Τον δρόμο για την ταχύτερη αξιοποίηση των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών στο ελληνικό υπέδαφος ανοίγει η έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα από την πλευρά της μεταλλευτικής-εξορυκτικής βιομηχανίας.
Το πλάνο επενδύσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη από την πλευρά του ομίλου Metlen δημιουργεί τις προϋποθέσεις τόσο για την κινητοποίηση αναπτυξιακών δυνάμεων στον κλάδο όσο και των αντανακλαστικών της πολιτείας, όπως κατέδειξε η προκήρυξη διαγωνισμού για την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον αντιμονίτη της Χίου.
Κοιτάσματα
Στη χώρα μας όπως έχει τονίσει σε σχετικό άρθρο του ο Π. Τζεφέρης Δρ Μηχ. Μεταλλείων-Μεταλλουργίας, Γεν. Διευθυντής ΥΠΕΝ, υφίστανται αρκετοί κοιτασματολογικοί στόχοι που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των 30 Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΚΟΠΥ, CRM’s) του πλέον επικαιροποιημένου πίνακα της ΕΕ. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς εντοπίζονται εντός των ελληνικών Δημόσιων Μεταλλευτικών Χώρων (ΔΜΧ), δηλ. των χώρων που αποτελούν την λεγόμενη μεταλλευτική «προίκα» του ελληνικού δημοσίου. Οι Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες εντός των Δημόσιων Μεταλλευτικών Χώρων είναι βωξίτης, φωσφορίτης, βαρίτης, αντιμόνιο, κοβάλτιο, μαγνήσιο, πυρίτιο, βολφράμιο, γραφίτης, πλατινοειδή και σπάνιες γαίες.
Με βάση στοιχεία του μεταλλευτικού κλάδου, η Ελλάδα είναι η πρώτη στην Ευρώπη σε παραγωγή βωξίτη, κατέχοντας το 85% του συνόλου της παραγωγής και 12η στον κόσμο σε παραγωγή βωξίτη, με πρώτη ύλη υψηλής ποιότητας αλλά και απαιτήσεων επεξεργασίας. Πλέον με την νέα επένδυση της Μetlen ύψους 295,5 εκατ. ευρώ που αφορά στην επεξεργασία βωξίτη η Ελλάδα αποκτά για πρώτη φορά και τη δυνατότητα παραγωγής γαλλίου με στόχο να καλύψει σχεδόν το σύνολο των αναγκών της Ευρώπης σε γάλλιο (50 τόνοι, το 2024 η Ευρώπη χρειάστηκε 65 τόνους).
Επίσης η χώρα μας μπαίνει με δυναμικό τρόπο και στην πολλά υποσχόμενη αγορά της αλουμίνας και παράλληλα ενισχύει το αποτύπωμα της στην προμήθεια αλουμινίου. Η Ελλάδα επίσης είναι η μόνη χώρα που διαθέτει κοιτάσματα αντιμονίου στην Ευρώπη στη Χίο και τη Ροδόπη και είναι μείζονος σημασίας να διερευνήσει τα ακριβή αποθέματα και την υπεραξία τους προκειμένου να καταστεί και στο αντιμόνιο ο βασικός προμηθευτής της Ευρώπης.
Η Ελλάδα έχει κοιτάσματα επίσης αποδεδειγμένα γερμανίου στους Μολάους στην Πελοπόννησο μαζί με χαλκό, ψευδάργυρο. Να σημειωθεί πως σε ευχαριστήρια επιστολή της προς την ΕΑΓΜΕ, η αυστραλιανή Rockfire, που έχει κερδίσει τον διαγωνισμό αξιοποίηση του μεταλλευτικού χώρου στους Μολλάους έχει τονίσει πως οι δοκιμές επιβεβαιώνουν τη σημασία του Molaoi Project, επισημαίνοντας παράλληλα πως «η Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) πρέπει να επαινεθεί για την αναλυτική της αριστεία.
