα εξοπλισμού με άλλες χώρες (MGSC, EuroCorvette), όσο και με την αντίστοιχη εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανίας (π.χ. F-35). Και η αλλαγή του Νόμου Αμυντικών Προμηθειών καθώς και της αντίστοιχης οδηγίας της ΕΕ,  τα οποία αποτελούν τροχοπέδη για οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής αλλά και της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας.

Ο τζίρος των ελληνικών εταιρειών και τα ευρωπαϊκά προγράμματα

Ο κύκλος εργασιών των ελληνικών αμυντικών εταιρειών, σύμφωνα με το Σύνδεσμο Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού, ανέρχεται στο 1,5 δις. ευρώ. Υπάρχουν περίπου 400 οντότητες, δηλαδή εταιρείες, ερευνητικά κέντρα, start-ups, κομμάτια από πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία ασχολούνται με την άμυνα. Από αυτές τις οντότητες, 100 ήδη συμμετέχουν σε προγράμματα του European Defence Fund (EDF).

Το European Defence Fund έχει προϋπολογισμό σχεδόν 7,3 δις.ευρώ για την περίοδο 2021-2027, με 2,7 δις. ευρώ να διατίθενται για συνεργατική αμυντική έρευνα και τα υπόλοιπα για έργα συνεργατικής ανάπτυξης ικανοτήτων που συμπληρώνουν τις εθνικές συνεισφορές. Η οικονομική υποστήριξη προσφέρεται κυρίως μέσω επιχορηγήσεων έως και 100% των επιλέξιμων δαπανών που εξαρτώνται από τις εμπλεκόμενες δραστηριότητες και ενός συστήματος μπόνους που λαμβάνει υπόψη τις ΜΜΕ, τις μεσαίες κεφαλαιουχικές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2023 οι ελληνικές αμυντικές οντότητες όχι μόνο συμμετείχαν σε 28 από τα συνολικά 54 ερευνητικά προγράμματα, αλλά ηγούνταν ως Coordinator σε 9 εξ αυτών. Υπάρχει και η Ε.ΕΛ.Ε.Α.Α., Ένωση Ελληνικών Εταιρειών Αεροδιαστημικής, Άμυνας  & Ασφάλειας που απαρτίζεται από  59 εταιρίες μέλη που συμμετέχουν δυναμικά στα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα του EDF.

Παράλληλα έχει δημιουργηθεί το DefencEduNet, το πρώτο θεσμοθετημένο Cluster Άμυνας στην Ελλάδα με τη σύνδεση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, της πανεπιστημιακής κοινότητας και των ερευνητικών κέντρων, μπορεί να ενισχύσει την τεχνολογική ανάπτυξη, τη μεταφορά τεχνογνωσίας και την καινοτομία, προσφέροντας ένα ολοκληρωμένο οικοσύστημα υποστήριξης.

Στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία (ΕΑΒΙ) να επιτύχει λειτουργικότητα, ανταγωνιστικότητα και κυρίως εξωστρέφεια, καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό των εγχώριων αναγκών και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Το 2024 ο ΣΕΚΠΥ συνέχισε να είναι μέλος τόσο του Συνδέσμου AeroSpace and Defence Industries Association of Europe (ASD), όσο και του European Network for Rural Development (ENRD), όπου συμμετέχει με εκπροσώπους στις αντίστοιχες επιτροπές εκπροσωπώντας την Ελλάδα.

Η διεθνής έκθεση IDEX 2025

Με 9 εταιρείες εκθέτες από τον κλάδο της αμυντικής βιομηχανίας, η Ελλάδα συμμετείχε στη Διεθνή Έκθεση Άμυνας και Αμυντικού Εξοπλισμού International Defence Exhibition & Conference (IDEX) που έγινε το Φεβρουάριο 2025,  πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ) και της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΥΠΕΘΑ/ΓΔΑΕΕ). Το εθνικό περίπτερο διοργανώθηκε από την Ένωση Ελληνικών Εταιρειών Αεροδιαστημικής Άμυνας & Ασφάλειας (Ε.ΕΛ.Ε.Α.Α.) και την Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου (Enterprise Greece) στο εκθεσιακό κέντρο ADNEC στο Άμπου Ντάμπι και φιλοξενήθηκαν και επιπλέον ελληνικές εταιρείες.

Η IDEX 2025 είχε ως θέμα τις τελευταίες καινοτομίες στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, συγκεντρώνοντας κορυφαίους οργανισμούς και εταιρείες από όλο τον κόσμο. Συγχρόνως με την IDEX πραγματοποιήθηκε και η NAVDEX, η οποία εστιάζει στις εξελίξεις και καινοτομίες στον τομέα της ναυτιλίας και της ναυτικής ασφάλειας. Όπως τόνισαν οι συμμετέχοντες η φετινή παρουσία της Ελλάδας στην IDEX έρχεται σε μια κρίσιμη περίοδο για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, η οποία βρίσκεται σε φάση δομικού μετασχηματισμού επενδύοντας στην εξωστρέφεια, την καινοτομία και τη στρατηγική συνεργασία με ξένες εταιρείες. Σύμφωνα με τους επικεφαλής της ΕΕΛΕΑΑ (HASDIG) η «Ένωση Ελληνικών Εταιρειών Αεροδιαστημικής Άμυνας & Ασφάλειας συνεχίζει να στηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις στην ανάπτυξη διεθνών συνεργασιών και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους στην παγκόσμια αμυντική αγορά».

