Τον «οδικό χάρτη» για να γίνουν πραγματικότητα οι εκτιμήσεις για επενδύσεις 5 δις μέχρι το 2030 σε data center στην Ελλάδα φιλοδοξούν να καταρτίσουν τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, αξιοποιώντας μελέτη που εκπονεί η PWC.
Αν και ακόμη εκκρεμούν τα τελικά νούμερα της μελέτης της συμβουλευτικής εταιρίας που αναμένεται να παραδοθεί περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι αρχικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν καλό «visibility» επενδύσεων σε νέα κέντρα δεδομένων δυναμικότητας της τάξεως των 200 MW κατά το συντηρητικό σενάριο και 400-500 MW κατά το αισιόδοξο. Πρόκειται για συνολικές επενδύσεις 2 έως 5 δις., λαμβάνοντας υπόψη ότι το κόστος κατασκευής ανά Μεγαβάτ είναι περί τα 10 εκατ. ευρώ.
Οι εξαγγελθείσες επενδυτικές προτάσεις, όπως επισημαίνουν πηγές με γνώση του κλάδου που συνομίλησαν με την «Ν», δικαιολογούν το συντηρητικό σενάριο και συνηγορούν προς το αισιόδοξο, πλην όμως, όπως προσθέτουν, ότι όλα τελούν υπό την αίρεση των αναγκαίων υποδομών που θα υποστηρίξουν τέτοια μεγέθη επενδύσεων, καθώς και άλλων παραμέτρων που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη προκειμένου να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα και η λειτουργικότητα των εν λόγω επενδύσεων.
Γεγονός είναι ότι οι επενδύσεις σε κέντρα δεδομένων χρειάζονται χρόνο ωρίμανσης, παράλληλες κινήσεις ώστε να κάνουν στάση στη χώρα μας μεγάλα καλωδιακά συστήματα οπτικών ινών, προγραμματισμό και ορθή χωροθέτηση για να εξασφαλίζεται η ενέργεια που είναι απαραίτητη αλλά και ανάπτυξη ενός υποστηρικτικού οικοσυστήματος σε συνδυασμό με ισχυρή ζήτηση για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.
Ο απώτερος στόχος
Σε αυτή την κατεύθυνση, η «άσκηση» της PWC, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, αποσκοπεί σε μια ορισμένη τυποποίηση των κριτηρίων που θα καθορίσουν την χωροταξία τέτοιων επενδύσεων, διευκολύνοντας έτσι το επενδυτικό ενδιαφέρον. Με αυτό τον τρόπο θα εξομαλυνθεί ο «σκόπελος» της γραφειοκρατίας που συναντά κάθε επενδυτής στην πορεία αδειοδότησης και εγκατάστασης, καθώς και το έργο των διαχειριστών των δικτύων διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ) που θα κληθούν να «βάλουν τάξη» στο επενδυτικό ενδιαφέρον που θα ξεδιπλωθεί και αναμένεται ραγδαίο τα επόμενα χρόνια.
Τα κριτήρια για την χωροταξία
Η μελέτη εκκινεί από τα βασικά κριτήρια που αφορούν τις δυνατότητες του ηλεκτρικού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου με τους αρμόδιους διαχειριστές να εκπονούν σε αυτή την κατεύθυνση σχετικές μελέτες, προσδιορίζοντας τις κατάλληλες θέσεις εγκατάστασης από ηλεκτρική άποψη αλλά και τηλεπικοινωνιακή στην περίπτωση του ΑΔΜΗΕ. Επιπρόσθετα, η μελέτη, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, επιχειρεί να ενσωματώσει στην «εξίσωση» πρόσθετα κριτήρια που επιτρέπουν μια συνολικότερη αποτίμηση του ρίσκου της επένδυσης και επομένως διασφαλίζεται μεγαλύτερη ορατότητα στον επενδυτή αλλά και καλύτερη αξιολόγηση της ίδιας της επένδυσης.