Το Molaoi Project ανήκει μεταξύ των 20 κορυφαίων μη ανεπτυγμένων κοιτασμάτων ψευδαργύρου παγκοσμίως. Στα Κιμμέρια της Ξάνθης η χώρα μας διαθέτει στο υπέδαφός της βολφράμιο μαζί με ψευδάργυρο. Στη συγκεκριμένη περιοχή η ΕΑΓΜΕ έχει ολοκληρώσει τις μελέτες της.
Αναφορικά με το αντιμόνιο στην Ελλάδα υπάρχουν ενδείξεις για τρία τουλάχιστον διαπιστωμένα κοιτάσματα αντιμονίτη άνευ εκμετάλλευσης μέχρι σήμερα. Οι σημαντικότερες εμφανίσεις αντιμονίου με τη μορφή του ορυκτού αντιμονίτη (Sb2S3) έχουν εντοπιστεί στην Κέραμο Χίου καθώς και βόρεια της κωμόπολης Λαχανά, στο ορεινό συγκρότημα των Κρουσίων Κιλκίς. Ειδικά στην περιοχή της Κεράμου Χίου υπάρχει κοίτασμα μεταλλεύματος αντιμονίτη πολύ καλής ποιότητας. Στην Ευρώπη ο βαθμός κρισιμότητας είναι εξαιρετικά μεγάλος καθότι δεν υπάρχει ουδεμία εξόρυξη και παραγωγή αντιμονίου αλλά και ο βαθμός υποκατάστασής του από άλλα στοιχεία για συγκεκριμένες χρήσεις, είναι σχεδόν μηδενικός. Συνεπώς γίνεται κατανοητός ο ρόλος της Ελλάδας σε αυτή την προσπάθεια εξόρυξης αντιμονίου επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Προσκόμματα
Ωστόσο το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων καλούνται να θέσουν από κοινού το Υπουργείο Περιβάλλοντος -Ενέργειας και η ηγεσία του μεταλλευτικού-εξορυκτικού κλάδου στην επικείμενη συνάντηση τους που έχει προγραμματιστεί, σύμφωνα με πληροφορίες, για τις επόμενες ημέρες με βασικό θέμα την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η μεταλλευτική-εξορυκτική βιομηχανία.
Σύμφωνα με τους ανθρώπους του χώρου, η άρση των προσκομμάτων που εμποδίζουν την έρευνα για τον εντοπισμό κοιτασμάτων κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών σε προστατευόμενες περιοχές είναι μείζονος σημασίας. Επισημαίνουν πως πλέον υπάρχουν οι τεχνολογικές δυνατότητες για να προχωρήσουν οι μεταλλευτικές έρευνες χωρίς να είναι επιζήμιες για το περιβάλλον, αρκεί να δοθεί το πράσινο φως από την πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση.
Ειδικότερα, όπως λένε οι γνωστές του χώρου, πλέον έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την αλλαγή της νομοθεσίας για έγκριση μεταλλευτικών ερευνών σε περιοχές Natura (Β’ Ζώνης), όπου εντοπίζεται το 30%-35% του ορυκτού πλούτου της χώρας σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Οι οποίες, με βάση το ευρωπαϊκό πλαίσιο CRM ACT, θεωρούνται ως πρώτες ύλες υψίστης εθνικής σημασίας και ωφελείας. Θα μπορούσε, όπως τονίζεται, να προκριθεί η υπόγεια εξόρυξη των κρίσιμων πρώτων υλών αφού προηγηθεί η απαραίτητη μεταλλευτική έρευνα στις περιοχές αυτές η οποία απαιτεί έτσι κι αλλιώς ελάχιστη περιβαλλοντική επέμβαση (δρόμοι πρόσβασης αρχικά και είσοδοι κατόπιν, όπως ορίζει η μεταλλευτική ορολογία). Επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα όλων αυτών μπορούν να είναι οι Περιβαλλοντικές Μελέτες, οι οποίες ορίζουν μεταξύ άλλων τη χρήση γης, καθώς και άλλες προϋποθέσεις φιλικής περιβαλλοντικής ερευνητικής αλλά και επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με τους ανθρώπους του χώρου, υπάρχει πλέον η δυνατότητα μεταλλευτικής έρευνας και δραστηριότητας ολιστικού χαρακτήρα με σχέδια Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και μεταλλευτικής κληρονομιάς