Οι εταιρείες εκθέτες του Ελληνικού Περιπτέρου στην IDEX 2025  ήταν οι:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ – ΕΑΒ,

EFA VENTURES,

ELMON,

HED ENGINEERING,

INTRACOM DEFENSE – IDE,

MILTECH,

SCYTALYS,

THEON SENSORS,

DEFEA – ROTA.

Επιπλέον των ελληνικών εταιρειών εκθετών στο Ελληνικό Περίπτερο, φιλοξενήθηκαν  και οι εταιρείες:

AETHER AERONAUTICS,

QUALCO,

RAYMETRICS,

SOTIRIA TECHNOLOGY,

UCANDRONE,

DELIAN,

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ – ΕΑΣ,

REALISCAPE

Συγκεκριμένα, η ελληνική εταιρεία Theon Sensors που συμμετείχε στην έκθεση IDEX 2025, είχε ως στόχο την ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της και την προώθηση των εξαγωγών της στην αγορά της Μέσης Ανατολής. Η εταιρεία, η οποία εξειδικεύεται σε οπτικά και ηλεκτρονικά συστήματα για στρατιωτική χρήση, ήδη διατηρεί σημαντικό αποτύπωμα στον χώρο της άμυνας και παρουσία σε περισσότερες από 60 χώρες. Η εταιρεία έχει ανακοινώσει νέες παραγγελίες συνολικής αξίας €53 εκατ, οι οποίες αφορούν το σύστημα Heads-Up Display “THEA” και την έξυπνη πύλη διασύνδεσης Smart Gateway και ευελπιστεί και σε νέες πωλήσεις σε διεθνές επίπεδο.

Η ελληνική εταιρεία Raymetrics S.A., πρωτοπόρος στην τεχνολογία LiDAR, υπέγραψε σημαντική συμφωνία, στο πλαίσιο της έκθεσης IDEX 2025, για την προμήθεια προηγμένων συστημάτων LiDAR με πελάτη στη Μέση Ανατολή. Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση ατμοσφαιρικών συνθηκών και τη βελτίωση της ασφάλειας και επιχειρησιακής επίγνωσης. Η συμφωνία ενισχύει τη διεθνή παρουσία της Raymetrics και επιβεβαιώνει τη δυναμική της ελληνικής τεχνογνωσίας στον τομέα της άμυνας.

Επίσης δρομολογούνται ήδη οι συμμέτοχές τους στην σημαντική διεθνή έκθεση του κλάδου, AUSA 2025, αλλά και στην DEFEA που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το Μάιο.

Πέραν αυτών ,  ο όμιλος εταιριών  EFA GROUP,  ιδρυτής του οποίου είναι ο  κ. Χατζημηνάς, και απαρτίζεται από εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο Aerospace & Defense,  εξετάζει την προοπτική να εισαχθεί ως EFA GROUP στο Χρηματιστήριο με επικρατέστερο σενάριο το Χρηματιστήριο Αθηνών.

Αλλά και ο Όμιλος METLEN ανακοίνωσε τη στρατηγική παρουσία του στον τομέα της Άμυνας με νέες επεκτάσεις στο βιομηχανικό συγκρότημα του Βόλου, διαμορφώνοντας ένα σημαντικό αμυντικό hub στην Ελλάδα, με στόχο την ειδίκευση στην παραγωγή στρατιωτικού υλικού. Στόχος είναι η κατασκευή αρμάτων, καθώς και εξαρτημάτων, εξοπλισμού και ειδικών κατασκευών για θωρακισμένα στρατιωτικά οχήματα, με προηγμένη τεχνολογία συγκόλλησης και συναρμολόγησης, όπως έχει αναπτυχθεί από τη METLEN την τελευταία τριακονταετία. Σύμφωνα με τη διοίκηση η συγκεκριμένη ανακοίνωση αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πλάνου που αφορά την εντατικοποίηση του αμυντικού τομέα της METLEN και αναμένεται να παρουσιαστεί στο Capital Markets Day, στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου στις 28 Απριλίου 2025.

Στον τομέα της άμυνας έχει στραφεί και η εισηγμένη MEVACO, η οποία πρόσφατα υπέγραψε νέα συμφωνία με την  INTRACOM DEFENSE ΑΕ για την κατασκευή εντός των εγκαταστάσεων της των μεταλλικών μερών αμυντικών συστημάτων με εξαγωγικό προσανατολισμό.