Μια τέτοια περίπτωση είναι ο κλιματικός κίνδυνος που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή με άλλες να εμφανίζουν για παράδειγμα μεγαλύτερο κίνδυνο πυρκαγιών και άλλες να εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο πλημμύρας ή άλλων φυσικών φαινομένων που εν τέλει μπορεί να αποβούν «μοιραία» για την βιωσιμότητα μιας υποδομής, επιφέροντας σοβαρές επιπτώσεις στην λειτουργία της υποδομής. Σε κάθε περίπτωση, η προσαρμογή του κλιματικού κινδύνου στο «μοντέλο» αξιολόγησης όπως και άλλων επιμέρους χαρακτηριστικών μιας περιοχής, σε συνδυασμό με την ενεργειακή και τηλεπικοινωνιακή αξιολόγηση, διαμορφώνει ένα ολοκληρωμένο προφίλ των περιοχών της χώρας που εν τέλει καταλήγει να «προάγει» το επενδυτικό ενδιαφέρον, καθιστώντας ευκολότερη διαδικασία την λήψη της τελικής επενδυτικής απόφασης.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η επιδίωξη της μελέτης στο σύνολό της με τα «παραρτήματα» για τις ενεργειακές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές, φιλοδοξεί να καταλήξει σε μια «τυποποίηση» που θα «υποδεικνύει» τις καταλληλότερες περιοχές για την εγκατάσταση data center, διαμορφώνοντας, ταυτόχρονα, την «υποδομή», σε επόμενη φάση, να υπάρξει μια προτεραιοποίηση περιοχών, ενδεχόμενα και με την μορφή κάποιων κινήτρων.
Σύστημα υποδοχής αιτημάτων
Επιπρόσθετα, όπως διευκρινίζουν οι ίδιες πηγές, η εν λόγω προεργασία με την «χαρτογράφηση» των περιοχών ανά την Ελλάδα έχει στόχο να διευκολυνθεί η αντιστοίχισή τους με τα χαρακτηριστικά μιας επένδυσης προκειμένου να επιταχυνθεί η εξέταση των αιτημάτων που υποβάλλονται για την δημιουργία και εγκατάσταση data center.
Αυτό πρακτικά θα συμβεί μέσα από την δημιουργία ενός συστήματος υποδοχής αιτημάτων, όπου ο εκάστοτε επενδυτής θα καταχωρεί τα στοιχεία του data center που θέλει να υλοποιήσει. Η εν λόγω πρακτική αναμένεται να διευκολύνει σημαντικά το έργο των διαχειριστών αφενός γιατί από την πρώτη στιγμή θα έχουν εικόνα περί τίνος πρόκειται προκειμένου να εξυπηρετήσουν αναλόγως το αίτημα.
Η όλη διαδικασία απαιτεί υψηλό επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των διαχειριστών καθώς μια υποδομή ενδέχεται να εκκινεί με σύνδεση στο δίκτυο διανομής και εν συνεχεία να προκύπτει ανάγκη «περάσματος» στο δίκτυο μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ) λόγω αύξησης της δυναμικότητας. Κατά συνέπεια χρειάζεται να υπάρχει σαφές και προκαθορισμένο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ, που σε πρώτη φάση θα στηρίζεται στην εφ’ όλης της ύλης εικόνα του «χάρτη» των data center από το εξαιρετικά αρχικό στάδιο των αιτήσεων έως την ωρίμανση και την υλοποίηση των έργων.
Οι αντοχές των καλωδίων
Στο πλαίσιο της συνολικότερης μελέτης που εκπονεί η PWC οι δύο Διαχειριστές μελετούν τις δυνατότητες του Δικτύου σε διανομή και μεταφορά για την φιλοξενία νέων data center. Αρχικά να αναφέρουμε ότι ο ΑΔΜΗΕ έχει ανταποκριθεί εκδίδοντας, μέχρι στιγμής, 8 Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης (ΟΠΣ) με το δίκτυο σε έργα συνολικής ισχύος 500 MW σε Αττική και Κόρινθο ενώ υπό μελέτη βρίσκονται άλλες 5 προσφορές συνολικής ισχύος 280 MW.
Αν και οι περισσότερες επενδύσεις, μιλώντας για τις περισσότερο ώριμες ή πιθανόν να ωριμάσουν ταχύτερα το επόμενο διάστημα, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, αφορούν ως επί το πλείστον το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ, καθώς πρόκειται για μονάδες της τάξης των 40 MW, εντούτοις, η «άσκηση» αφορά στενά και το δίκτυο μεταφοράς.