καθώς και δράσεων αποκατάστασης, όταν ολοκληρωθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα. Και όλα αυτά στο πλαίσιο κατεύθυνσης που προβλέπει έτσι και αλλιώς ο ορισμός Natura σε σχέση με την εξορυκτική δραστηριότητα και την εξασφάλιση της ακεραιότητας του φυσικού περιβάλλοντος της κάθε περιοχής. Και συμπληρώνουν οι γνώστες του χώρου πως καταλυτικός παράγοντας για τις συγκεκριμένες αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο αποτελεί η εμπέδωση από την κυβέρνηση των διεθνών εξελίξεων στην αγορά των εξορύξεων κρίσιμων πρώτων υλών, του γεωστρατηγικού χαρακτήρα που αποκτά πλέον ο εξορυκτικός κλάδος, καθώς και της δυνατότητας της Ελλάδας να αποκτήσει περίοπτη θέση στο χάρτη των κρίσιμων πρώτων υλών όπως έχει ήδη φανεί από τις πρόσφατες επιχειρηματικές αποφάσεις και συμφωνίες.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γιαζιτζόγλου, πρόεδρο του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) «η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία έχει και την πρόθεση και την δυνατότητα να αξιοποιήσει ακόμα περισσότερο τον πλούσιο ελληνικό ορυκτό πλούτο, προσφέροντας περισσότερο ΑΕΠ, περισσότερες εξαγωγές και περισσότερες θέσεις εργασίας. Μόνη προϋπόθεση, είναι να αποκατασταθούν στοιχειώδεις συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού ως προς τα κόστη παραγωγής, ώστε τα παραγόμενα αγαθά να είναι «διεθνώς εμπορεύσιμα».
Εθνικά βήματα για το CRM Act
Από την πλευρά του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε πρόσφατη αναφορά του ο Ελευθέριος Βασιλειάδης, σύμβουλος του Γενικού Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ, επεσήμανε τα εθνικά βήματα προς την εφαρμογή της Πράξης CRM Act. Ειδικότερα, ανέφερε ότι πρέπει να «υπάρχει ένα πενταετές στοχευμένο εθνικό πρόγραμμα έρευνας που περιλαμβάνει επαναξιολόγηση του δυναμικού των ορυκτών πόρων της Ελλάδας».
Στα άμεσα σχέδια του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων ο εξορθολογισμός του ρυθμιστικού πλαισίου, η επικαιροποίηση του Ελληνικού Μεταλλευτικού Κώδικα και νομικές διατάξεις για την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης. Επίσης, προβλέπονται η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των απαιτήσεων του κανονισμού ΕΕ 2024/1252, για την ύπαρξη διοικητικών μονάδων Ενιαίου Σημείου Επαφής και την προκήρυξη διεθνών διαγωνισμών για ώριμα έργα σχετικά με CRM. Σε αυτό εντάσσεται η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για το αντιμονίτη της Χίου (αντιμόνιο). Σημαντική επίσης είναι η υιοθέτηση από τη χώρα μας του διεθνούς συστήματος υπολογισμού αποθεμάτων UNFC των ορυκτών πόρων και των κρίσιμων πρώτων υλών, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των διαφόρων τομέων και εφαρμογών των πόρων, καθώς και στην πλήρη ευθυγράμμιση με τη βιώσιμη διαχείριση αυτών όπως απαιτείται από την Ατζέντα του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Το Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Ταξινόμηση των Πόρων (UNFC) είναι ένα σύστημα ταξινόμησης που αφορά σε έργα πόρων και βασίζεται σε κανόνες για τον καθορισμό της περιβαλλοντικής-κοινωνικοοικονομικής βιωσιμότητας και της τεχνικής σκοπιμότητας των έργων για την ανάπτυξη πόρων.