Skip to main content

Ξενοδόχοι Αττικής: Προσφυγή για το ειδικό τέλος του δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης

Βασιλικός: Επιβολή «κεφαλικών» τελών και πρακτικές «αποφασίζομεν και διατάσσομεν»

Προσφυγή στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής κατέθεσε την Τρίτη η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού, κατά της απόφασης (510/2024) του δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, που επιβάλει «Ειδικό Ανταποδοτικό Τέλος Τοπικής Βιώσιμης Ανάπτυξης».

Εκφράζοντας την έντονη αντίδρασή της στο εν λόγω ειδικό τέλος, του οποίου τα έσοδα, όπως επισημαίνεται, προορίζονται για τη δημιουργία ενός «βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος», η Ένωση επισημαίνει πως τα ξενοδοχεία καλούνται να πληρώνουν 12,6 ευρώ/τ.μ., οι (τουριστικές) κατοικίες 0,45 ευρώ/τ.μ, οι επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης 8 ευρώ/τ.μ., οι εμπορικές επιχειρήσεις άνω των 100 τ.μ. 8 ευρώ/τ.μ. και οι εμπορικές επιχειρήσεις κάτω των 100 τ.μ. 1,10 ευρώ/τ.μ.

Κατά της συγκεκριμένης απόφασης προσέφυγαν και μεμονωμένες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, ενώ, σύμφωνα με την ΕΞΑΑΑ, αναμένεται πως στο συγκεκριμένο «κύμα διαμαρτυρίας» θα προστεθούν και άλλες.

Ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής και Αργοσαρωνικού, Ευγένιος Βασιλικός, σημειώνει πως «μια κίνηση όπως αυτή μιας προσφυγής γίνεται για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ένωσης και σημειολογικά στρέφεται όχι μόνο προς τη συγκεκριμένη απόφαση, αλλά και προς όλες τις “ασύμμετρες” αποφάσεις αυτού του είδους, οι οποίες γεννούν συνεχώς νέες υποχρεώσεις και κυρίως άδικες επιβαρύνσεις στα ξενοδοχεία.

Το “Τέλος Τοπικής Βιώσιμης Ανάπτυξης” αποτελεί ένα καινούριο τέλος που έρχεται να προστεθεί στα γνωστά δημοτικά τέλη “Διαμονής παρεπιδημούντων” και “ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή”, τα οποία, στο πλαίσιο της “ανταποδοτικότητάς” τους προς τις τοπικές κοινωνίες, αναφέρονται σε έργα αναβάθμισης που “θα” δρομολογηθούν. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δείχνει να έχει χαρακτήρα περισσότερο “εισπρακτικό”, προσθέτοντας επιπλέον φορτία σε υπερφορολογημένες επιχειρήσεις – όπως παρουσίασε η πρόσφατη σχετική μελέτη του ΙΤΕΠ.

Σαφώς και είναι αναγκαία η δρομολόγηση “έργων υποδομής, περιβαλλοντικής αναβάθμισης και κοινωνικών υπηρεσιών που θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής και την ανταγωνιστικότητα της περιοχής”. Ωστόσο, η χρηματοδότησή τους δεν γίνεται να στρέφεται διαχρονικά κυρίως προς τα ξενοδοχεία.

Ειδικά δε στα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, ο κλάδος της ξενοδοχίας διακρίνεται για την πρωτοπορία του και μπορεί να συμβάλλει στο κοινό όραμα, σε συνεργασία με τους δήμους όπου δραστηριοποιούνται ξενοδοχεία, με διάλογο, διαφάνεια και διαβούλευση – και όχι μέσα από διαδικασίες επιβολής “κεφαλικών” τελών και πρακτικές “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”».