Από την πλευρά του ο ΑΔΜΗΕ έχει εκκινήσει την σχετική διαδικασία τόσο στο πλαίσιο της συνολικότερης χωροταξικής αξιολόγησης εν προκειμένω για τα data center όσο και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για τον σχεδιασμό του συστήματος, θέλοντας να «προλάβει» καταστάσεις του παρελθόντος με μονάδες ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά και αιολικά) να «ξεφυτρώνουν» ανά την Ελλάδα, αδιαφορώντας για την διαθεσιμότητα του δικτύου σε κάθε περιοχή.
Τα υφιστάμενα δεδομένα που θα αποτυπωθούν πληρέστερα στο σχετικό «ενεργειακό χάρτη» του ΑΔΜΗΕ, δείχνουν περιθώρια σε Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (πχ Κοζάνη, Πτολεμαΐδα), καθώς και σε περιοχές της ΒΑ Πελοποννήσου και Κεντρικής Ελλάδας. Αποκλείεται, προς ώρας τουλάχιστον, η Αττική που πλέον το δίκτυο βρίσκεται σε σημείο κορεσμού και για την υποδοχή νέων φορτίων απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις αναβάθμισης του δικτύου με νέα ΚΥΤ και υποσταθμούς που δρομολογούνται από τον αρμόδιο Διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η «άσκηση» του ΑΔΜΗΕ με τον προσδιορισμό των περιθωρίων του συστήματος επιδιώκει να προλάβει καταστάσεις που στην χειρότερη εκδοχή τους, όπως είχε επισημάνει, μεταξύ άλλων, σε πρόσφατο συνέδριο, ο
Αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ Γιάννης Μάργαρης, οι Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης ενδέχεται να καταλήξουν χαρτιά χωρίς κανένα αντίκρισμα, αφήνοντας «μέχρι νεωτέρας» στο πάγο μια σειρά επενδύσεις, μεταξύ των οποίων και data center.
Υπό αυτό το πρίσμα, η προσέγγιση του Διαχειριστή διέπεται από τη βασική αρχή σχεδιασμού που «φωτογραφίζει» καταρχήν διαθεσιμότητα εκεί που η παραγωγή είναι μεγαλύτερη έναντι του φορτίου (πρακτικά μιλάμε για την υπερυψηλή τάση και τις γραμμές των 400 κιλοβόλτ) και «αποκλείει» γραμμές των 150 κιλοβόλτ που είναι πιο πιεσμένες και επομένως είναι δύσκολο να υποδεχτούν νέα φορτία. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα χρήζει ιδιαίτερης μελέτης όπως επεξηγούν αρμόδιες πηγές του Διαχειριστή, καθώς χρειάζεται να προσμετρηθεί ο παράγοντας Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) που αυξάνει θεαματικά τις ενεργεακές ανάγκες εντός data center.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η πρόβλεψη για 200 MW σε μονάδες data center μέχρι το 2030 μεταφράζεται σε πρόσθετη κατανάλωση ενέργειας της τάξης της 1,5 TWh, πράγμα που εκ πρώτης όψεως, δύναται να αποτελέσει διέξοδο για ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα του τομέα των ΑΠΕ, τις περικοπές, δηλαδή την περίσσεια «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας που λόγω αναντιστοιχίας με την ζήτηση, καταλήγει στα σκουπίδια.
Αύξηση της ζήτησης και ΑΠΕ
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η αύξηση της κατανάλωσης κατά 1,5 TWh και εφόσον καλυφθεί μονάχα από μονάδες ΑΠΕ, μεταφράζεται σε 1 GW νέας εγκατεστημένης ισχύος φωτοβολταϊκών ή λίγο λιγότερο αν πρόκειται για συνδυασμό φωτοβολταϊκών και αιολικών λόγω σταθερότερης παραγωγής των δεύτερων.
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτουν δύο ζητήματα με το πρώτο να αφορά τη διαθεσιμότητα του δικτύου και κατά πόσο δύναται να επιτρέψει την έγχυση και απορρόφηση ποσοτήτων ενέργειας με την εναλλακτική να είναι η δημιουργία μιας αποκλειστικής γραμμής από τον σταθμό ΑΠΕ προς το data center και το δεύτερο και πιο σημαντικό την εγγενή αδυναμία ενός σταθμού ΑΠΕ να προσφέρει αδιάλειπτη ενεργειακή τροφοδοσία.