Αμυντικές δαπάνες Ελλάδας

Από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το 1949, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας μας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυμαίνονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο λόγω της ιδιαίτερης γεωστρατηγικής της θέσης. Κατά τη διάρκεια, δε, κρίσιμων ιστορικών περιόδων το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σημαντικά. Συγκριτικά με άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ της χώρας μας είναι από τα υψηλότερα και, το 2024, διαμορφώθηκε σε 3,08% από 2,22%, το 2014, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο στην Ελλάδα το 55,9% των αμυντικών της δαπανών αφορούσε λειτουργικό κόστος (μισθοδοσία στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού, συντάξεις κ.ά.), το 36,1% ήταν δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, συμπεριλαμβανομένων αυτών για Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), το 7,7% αφορούσε δαπάνες συντήρησης και λοιπές λειτουργικές δαπάνες, ενώ το 0,3% ήταν δαπάνες για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών.

Ο νόμος 4782/2021 που η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε σε σχέση με τα προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού και αντικατέστησε  το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο του 2010, καθόρισε δύο βασικά εργαλεία για τον σχεδιασμό των αμυντικών δαπανών: τον Μακροπρόθεσμο Προγραμματισμό Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ) και τον Κυλιόμενο Προγραμματισμό Συμβάσεων Στρατιωτικού Εξοπλισμού. Ο ΜΠΑΕ θέτει ένα δωδεκαετές πλαίσιο σχεδιασμού, το οποίο επικαιροποιείται κάθε τρία χρόνια, ενώ ο ΚΠΣΣΕ αποτελεί έναν τετραετή προγραμματισμό που προσαρμόζεται ετησίως στις οικονομικές και επιχειρησιακές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων.

Σύμφωνα με τους ειδικούς του χώρου τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου 4782/2021, ούτε ο ΜΠΑΕ ούτε ο ΚΠΣΣΕ έχουν εγκριθεί. Στην Ελλάδα μέχρι το 2011 υπήρχε η νομοθεσία η οποία απαιτούσε από κάθε εξοπλιστική προμήθεια άνω των 10 εκατ. ευρώ 30% Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ), δηλαδή θα έπρεπε πιστοποιημένα σε κάθε πρόγραμμα το 30% να έχει γίνει στη χώρα μας. Σε αυτό προσθέτονταν και τα αντισταθμιστικά και τα Offset, που έφταναν στο 10%, ανεβάζοντας το ποσοστό στο 40% για την υπεραξία που έπρεπε να γίνει στη χώρα.

Επιτυχημένο παράδειγμα αποτελεί το 30% της σύμβασης με τα Leopard που έδωσε σε ελληνικές εταιρείες να κατασκευάσουν μέρος του έργου.  Από το 2011 αυτή η διαδικασία αντικαταστάθηκε από διακρατικές συμφωνίες και αναθέσεις χωρίς όφελος για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Ευρώπη και Διεθνής Αμυντική Βιομηχανία

Η εξίσωση του Readiness είναι δύσκολη μιας και από τη μια πλευρά η Ε.Ε. χρειάζεται να αυξήσει με ταχύ ρυθμό τις στρατιωτικές της δαπάνες και από την άλλη όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές δυσχέρειες ειδικά σε χώρες με υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους αλλά και να καταστήσει τις αμυντικές δαπάνες ωφέλιμες στην οικονομική ανάπτυξη και την καινοτομία.

Σύμφωνα με την αναφορά των αναλυτών της Alpha Bank, mε βάση την εκτίμηση του ινστιτούτου Kiel (“Guns and Growth: The Economic Consequences of Defense Buildups”, Φεβρουάριος 2025), , το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 0,9% έως 1,5% εάν οι αμυντικές δαπάνες αυξηθούν από 2% σε 3,5% του ΑΕΠ. Τα καλύτερα παραδείγματα δημόσιας Έρευνας και Ανάπτυξης αφορούν και στρατιωτικές εφαρμογές και υπάρχουν ενδείξεις “διάχυσης” της τεχνογνωσίας στον ιδιωτικό τομέα.

Το 2023, τα έσοδα από τις πωλήσεις όπλων των 25 κορυφαίων παγκοσμίως εταιρειών όπλων ανήλθαν σε 377,1 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Αυτή ήταν μια αύξηση άνω των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων ή σχεδόν 3,6% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Τα έσοδα των εταιρειών όπλων έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες έχουν αυξηθεί σημαντικά εν μέσω αυξανόμενων συγκρούσεων και εντάσεων παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς στη Γάζα και κλιμακώσεων στην Ανατολική Ασία.

Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι οι χώρες που εκπροσωπούνται περισσότερο σε αυτή τη λίστα. Η παρουσία της Ευρώπης περιορίζεται σε δύο ευρωπαϊκές εταιρείες σε αυτόν τον κατάλογο και είναι oi Leonardo (Ιταλία), Dassault (Γαλλία) και Naval (Γαλλία), Thales (Γαλλία), Rheinmetall (Γερμανία), Airbus (Γαλλία).