Εδώ προκύπτει η ανάγκη της αποθήκευσης με μπαταρίες πολλών ωρών με την τελική ωστόσο απόφαση να ανήκει στα «νούμερα» της επένδυσης περί βιώσιμου ή μη μοντέλου. Κατά συνέπεια, τα data center συνιστούν μια «αχτίδα φωτός» για νέα έργα ΑΠΕ που ωστόσο για να αποδειχθεί ως τέτοια χρειάζεται να πληρούνται μια σειρά άλλες προϋποθέσεις που ξεπερνούν απλώς την αριθμητική ισορροπία παραγωγής «πράσινης» ενέργειας και ζήτησης.
Τα data center που σχεδιάζονται
Οι τελευταίες ανακοινώσεις περί δημιουργίας data center καταδεικνύουν το ενδιαφέρον που υπάρχει κυρίως από ξένες εταιρίες, καθώς και ότι ο στόχος η Ελλάδα να καταστεί κέντρο επεξεργασίας και μεταφοράς δεδομένων, είναι εφικτός.
Ωστόσο, οι περισσότερες επενδύσεις που έχουν ανακοινωθεί, και εφόσον υλοποιηθούν θα αλλάξουν το «παιχνίδι», βρίσκονται σε αρχικό στάδιο.
Σημαντικό σταθμό στις εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί στον τομέα των κέντρων δεδομένων αποτέλεσε η εξαγορά (το 2020) της Lamda Hellix από την Digital Realty (από τις μεγαλύτερες εταιρίες παγκοσμίως στην αγορά των data center με παρουσία σε 45 χώρες).
Με αφετηρία τα δύο πρώτα data center, Athens 1 και Athens 2 (δημιουργήματα της Lamda Hellix, ελληνική εταιρία μέχρι την εξαγορά της) η Digital Realty σήμερα λειτουργεί το Athens 3, διαθέτοντας συνολική ισχύ 9 MW.
Το 2025 θα προσθέσει ακόμα 7,8 MV θέτοντας σε λειτουργία το Athens 4 και το Heraklion 1 (Κρήτη) επενδύσεις συνολικού ύψους 120 εκατ. ευρώ.
Στον σχεδιασμό της Digital Realty περιλαμβάνεται και το Athens 5 η κατασκευή του οποίου εξαρτάται από την εξέλιξη της ζήτησης για υπηρεσίες κέντρων δεδομένων.
Στους μεγάλους πελάτες της Digital Realty περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η Microsoft η οποία όπως είναι γνωστό έχει ανακοινώσει από τον Οκτώβριο του 2020 την κατασκευή και λειτουργία τριών data center, στην Αττική (στην περιοχή των Σπάτων) συνολικού προϋπολογισμού 976,168 εκατ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ).
Προς το παρόν η Microsoft έχει θέσει σε τροχιά κατασκευής το πρώτο, προϋπολογισμού 79,6 εκατ. ευρώ (κόστος κατασκευής) υπογράφοντας πέρυσι τον Μάρτιο τη σύμβαση με κατασκευαστή (Renco – Τέρνα).
Λίγους μήνες πριν παρουσία του πρωθυπουργού, πραγματοποιήθηκε τελετή θεμελίωσης του πρώτου κέντρου δεδομένων της της Data4 στην Παιανία με προοπτική να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2027.
Η γαλλική Data4 Group εισήλθε στην ελληνική αγορά αθόρυβα και έχει υποσχεθεί ότι θα επενδύσει περί τα 300 εκατ. ευρώ σε 3 κέντρα δεδομένων.
Παίχτης στην αγορά των κέντρων δεδομένων επιδιώκει να γίνει και η ΔΕΗ. Έχει ανακοινώσει την ίδρυση της Data In Scale, κοινοπραξία στην οποία η ενεργειακή εταιρία έχει το 45% με το 55% να ανήκει στην Damac (EDGNEX Data Centers) από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο ιδρυτής του Ομίλου DAMAC, Hussain Sajwani, και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης, μίλησαν για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου κέντρου δεδομένων στα Σπάτα. Κατά την πρώτη φάση του έργου θα επενδυθούν 150 εκατ. ευρώ για υποδομή ισχύος 12,5 MW, με προοπτική επέκτασης στα 25 MW. Το έργο βρίσκεται στο στάδιο του σχεδιασμού και της αδειοδότησης.
Ακόμη, πληροφορίες αναφέρουν ότι τη ΔΕΗ να βρίσκεται σε συζητήσεις με μεγάλο τεχνολογικό κολοσσό για τη δημιουργία κέντρων δεδομένων στα πρώην λιγνιτωρυχεία στη Δυτική Μακεδονία. Λεπτομέρειες δεν έχουν γίνει γνωστές.
Μέσω ανακοίνωσης της Apto (πάροχος κέντρων δεδομένων) στην ιστοσελίδα της ανακοινώθηκε η κατασκευή ενός ακόμα data center στην Αττική στην περιοχή των Σπάτων.
Πρόκειται, όπως αναφέρεται, για επένδυση ύψους 300 εκατ. ευρώ από τις Apto (όχημα της αμερικάνικης επενδυτικής εταιρίας PIMCO) και Dromeus Capital Group (εναλλακτική εταιρία διαχείρισης επενδύσεων με δραστηριότητα στο real estate και τις ψηφιακές υποδομές).
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνεται πως το έργο έχει λάβει προέγκριση και έχει εξασφαλιστεί η τροφοδοσία του με την αναγκαία ενέργεια. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κάποια παρουσίαση της επένδυσης αυτής στην Ελλάδα.
Σημαντική παρουσία στην εν λόγω αγορά έχει η ελληνικών συμφερόντων, Lancom με έδρα στη Θεσσαλονίκη.
Στόχος της διοίκησης της με επικεφαλής τον Γιώργο Νώλη είναι η μετατροπή του Balkan Gate στη συμπρωτεύουσα σε κεντρικό τηλεπικοινωνιακό κόμβο για την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Η Lancom κατασκευάζει το δεύτερο data center της στην Κρήτη, ενώ επεκτείνει και εκσυγχρονίζει το Balkan Gate στη Θεσσαλονίκη (Phase II).
Η πιο πρόσφατη ανακοίνωση για τη δημιουργία κέντρων δεδομένων ήταν αυτή της κοινοπραξίας Gemini στην οποία συμμετέχουν ο ΑΔΜΗΕ και η Serverfarm εταιρία διαχείρισης κέντρων δεδομένων με ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση η Gemini σχεδιάζει την κατασκευή και λειτουργία hyperscale – ready Data Centers στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, με τη δημιουργία εγκαταστάσεων συνολικής ισχύος έως 130 MW.
Οι απαιτήσεις του AI
Το Generative AI (GenAI) – η δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη – αναμένεται να διπλασιάσει την κατανάλωση ενέργειας των data centers, με τις προηγμένες τεχνολογίες να συμβάλλουν στη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας.
Τα παραπάνω επισημαίνει σε πρόσφατη έκθεσή της η Deloitte Global «Technology, Media & Telecommunications (TMT) 2025 Predictions» που αναδεικνύει το Generative AI ως βασικό πυλώνα διαμόρφωσης του κλάδου της Τεχνολογίας, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των Τηλεπικοινωνιών, εστιάζοντας σε προκλήσεις όπως οι τεχνικές υποδομές, η κατανάλωση ενέργειας και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς την τεχνολογία.
Η Deloitte προβλέπει ότι η κατανάλωση ενέργειας από data centers θα μπορούσε να διπλασιαστεί στις 1.065 TWh έως το 2030, αποτελώντας το 4% της παγκόσμιας κατανάλωσης, λόγω της αυξημένης χρήσης του GenAI.
Όπως σημειώνεται στην ίδια έκθεση «τεχνολογικές εταιρείες, όπως πάροχοι cloud και διαχειριστές data centers, μπορούν να περιορίσουν αυτή την αύξηση υιοθετώντας καθαρές μορφές ενέργειας. Μεγάλες εταιρείες επενδύουν σε αποδοτικούς επεξεργαστές, καινοτόμες λύσεις ψύξης και πηγές ενέργειας χωρίς άνθρακα, δεσμευόμενες για μηδενικές εκπομπές. Αν και αυτές οι συνεργασίες μεταξύ εταιρειών ενέργειας και τεχνολογίας, μπορούν να μειώσουν τον ενεργειακό αντίκτυπο, πολλά έργα καινοτομίας θα χρειαστούν χρόνια για να αποδώσουν απτά αποτελέσματα».